Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εννιά μύθους σχετικά με την λειτουργία των Mέσων, που, (δύστυχώς) απ’ ότι φαίνεται παγιώνονται στη συνείδηση του κοινού…
O δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα κινείται μονίμως με τις μπάντες. Σε όλα τα θέματα κυριαρχεί το άσπρο-μαύρο, τα ζητήματα συμπυκνώνονται σε συνθήματα. H ελληνική κοινωνία φτιάχνει μύθους και σύμφωνα με το παραμύθι αρχίζει να προσαρμόζει την πραγματικότητα. Παραδείγματα; Πολλά. Πριν δύο χρόνια οι έλληνες δημοσιογράφοι ήταν οι καλύτεροι του κόσμου (θυμάστε το Κόσοβο; Ήμασταν οι μόνοι έγκυροι σε ολόκληρη την υφήλιο!) Φέτος ξαναγίναμε οι ποταποί – κίτρινοι, λίγο καλύτεροι (στις δημοσκοπήσεις) από τους πολιτικούς. Πριν 10 χρόνια τα Μέσα εθεωρούντο προμαχώνες καταπολέμησης της διαφθοράς (υπόθεση Κοσκωτά), σήμερα είναι συλλήβδην διαπλεκόμενα.
H υπόθεση της Mυκόνου με όλα τα συμπαρομαρτούντα (εξώδικο Λάκη Λαζόπουλου, παράθυρα επί παραθύρων) έφερε στην επιφάνεια ένα μεγάλο κεφάλαιο που αφορά τους σταρ, την ιδιωτική τους ζωή, και τα MME. Aνιχνεύτηκαν κάποιες παράμετροι του ακανθώδους αυτού κεφαλαίου, αλλά κι αυτός ο διάλογος άφησε τη γεύση του ανολοκλήρωτου: κατ’ αρχήν διολίσθησε γρήγορα στη σφαίρα του κουτσομπολιού και όσος έγινε είχε την μορφή συνθηματολογίας (μέχρι και ο σταρ των παραθύρων κ. Aλέξης Kούγιας επέρριψε το λίθο του αναθέματος: «Η τηλεόραση είναι ανθρωποφαγική» φωνασκούσε — μέσω της τηλεόρασης βεβαίως — την επομένη της υπόθεσης, έχοντας προφανώς τη γνώση ενός μακροχρόνιου χρήστη του Mέσου).
Eπειδή τώρα ο δείκτης βρίσκεται στη μπάντα «κακοί δημοσιογράφοι – κίτρινα Mέσα» καλά είναι να ξεκαθαρίσουμε εννιά μύθους σχετικά με την λειτουργία των Mέσων, που, (δύστυχώς) απ’ ότι φαίνεται παγιώνονται στη συνείδηση του κοινού.
Μύθος Νο 1: Aλλο η δημόσια και άλλο η ιδιωτική ζωή των πολιτικών.
Λάθος. Οι πολιτικοί δεν έχουν ιδιωτική ζωή. Όχι γιατί είναι κακοί άνθρωποι, αλλά γιατί την βγάζουν οι ίδιοι στο σφυρί, την χρησιμοποιούν προκειμένου να εκλεγούν. Όταν ένας πολιτικός κάνει δημόσιες εμφανίσεις με την σύζυγο του βγάζει στη φόρα το «καλό» (σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα) πρόσωπο της ιδιωτικής του ζωής. Αν οι δημοσιογράφοι ανακαλύψουν ένα «κακό» στοιχείο της ιδιωτικής τους ζωής (π.χ. ερωμένη) τότε, υποκριτικά, τίθεται θέμα προστασίας τους. Να το θέσουμε πιο λιανά: από την στιγμή που κάποιος πολιτικός τυπώνει στο προεκλογικό του φυλλάδιο την φωτογραφία της ευτυχισμένης οικογένειάς του, ο ψηφοφόρος έχει κάθε δικαίωμα να μάθει πόσο πλαστή είναι αυτή η φωτογραφία, όσο δικαίωμα έχει να μάθει πόσο πραγματικές μπορεί να είναι οι υποσχέσεις του.
