Το κρατικοπαρεμβατικό ιδεολογικό μοντέλο καταρρέει τώρα υπό το βάρος της χρεοκοπίας του κράτους. Άραγε, θα αντικατασταθεί από τη «φιλελεύθερη ορθοδοξία»;. Πιο πιθανό είναι να αντικατασταθεί από ένα αυταρχικό κρατικοπαρεμβατικό μοντέλο. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν προειδοποιεί μόνο για την αύξηση της δυσανεξίας, του ρατσισμού και του φασισμού στην Ελλάδα. Προειδοποιεί και για περισσότερο κρατικό παρεμβατισμό σε τομείς από τους οποίους η γενιά του Πολυτεχνείου τον είχε αποβάλει, δηλαδή στα πολιτικά και στα ατομικά δικαιώματα. Το νέο βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη σκιαγραφεί μια ιστορική περίοδο της χώρας, το τέλος της οποίας μπορεί να προοιωνίζεται μια σκοτεινή δυστοπία. Εκτός εάν, ακόμα μια φορά, βάλει το χέρι όχι ο Θεός αλλά η Ευρώπη.
Γιάννης Βούλγαρης, Η μεταπολιτευτική Ελλάδα 1974-2009, Πόλις, Αθήνα 2013, 518 σελ. (αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου, Η Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση στην παγκοσμιοποίηση, 2008)
Είναι δύσκολη η περιοδολόγηση της ιστορίας. Ο χρόνος δεν κομματιάζεται σύμφωνα με τις ανάγκες συγγραφής ενός βιβλίου και τα συμβάντα κάποια εποχής δεν γεννώνται εν κενώ· είναι το αιτιατά πολλών –σκόρπιων στο παρελθόν– αιτίων. Υπό την έννοια αυτή, ορθώς ο καθηγητής Γιάννης Βούλγαρης ξεκινά την ιστόρηση της Μεταπολιτευτικής Ελλάδας 1974-2009 από το 1949. Αν και «η 24η Ιουλίου του 1974, η ημέρα πτώσης της “δικτατορίας των συνταγματαρχών” και της αποκατάστασης της Δημοκρατίας ανήκει σε εκείνες τις σπάνιες ημερομηνίες που σχεδόν όλοι και όλες, κοινωνικοί επιστήμονες και απλοί πολίτες, θεωρούν “τομή” στην ιστορία μας» πρέπει να εξετάσουμε «συνοπτικά έστω το παρελθόν από το οποίο πήγασε ή καλύτερα ξεκόπηκε η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης».
Υπάρχει όμως κι ένας επιπλέον λόγος για να ιστορηθεί η Ελλάδα της μεταπολίτευσης από το 1949. Το υπονοεί ο συγγραφέας λέγοντας ότι «οι νεότερες γενιές, καθώς έχουν ζήσει μόνο την εμπειρία της ομαλής δημοκρατίας που επί μακρόν επικράτησε μετά το 1974, είναι ασφαλώς δύσκολο να κατανοήσουν τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της μετεμφυλιακής Ελλάδας». Εξ ου και η καθολική απόρριψη αυτής της μεγάλης δημοκρατικής περιόδου, η οποία, κατά τα κοινώς λεγόμενα. «μας έφερε ώς εδώ». Η αλήθεια είναι ότι «η μεταπολίτευση μας έφερε ώς εδώ», αλλά το «ώς εδώ» δεν πρέπει να έχει αρνητικό πρόσημο, συγκρινόμενο τουλάχιστον με την προηγούμενη περίοδο της ιστορίας μας, αυτή που ο Γιάννης Βούλγαρης χαρακτηρίζει «πορεία από τη συμφορά, προς τη συμφορά: από τον Εμφύλιο στη Χούντα». Η μετεμφυλιακή Ελλάδα ζει την εποχή της «περιορισμένης, καχεκτικής, πειθαρχημένης, ελεγχόμενης, δύσκολης, δυσχερούς δημοκρατίας» ή, όπως την ονομάζει ο συγγραφέας, έναν «κοινοβουλευτισμό οριοθετημένο από το “διπλό κράτος” […] Για την πλειοψηφία των πολιτών ίσχυαν οι κανόνες του κράτους δικαίου. Ένα άλλο, όμως τμήμα βρισκόταν εκτεθειμένο στην αυθαιρεσία της εξουσίας και στα “έκτακτα μέτρα” που είχαν πάψει πλέον να είναι έκτακτα, καθώς είχαν ενσωματωθεί στο θεσμικό πλαίσιο και στη διοικητική πρακτική». Το κρεσέντο αυτού του οριοθετημένου κοινοβουλευτισμού ήταν η δικτατορία, η οποία «αποτέλεσε την παροξυστική επέκταση όλων των αντιδημοκρατικών και ανώμαλων στοιχείων που περιέκλειε η μετεμφυλιακή Ελλάδα.»
