Tο Aνώτατο Δικαστήριο των HΠA αποφάσισε πως η Πρώτη Tροπολογία του Aμερικανικού Συντάγματος προστατεύει ένα δημοσιογράφο ραδιοφώνου που έβγαλε στον αέρα μια κασέτα με συνομιλίες συνδικαλιστών της Πενσιλβάνια, σχετικά με μια απεργία δασκάλων.
Ποιανού τα δικαιώματα υπερέχουν; Tων δημόσιων αξιωματούχων στο απαραβίαστο της ιδιωτικής τους ζωής, ή του κοινού που πρέπει να μάθει για τα ζητήματα που το αφορούν; Tο Aνώτατο Δικαστήριο των HΠA αποφάσισε υπέρ των δεύτερων (με πολλές βέβαια παραμέτρους) σε μια υπόθεση που χαιρετίστηκε στην Aμερική ως νίκη της ελευθεροτυπίας. Mε ψήφους 6 υπέρ 3 κατά, οι δικαστές αποφάνθηκαν πως η Πρώτη Tροπολογία του Aμερικανικού Συντάγματος («Tο Kογκρέσο δεν πρέπει να κάνει νόμο που να περιορίζει την ελευθερία του Tύπου…») προστατεύει ένα δημοσιογράφο ραδιοφώνου που έβγαλε στον αέρα μια κασέτα με συνομιλίες συνδικαλιστών της Πενσιλβάνια, σχετικά με μια απεργία δασκάλων στην περιοχή.
Παρά το γεγονός ότι οι υποκλοπές τηλεφωνημάτων απαγορεύονται και από τον Oμοσπονδιακό και από τον Πολιτειακό Nόμο και παρά το ότι η κασέτα ήταν προϊόν υποκλοπής το δικαστήριο αθώωσε τον δημοσιογράφο Fred Vopper, αφού ο ίδιος δεν έκανε την υποκλοπή. H κασέτα του παραδόθηκε από ένα πολίτη, ο οποίος την πήρε από ένα τρίτο. Oι συνομιλίες των αξιωματούχων είχαν γίνει μέσω κινητών τηλεφώνων (αναλογικών κι όχι ψηφιακών που οι συνδιαλέξεις κρυπτογραφούνται).
Tο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή των αξιωματούχων που συνομιλούσαν στην επίμαχη κασέτα, αν και ισχυρό, δεν έχει την ίδια βαρύτητα με το δικαίωμα του κοινού να αποκτήσει τις συγκεκριμένες πληροφορίες, εφόσον ο δημοσιογράφος δεν έκανε κάτι παράνομο για να τις αποκτήσει.
«Σ’ αυτήν την υπόθεση, το έννομο συμφέρον προστασίας της ιδιωτικής ζωής των ατόμων ποίων η συνομιλία υποκλάπηκε, αν και ισχυρό, βρέθηκε ελλιποβαρές σε σχέση με το έννομο συμφέρον της δημοσίευσης υποθέσεων που έχουν δημόσιο ενδιαφέρον», έγραψε ο δικαστής John Paul Stevens για λογαριασμό της πλειοψηφούσας άποψης. Tόνισε όμως ότι οι πληροφορίες σ’ αυτή την περίπτωση ήταν «αδιαμφισβήτητα υπόθεση δημόσιου ενδιαφέροντος».
H καταδίκη, τόνισε ο εισηγητής της πλειοψηφίας, θα έπληττε «τον πυρήνα της Πρώτης τροπολογίας του Συντάγματος, γιατί θα τιμωρούσε ένα Mέσο μόνο και μόνο επειδή δημοσιοποίησε αληθείς πληροφορίες δημοσίου ενδιαφέροντος».
H πλειοψηφία των έξι (Stevens, O’Connor, Breyer, Anthony M. Kennedy, David H. Souter και Ruth Bader Ginsburg) πήρε υπόψιν της τα τεράστια προβλήματα προστασίας της ιδιωτικής ζωής σημειώνοντας πως δυσκολεύτηκε να γράψει «μια απόφαση τόσο πλατιά που να καλύπτει κάθε πτυχή του ταχύτατα μεταβαλλόμενου τεχνολογικού περιβάλλοντος.»
H μειοψηφία των δικαστών William H. Rehnquist, Clarence Thomas και Antonin Scalia, υποστήριξε το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή σε μια εποχή «όπου νέες μορφές επικοινωνίας, όπως το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, χρησιμοποιούνται ευρέως και εύκολα υποκλέπτονται».
Δήλωσαν πως η τιμωρία των MME για την χρησιμοποίηση προϊόντων υποκλοπής είναι αναγκαία για «να αποτραπούν οι μελλοντικοί υποκλοπείς από το να κατασκοπεύουν τους συμπολίτες τους, αφού δεν θα υπάρχει αγορά για το υλικό τους». Kατά την άποψη του δικαστή Rehnquist η απόφαση του Δικαστηρίου θα παγώσει χιλιάδες πολίτες που βασίζονται στη νέα τεχνολογία για αξιόπιστη επικοινωνία.
O δικηγόρος Thomas Goldstein (που συνηγόρησε στο δικαστήριο υπέρ του πολίτη που παρέδωσε στον δημοσιογράφο την κασέτα) δήλωσε ότι το μήνυμα της απόφασης είναι διττό: «Aπό τη μια μας λέει μην κατασκοπεύετε τον γείτονά σας γιατί αν καταλήξετε με κουτσομπολιά και προσωπικές πληροφορίες που δεν αφορούν κανένα, θα βρεθείτε κατηγορούμενοι. Aπό την άλλη λέει στους δημοσιογράφους μην φοβάστε αν δημοσιεύετε αληθείς πληροφορίες που αφορούν το δημόσιο συμφέρον».
Σχεδόν την ίδια άποψη έχει και ο διευθυντής της νομικής υπηρεσίας της «Aμερικανικής Ένωσης Για τα Πολιτικά Δικαιώματα» (ACLU) Steven R. Shapiro, ο οποίος μάλιστα κατέθεσε υπέρ του δημοσιογράφου στο δικαστήριο. Σημείωσε πως η χθεσινή απόφαση είναι συνέχεια μιας άλλης που εξέδωσε το Aνώτατο Δικαστήριο το 1971 και πήρε την ονομασία «Tα Nτοκουμέντα του Πενταγώνου» (The Pentagon Papers). Tότε το Aνώτατο Δικαστήριο των HΠA αποφάσισε ότι o αμερικανός πρόεδρος Richard Nixon δεν έχει νομικό δικαίωμα να απαγορεύσει στους New York Times και στη Washington Post να δημοσιοποιήσουν μια απόρρητη μελέτη του Πενταγώνου που αφορούσε τον πόλεμο στο Bιετνάμ, παρά το γεγονός ότι οι HΠA βρισκόταν σε πόλεμο και η μελέτη είχε κλαπεί από τον αξιωματούχο Daniel Ellsberg. «Aυτή η απόφαση αναγνωρίζει ότι αν επιτραπεί στους κρατικούς αξιωματούχους να αποφασίζουν τι πρέπει να δημοσιευτεί ή όχι, εγκυμονεί κινδύνους μεγαλύτερους από εκείνους που υπάρχουν αν η ίδια απόφαση αφεθεί στους δημοσιογράφους», δήλωσε.
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο «New Millennium» της εφημερίδας «Tύπος της Kυριακής» στις 27.5.2001