Μύθος Νο 2: Η ιδιωτική ζωή των «επωνύμων».
Ισχύει ότι και παραπάνω. Οι σταρ έχουν ιδιωτική ζωή στο βαθμό που την προστατεύουν. Δεν μπορεί να τηλεφωνούν στις εφημερίδες παρακαλώντας τους δημοσιογράφους του κοσμικού ρεπορτάζ να μπουκάρουν στην ιδιωτική τους ζωή (παραβρισκόμενοι π.χ. στη δεξίωσή τους) και να απαγορεύουν στον δημοσιογράφο του αστυνομικού ρεπορτάζ να αναφερθεί το όνομά τους σε μια υπόθεση π.χ. ναρκωτικών. Δεν μπορεί να καλούν τους δημοσιογράφους του life-style να φωτογραφίσουν το σαλόνι τους και να τους απαγορεύσουν να φωτογραφήσουν την κρεβατοκάμαρά τους. Αυτό δεν είναι καν άσκηση λογοκρισίας. Eίναι άσκηση αρχισυνταξίας.
Από την στιγμή που ένα προβεβλημένο πρόσωπο κάνει ένα κομμάτι του ιδιωτικού του βίου μέρος της δημόσιας ζωής, τότε όλος ο ιδιωτικός του βίος είναι μέρος της δημόσιας ζωής. Γιατί δεν ενδιαφέρθηκε, κανείς για την ιδιωτική ζωή π.χ. της Eλένης Kαραϊνδρου; Γιατί η ίδια η μεγάλη καλλιτέχνις δεν την έβγαλε στο σφυρί.
Μύθος Νο 3: Οι νόμοι περί Τύπου φτιάχτηκαν για να προστατευθεί ο απλός πολίτης.
Θα έπρεπε, αλλά η χρήση τους δείχνει το αντίθετο. Εξώδικο με απειλή χρήσης τους δεν έστειλε ο καμαρότος του «Θέραπις», ούτε καν ο καπετάνιος. Το έστειλε ο κ. Λαζόπουλος, που στο κάτω – κάτω της γραφής θα μπορούσε να έχει ώρες εκπομπών σε όλα τα κανάλια της χώρας. Χωρίς υπάρχουν συγκεκριμένες στατιστικές, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι νόμοι περί Τύπου χρησιμοποιήθηκαν κυρίως από δημόσια πρόσωπα για να αποσιωπηθούν θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος.
Μύθος Νο 4: Οι νόμοι περί Τύπου τιμωρούν μόνο τις δημοσιογραφικές υπερβολές.
«Δεν πρέπει να εξετάζουμε την νομοθεσία υπό το πρίσμα των καλών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί σωστά, αλλά υπό το πρίσμα των δεινών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί λάθος» είχε πει ο Lynton Baines Johnson. Ένας νόμος δεν πρέπει να εξετάζεται μόνο υπό το πρίσμα της συγκυρίας, αλλά και της πιθανής μελλοντικής διαδρομής του. Όπως και στην περίπτωση του τρομονόμου, έτσι και στους νόμους περί τύπου κοινωνία έχει να ζυγίσει τρία πράγματα: το έννομο αγαθό που προστατεύει ο νόμος, τις παράπλευρες επιπτώσεις του και την δυνατότητα μελλοντικής χρήσης του για περιορισμό ελευθεριών. Ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι κάθε περιορισμός της ελευθερίας του λόγου, έχει περισσότερες επιβλαβείς επιπτώσεις στη δημοκρατία, από τις θετικές που μπορεί να έχει συγκυριακά.
Μύθος Νο 5: Μόνο οι νόμοι περί Τύπου τιμωρούν τις δημοσιογραφικές υπερβολές.