Η τραγική κορύφωση του μετεμφυλιακού κράτους, δηλαδή η δικτατορία, δεν ήταν, κατά τον συγγραφέα, αναπότρεπτη, αλλά –τέλος πάντων– συνέβη και κατέληξε με την τραγωδία της Κύπρου. Τότε αρχίζει η «μεταπολιτευτική Ελλάδα» που, κατά τον συγγραφέα, «ήταν διαφορετική. Και ασφαλώς ήταν καλύτερη. Η αξιολογική κρίση στην συγκεκριμένη περίπτωση εκφράζει όχι μόνο την “εκ των υστέρων” ιστορική ανασκόπηση, αλλά και το διάχυτο αίσθημα των “συγχρόνων”. Μετά από πολλές τρικυμίες, το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα υπήρξε μια από τις πλέον ειρηνικές και ομαλές περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας. Μια περίοδος δημοκρατικής ομαλοποίησης και ομαλότητας».
Η περίοδος 1974-2009 έχει συνέχειες και ασυνέχειες. Στις συνέχειες υπάρχει το κομματικό σύστημα με την αδιάλειπτη παρουσία των κομμάτων που πρωταγωνίστησαν σ’ αυτό. Επίσης, στις συνέχειες συγκαταλέγονται οι «πολιτικές γενιές», οι οποίες, όπως αναφέρει ο Βούλγαρης «διαμορφώθηκαν από τα έντονα βιώματα είτε κατά τη δραματική μετεμφυλιακή περίοδο είτε κατά την πρώτη φάση της έντονης ιδεολογικοπολιτικής κινητοποίησης της μεταπολίτευσης». Εδώ ο συγγραφέας μάλλον μιλάει με σεμνότητα για τη γενιά του, εκείνη που ονομάστηκε «του Πολυτεχνείου», η οποία, αφού «δολοφόνησε τους γονείς της», βαφτίζοντάς τους «δεινόσαυρους της πολιτικής», κυριάρχησε καθολικά στην εξέλιξη της μεταπολίτευσης κι ακόμη έχει τον πρώτο λόγο. Να σημειωθεί ότι και η επόμενη γενιά, αυτή που ονομάστηκε «της μεταπολίτευσης», κατατρύχεται από τον ιδρυτικό μύθο της πρώτης, εξ ου και το σύνθημα: «Εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία».
Η γενιά «του Πολυτεχνείου», με τις δημοκρατικές ευαισθησίες και τις πολιτικές αγκυλώσεις της, κυριάρχησε στη διαμόρφωση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, και για τα καλά και για τα άσχημα. Και διαμόρφωσε μια σταθερή επί σαράντα χρόνια Δημοκρατία –πρωτοφανές για την Ελλάδα–, αλλά και οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία, κάτι που έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν.
