Για να επιτύχει (τουλάχιστον αυτή) η συνταγματική αναθεώρηση χρειάζεται διάλογος σε βάθος επί παντός. Χωρίς φόβο και με πάθος για αλλαγές…
Μυστήριο τρένο είμαστε εμείς οι δημοσιογράφοι. Από τη μια κατηγορούμε (και τις περισσότερες φορές δικαιολογημένα) ότι οι βουλευτές δεν επιτελούν το συνταγματικώς επιβεβλημένο έργο τους. Κι αυτό είναι να βουλεύονται προς όφελος του Εθνους. Από την άλλη, αν κάποιοι σκεφτούν λίγο περισσότερο και πέραν της κομματικής γραμμής, κατηγορούνται ότι δημιουργούν? Βαβέλ στα κόμματά τους. Όπως γίνεται τώρα, με την αναγγελθείσα αναθεώρηση του Συντάγματος.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Σύμφωνα με το άρθρο 51 του Συντάγματος «Οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος» (παρ. 2). Όχι το κόμμα, ούτε τον αρχηγό τους ούτε τους πέριξ του αρχηγού κομματικούς γραφειοκρατίσκους, που εκ της σχέσης τους θαρρούν πως ο λόγος τους είναι θέσφατο. Σύμφωνα με το άρθρο 60 «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση» (παρ. 1). Και σύμφωνα με το άρθρο 61 (παρ. 1) «Ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων». Αυτά δεν είναι απλώς συνταγματικές επιταγές. Είναι αναγκαίος όρος για να προχωρεί η πολιτική διαδικασία, να επιλύονται διά του διαλόγου κατά βέλτιστο τρόπο τα προβλήματα.
Η κυβέρνηση διά του πρωθυπουργού ανήγγειλε την έναρξη του διαλόγου για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Ευχής έργον είναι να κρατήσει τουλάχιστον μία δεκαετία το προϊόν αυτής της αναθεώρησης. Για αν επιτευχθεί όμως, αυτό χρειάζεται μακρύς και σε βάθος διάλογος. Πρέπει να πέσουν ιδέες στο τραπέζι, να γίνουν ζυμώσεις επί παντός, να κατατεθούν αιρετικές προτάσεις (πέραν της διαχείρισης του πολιτικού σκηνικού), να υπάρξουν διαφοροποιήσεις και διαξιφισμοί. Όταν υπάρχουν απόψεις αναγκαστικά θα υπάρχουν και διαφορές. Μόνον οι, κενές περιεχομένου, ρητορικές δεν συγκρούονται.
Αυτό, εξάλλου, ζήτησε και ο πρωθυπουργός αναγγέλλοντας την αναθεώρηση από του βήματος της Βουλής: «Οφείλουμε και είμαστε αποφασισμένοι να προχωρήσουμε σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, όμως χρειάζονται και την αντίστοιχη συνταγματική βάση… (Γι’ αυτό) δρομολογούμε ευρύτατο δημόσιο διάλογο και προετοιμάζουμε την κίνηση των αναγκαίων διαδικασιών, ώστε η επόμενη Βουλή να είναι Αναθεωρητική Βουλή…». (Ομιλία στη Βουλή κατά την κατάθεση του προϋπολογισμού του 2006, 22.12.2005). Δεν είπε ο κ. Καραμανλής «δρομολογούμε ευρύτατο διάλογο για τη συνταγματική αναθεώρηση, στον οποίο μπορούν να συμμετέχουν άπαντες πλην των κ. Ιωάννη Βαρβιτσιώτη και Ευάγγελου Μεϊμαράκη…»
Αναφέρονται οι δύο, μεταξύ των πολλών που κατέθεσαν προτάσεις, διότι αφενός, άνοιξαν ώριμα, για την κοινωνία, θέματα διαλόγου, τα οποία η πολιτική γραφειοκρατία θεωρεί τολμηρά. Ο πρώτος ζητεί να επανεξεταστεί το πλέγμα των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας και ο δεύτερος την προ αιώνος συνταγματική κατοχύρωση της μονιμότητας στο δημόσιο τομέα. Το αστείο είναι ότι αντί να συζητάμε την ουσία των προτάσεων, ξεκινάει το… γαϊτανάκι που αφορά αποκλειστικά την πολιτική σκηνή κι όχι την ουσία της. Μήπως δημιουργείται …Βαβέλ στο κυβερνών κόμμα; Μήπως έρχεται σε δύσκολη θέση η κυβέρνηση; Μήπως το ένα; Μήπως το άλλο; Και μέσα στη συζήτηση, για τις διαδικασίες της πολιτικής, αφήνουμε πάλι απέξω την πολιτική. Και η πολιτική στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι προτάσεις των στελεχών.
Έχουμε εθιστεί τόσο πολύ στην παραπολιτική ώστε παρατηρούμε διαρκώς τις κινήσεις αντί των στόχων ή των αποτελεσμάτων. Παρακολουθούμε διαρκώς τα δένδρα με αποτέλεσμα να μη βλέπουμε καθόλου το δάσος. Και το δάσος τώρα είναι σύγχρονο, δυτικό και φιλελεύθερο Σύνταγμα. Όχι ποιος προτείνει τι και τι αντίκτυπο έχει αυτό στην άνευ ουσίας πολιτική σκηνή…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 16.1.2006