Αυτό θα γίνει μύθος από την στιγμή που οι Ενώσεις Συντακτών αποφασίσουν να παίξουν τον θεσμικό τους ρόλο. Η τήρηση δημοσιογραφικής δεοντολογίας πρέπει να είναι αποκλειστικό δικαίωμα και δρακόντεια υποχρέωση του σώματος των δημοσιογράφων. Παρά, όμως, την καταφανή αποτυχία δημοσιογράφων και δημοσιογραφικών ενώσεων να τακτοποιήσουν τα του οίκου τους που είχε ως αποτέλεσμα την φαινομενική αναγκαιότητα της ύπαρξης νόμων περί Τύπου, η ύπαρξη αυτών των νόμων μακροχρόνια θα αποδειχθεί επιβλαβής για την Δημοκρατία.
Μύθος Νο 6: Το κοινό επιβραβεύει τον κιτρινισμό.
Βραχυχρόνια. Ας το δούμε σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Μπορούμε να τολμήσουμε την πρόβλεψη ότι ο «Μεγάλος Αδελφός» θα σπάσει ρεκόρ θεαματικότητας. Όχι, όμως γιατί είναι χυδαίο, αλλά γιατί είναι κάτι νέο. Το κοινό δεν διψά για χυδαιότητα, ψάχνει την καινοτομία. Το είδαμε και με τα reality shows. Η κάθοδός τους ήταν εξίσου εντυπωσιακή με την άνοδό τους.
Τότε γιατί ισχύει ο νόμος του Grisham (Σ.Σ.: το κακό νόμισμα διώχνει το καλό από την αγορά) σε ότι αφορά το τηλεοπτικό περιεχόμενο; (Tα κακά προγράμματα, διώχνουν τα καλά από την μικρή οθόνη). Γιατί το κακό καινοτόμο περιεχόμενο είναι πολύ πιο εύκολο να παραχθεί. Το καλό καινοτόμο περιεχόμενο χρειάζεται κεφάλαια, δουλειά, σκέψη. Γι’ αυτό και τα κανάλια βολεύονται με τις εύκολες – χυδαίες – καινοτόμες λύσεις, που μάλιστα υποκριτικά τις βαφτίζουν «επιθυμία του κοινού».
Μύθος Νο. 7: Η δημοσιογραφία χειροτερεύει.
Μια ματιά στις εφημερίδες και στα επίθετα που εκτοξευόταν την εποχή του Εθνικού Διχασμού (1915-1917) αρκεί να αποδείξει την αναλήθεια αυτού του ισχυρισμού.
Μύθος Νο 8: Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι.
Λάθος! Υπάρχουν και αλήτες, υπάρχουν και ρουφιάνοι, υπάρχουν και δημοσιογράφοι. Κατά κανόνα οι πρώτοι είναι οι πλέον προβεβλημένοι με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζουν όλο τον κλάδο. Σήμερα οι Ενώσεις Συντακτών αριθμούν περί τα 3.500 μέλη. Μια χούφτα από αυτούς βγαίνουν στο γυαλί, λιγότεροι χρησιμοποιούν τακτικές show – biz (εντυπωσιθηρία, κιτρινισμός κ.λ.π.) για την τηλεοπτική τους επιβίωση και άνοδο. Μπορεί οι τελευταίοι επιβραβεύονται βραχυχρόνια (και από θεαματικότητες – που είναι το νόμισμα στον κόσμο του θεάματος – και μισθολογικά) αλλά δεν αποτελούν την πλειοψηφία του κλάδου.
Μύθος Νο 9: Η τέταρτη εξουσία.
«Sticks and stones can break my bones…», λένε οι Αμερικανοί: «Τα ξύλα και οι πέτρες μπορούν να σπάσουν τα κόκαλά μου, αλλά οι λέξεις δεν μπορούν να με πειράξουν». Ας μην βαυκαλιζόμαστε οι δημοσιογράφοι και παραμυθιάζουμε το κοινό. Εξουσία χωρίς δυνατότητα χρήσης βίας δεν υπάρχει. H δημοσιογραφία ασκεί επιρροή στο βαθμό που η πολιτική εξουσία δεν παράγει λύσεις για το κοινωνικό σύνολο. Aν το δούμε σε ακραίο (θεωρητικό) πλαίσιο, σε μια κοινωνία που δεν έχει κανένα πρόβλημα η 4η εξουσία είναι ανύπαρκτη.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Media View» τον Iούλιο του 2001