Ο βασικός παράγοντας της χρεοκοπίας ήταν οι αριστερές αγκυλώσεις αυτής της γενιάς που μεγάλωσε σε ένα συγκεντρωτικό δεξιό κράτος. Η γενιά «του Πολυτεχνείου» μεγέθυνε αυτό το κράτος, με ανορθολογικό όμως τρόπο, αφού πρώτος στόχος δεν ήταν η αποτελεσματικότητά του, αλλά ο έλεγχός του και η διόρθωση των αδικιών που είχαν συσσωρευτεί την πρώτη 25ετία μετά τον Εμφύλιο.
Το βασικό όμως είναι ότι ο πυρήνας των αντιλήψεων του πατερναλιστικού κράτους, που ανθεί μετά τον Εμφύλιο, για συγκεκριμένους πολιτικούς λόγους (έλεγχος της κοινωνίας υπό τον φόβο της κομμουνιστικής απειλής), δεν αλλάζει. Τα σποραδικά και ατελή μέτρα αποκέντρωσης που παίρνουν οι κυβερνήσεις, μετά το 1981 (μεταφορά αρμοδιοτήτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, Ανεξάρτητες Αρχές κ.ά.), έχουν πάντα στην ουρά το κράτος χρηματοδότη και, συνεπώς, ελεγκτή. Το κράτος παραμένει ο βασικός διαμορφωτής κάθε δραστηριότητας –ακόμη και ιδιωτικών– υπό το επιχείρημα ότι είναι ο τελικός εγγυητής όχι των κανόνων του παιγνίου (που είναι και λογικό) αλλά των αποτελεσμάτων. Ας μην ξεχνάμε ότι το βασικό επιχείρημα κατά της οικονομικής αυτοτέλειας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης συγκλίνει στο ερώτημα: «και τι θα γίνει αν ένας Δήμος χρεοκοπήσει;»
Γι’ αυτό είναι υπερβολικός (αν μη τι άλλο) ο Βούλγαρης όταν γράφει ότι «το 1985 έληξε και στην Ελλάδα το παράδειγμα οικονομικής-δημοσιονομικής πολιτικής που βασιζόταν στην “κεϋνσιανή ορθοδοξία” και τον εκτεταμένο κρατικό παρεμβατισμό, για να αντικατασταθεί βαθμιαία από τη φιλελεύθερη ορθοδοξία». Αυτό δεν προκύπτει ούτε από τους εθνικούς λογαριασμούς –και οι δαπάνες και η φορολογία του κράτους ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν– αλλά ούτε από τη μετέπειτα πολιτική ιστορία. Ας μην ξεχνάμε ότι η πλέον φιλελεύθερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, αυτή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, έπεσε έπειτα από τρία χρόνια, μεταξύ άλλων λόγων και διότι προσπάθησε να αποκρατικοποιήσει έναν δημόσιο οργανισμό (τον ΟΤΕ). Ακόμη και το 2005, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι το 70% των Ελλήνων ήταν υπέρ της διατήρησης στο κράτος της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Δεν προκύπτει καν από τα συμπεράσματα του βιβλίου του Βουλγαρη, αφού ορθώς σημειώνει στον επίλογο ότι «σαν ειρωνεία της ιστορίας η “νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση” ενσωμάτωσε την Ελλάδα μέσω του Κράτους (σσ. το κεφαλαίο είναι του συγγραφέα) και του κρατικού δανεισμού».
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι το 1985 παρουσιάζονται εκ νέου ρωγμές στο κυρίαρχο κρατικοπαρεμβατικό μοντέλο αφού η χώρα όδευε και πάλι σε χρεοκοπία. Η λύση με το πρόγραμμα λιτότητας που υλοποίησε η τότε κυβέρνηση Παπανδρέου ήταν πολύ πιο κρατικοπαρεμβατική από το ίδιο το πρόβλημα. Όπως αναφέρει και ο Βούλγαρης στο βιβλίο του, η τότε κυβέρνηση έφτασε να διορίσει την ηγεσία της ΓΣΕΕ (δεύτερη φορά κατά τη μεταπολίτευση)\, ενώ νομοθέτησε ακόμη και τις σχέσεις των κοινωνικών εταίρων με το υποχρεωτικό πάγωμα των μισθών και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως της κερδοφορίας τους ή μη. Αυτή η λύση δεν ήταν φιλελεύθερη, επειδή ήταν αντιλαϊκή. Ήταν αμιγώς κρατικοπαρεμβατική.
Ο οικονομικός «φιλελευθερισμός» της Ελλάδας, ολόκληρη αυτή την περίοδο, ήταν κάτι σαν τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού, για τις οποίες έγραφε παλιότερα ο Βούλγαρης:
Η Ελλάδα, πιεζόμενη από την ανάγκη να μη χάσει το τρένο του εκσυγχρονισμού, αποδεικνυόταν δεκτική των εκσυγχρονιστικών τάσεων που έρχονταν από τη Δύση. Αφομοίωνε όμως τις πιο «εύκολες», επιφανειακές και καταναλωτικές όψεις του εκσυγχρονισμού, παρά τα «δυσκολότερα» και απαιτητικότερα παραγωγικά και κοινωνικά μοντέλα… (Γιάννης Βούλγαρης, Η πρόκληση της ηγεμονίας, Πόλις, 2002)
Κάπως έτσι γινόταν και η «φιλελευθεροποίηση» της ελληνικής οικονομίας. Με μετοχοποιήσεις και ουχί αποκρατικοποιήσεις, με απαγόρευση ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων, με χιλιάδες νέους φορείς και οργανισμούς (καμιά εικοσαριά νέα ΑΕΙ) κ.λπ. Το πολιτικό σύστημα, κυριαρχούμενο από τις ιδεοληψίες της γενιάς του Πολυτεχνείου, το καλύτερο που κατάφερε ήταν η περεστρόικα του κρατισμού, δηλαδή η περίοδος 1996-2001, που ονομάστηκε και περίοδος «εκσυγχρονισμού» του ελληνικού κράτους πρωτίστως. Γι’ αυτό, όπως γράφει σήμερα ο Βούλγαρης, «ο “εκσυγχρονισμός” της περιόδου Σημίτη δεν μπόρεσε να καταδυθεί στα βαθύτερα στρώματα της συλλογικής αυτογνωσίας και να στηριχτεί πάνω σε μια στέρεη κοινωνική-ταξική συμμαχία». Πατούσε σε δύο βάρκες, και έπρεπε διαρκώς να λέει συγνώμη για τα δειλά μέτρα ημιφιλελευθεροποίησης της οικονομίας που έπρεπε να πάρει. Είναι χαρακτηριστικό ότι, εκτός των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων (π.χ. αναγραφή θρησκεύματος στις ταυτότητες), το εκσυγχρονιστικό μπλοκ δεν δημιούργησε συγκροτημένη επιχειρηματολογία για τα μέτρα της περιόδου Σημίτη. Το βασικό επιχείρημα ήταν η Ευρώπη. Όπως ακριβώς γίνεται τώρα –με σαφώς μεγαλύτερη ένταση– με την τρόικα. Ο εξοστρακισμός διά της συκοφαντίας του «φιλελεύθερου παραδείγματος» δεν μπόρεσε να δημιουργήσει στην Ελλάδα αξιόπιστο σοσιαλδημοκρατικό παράδειγμα, όπως έγινε π.χ. από τους Νέους Εργατικούς στη Βρετανία.
Το κρατικοπαρεμβατικό ιδεολογικό μοντέλο καταρρέει τώρα υπό το βάρος της χρεοκοπίας του κράτους. Είναι, όμως, ερώτημα αν θα αντικατασταθεί από τη «φιλελεύθερη ορθοδοξία», όπως προανέφερε ο Βούλγαρης. Μπορεί να αντικατασταθεί από ένα αυταρχικό κρατικοπαρεμβατικό μοντέλο. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν προειδοποιεί μόνο για την αύξηση της δυσανεξίας, του ρατσισμού και του φασισμού στην Ελλάδα. Προειδοποιεί και για περισσότερο κρατικό παρεμβατισμό σε τομείς από τους οποίους η γενιά του Πολυτεχνείου τον είχε αποβάλει, δηλαδή στα πολιτικά και στα ατομικά δικαιώματα. Η ακροδεξιά στροφή της ελληνικής κοινωνίας (που φαίνεται και από την άνοδο της Χρυσής Αυγής) μπορεί να σηματοδοτεί το «τέλος της μεταπολίτευσης» και στο πιο πολύτιμο σκέλος της: να βρεθούμε σε μια αυταρχική αλλά κορπορατιστική δημοκρατία, όπου το κράτος θα συνεχίσει να είναι ο κυρίαρχος παίκτης όχι μόνο της οικονομίας αλλά και της κοινωνίας, με τις συντεχνίες (ελέω κράτους) χορτάτες και τη χώρα πιο φτωχή. Εξ άλλου, αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι ενδεικτικό: ολόκληρο το ελληνικό σύστημα (πολιτικό, επιχειρηματικό, συνδικαλιστικό κ.λπ.) αντιδρά περισσότερο –και επιτυχώς– σε μέτρα φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, παρά σε μέτρα περιορισμού των εισοδημάτων όλων των πολιτών. Μπορεί δηλαδή να παγιωθεί η σημερινή κατάσταση, είτε από τα δεξιά (η κυβέρνηση Σαμαρά αυτό κάνει) είτε από αριστερά με μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η τελευταία θα έχει ως εργαλείο αυτό που θαυμάσια περιγράφει ο συγγραφέας, «έναν απλοϊκό και απλουστευτικό μαρξισμό», ο οποίος ουσιαστικά συνεχίζει να παρέχει (και όχι «παρείχε», όπως γράφει ο Βούλγαρης) «τα εννοιολογικά εργαλεία και τα σύμβολα για να δοθεί μια ισχυρή λαϊκιστική αντιπαράθεση του προοδευτικού “εμείς” και του αντιδραστικού “εκείνου”, όποιο περιεχόμενο κι αν έδινε ο καθένας σε μια τέτοια αντίθεση». Οι αφίσες του ΣΥΡΙΖΑ με το σύνθημα «Ή εμείς ή αυτοί» πιστοποιούν τον ενεστώτα του ρήματος «παρέχω». Εξ άλλου, όπως σημειώνει ο Βούλγαρης, «η αριστερή λαϊκιστική αναπαράσταση υπήρξε ιδιαίτερα μαζική, ισχυρή και χαράχτηκε βαθιά στις συλλογικές συνειδήσεις και τις νοοτροπίες των γενεών που κινητοποιήθηκαν πολιτικά την εποχή εκείνη», δηλαδή την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης. Και όχι μόνο εκείνων των γενεών: αν ακούσει κανείς τα συνθήματα που κυριαρχούν στις διαδηλώσεις, τον λόγο του Αλέξη Τσίπρα και των συνομηλίκων του στον ΣΥΡΙΖΑ, τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο, θα δει ότι η παράδοση εκείνων των γενεών παραμένει ζωντανή και ετοιμάζεται να κυβερνήσει.
Το βασικό συμπέρασμα του βιβλίου δεν αποτελεί έκπληξη για όσους διαβάζουν τακτικά τον βαθιά ευρωπαϊστή Γιάννη Βούλγαρη: «Για μια άλλη φορά, αλλά ίσως ακόμη περισσότερο από τις άλλες φορές, το μέλλον της Ελλάδας είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένο με το μέλλον της Ευρώπης. Η εθνική κρίση έδειξε ότι η επιτυχία της Ευρώπης δεν θα σημάνει αυτομάτως και την επιτυχία της Ελλάδας. Αλλά το αντίθετο είναι σίγουρο. Η αποτυχία της Ευρώπης θα ρίξει την Ελλάδα σε σκοτεινές περιπέτειες».
Δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Books’ Journal» Νοέμβριος 2013