Μέχρι το Μάρτιο το πρόβλημά μας είναι τα ελλείμματα. Η συζήτηση για το χρέος έπεται…
Σε ό,τι αφορά γενικώς τα χρέη ισχύουν -χονδρικά- δύο απόψεις. Η πρώτη λέει καλύτερα να χρωστάς λίγα παρά πολλά. Λογικό και αυταπόδεικτο. Η δεύτερη, όπως το είχε διατυπώσει ο μεγάλος Αμερικανός επιχειρηματίας Πολ Γκετί, υπονοεί το ακριβώς αντίθετο: «Αν χρωστάς στην τράπεζα 100 δολάρια τότε έχεις πρόβλημα. Αν χρωστάς 100 εκατομμύρια δολάρια, τότε η τράπεζα έχει πρόβλημα». Το πρόβλημα με το δημόσιο χρέος της Ελλάδος το 2010 βρισκόταν κάπου ανάμεσα. Χρωστούσε πολλά σε σχέση με το Ακαθάριστο Εθνικό της Προϊόν (126,8%), αλλά πολύ λίγα σε σχέση με τα μεγέθη της παγκόσμιας οικονομίας. Τα 298 δισ. ευρώ ήταν πολλά για τις αδύναμες πλάτες της χώρας, αλλά λιγότερα από το ένα τρίτο του ελλείμματος που είχαν οι ΗΠΑ εκείνη τη χρονιά (1,2 τρισ. δολάρια).
Το βασικότερο πρόβλημα, όμως, ήταν ότι το 2010 το χρέος δεν ήταν το επείγον πρόβλημα. Ακόμη και σήμερα -ή μέχρι τουλάχιστον να δούμε πρωτογενές πλεόνασμα- το πρόβλημα είναι η κάλυψη των ελλειμμάτων. Το ελληνικό κράτος έκαιγε 2 δισεκατομμύρια δολάρια κάθε μήνα περισσότερα απ’ όσα εισέπραττε· εκτός τόκων. Αυτή ήταν η αιμορραγία και με δεδομένο ότι οι αγορές έκλεισαν, το κράτος έπρεπε να βρει τρόπο να καλύψει τα 24 δισ. του πρωτογενούς ελλείμματος μονομιάς, περικόπτοντας δαπάνες και αυξάνοντας τους φόρους. Αν σκεφθούμε πόσο δύσκολη ήταν αυτή η περικοπή σε τέσσερα χρόνια, αν αναλογιστούμε πόσες θυσίες απαιτήθηκαν, μπορούμε να φανταστούμε πόσο καταστροφική θα ήταν η άμεση περικοπή. Αν υπολογίσουμε ότι χάθηκαν τρεις άνθρωποι στη Marfin πριν καν εφαρμοστεί το πρόγραμμα, μπορούμε να φανταστούμε τις κοινωνικές εντάσεις από τις άμεσες περικοπές.
Υπάρχουν κάποιοι που λένε ότι αν «κουρευόταν» το χρέος το 2010, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά σήμερα. Σίγουρα θα ήταν διαφορετικά, αλλά δεν σημαίνει ότι θα ήταν καλύτερα. Μια περικοπή του χρέους -ειδικά αν έπληττε τις ευρωπαϊκές τράπεζες- δεν θα ήταν αποδεκτή από τους εταίρους που φόρτωσαν στους φορολογούμενούς τους 200 δισ. δανεικά για την Ελλάδα, σε μια εποχή που δεν τη δάνειζε κανείς. Το ΔΝΤ -ο μόνος οργανισμός που πριν την Ελλάδα δάνειζε τις χρεοκοπημένες χώρες- έχει ως πάγια τακτική το «κούρεμα» του χρέους όταν αναλαμβάνει προγράμματα διάσωσης, αλλά τα 2 δισ. του ΔΝΤ -είναι ανάλογα με τη συνεισφορά της χώρας στον οργανισμό- που θα παίρναμε δεν έφταναν στην Ελλάδα ούτε για «ζήτω». Το βαρύ πρόγραμμα της τρόικας που είχε ως αντάλλαγμα τα (σε πρώτη φάση) 110 δισ. της βοήθειας θα γινόταν χωρίς τους εταίρους αβάσταχτο· το πρωτογενές έλλειμμα πάλι θα έπρεπε να περικοπεί πιο βάναυσα απ’ ό,τι στα τέσσερα προηγούμενα χρόνια. Η χώρα θα χρεοκοπούσε και τυπικά και εκ των πραγμάτων το χρέος θα «κουρευόταν».
Προς τι, λοιπόν, η τετραετής συζήτηση για το χρέος, όταν το πρόβλημά μας ήταν το έλλειμμα κι αυτό πληρώνουμε μέχρι στιγμής με τα μέτρα; Κουβέντα κι αντιπολίτευση να γίνεται. Η συζήτηση περί επαχθούς χρέους -τι απέγινε εκείνη η επιτροπή που θα το μετρούσε;- βοηθά τους λαϊκιστές να χτίζουν ανώγια και ποσοστά, αλλά δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Τώρα, που η Ελλάδα δεν παράγει νέο χρέος, είναι η ώρα να συζητηθεί το ύψος του προηγούμενου χρέους. Δεν είναι βιώσιμο κι αυτό το ξέρουν όλοι. Η διαπραγμάτευση θα είναι μακρά και σίγουρα οι «μαγκιές» των πάσης φύσεως λαϊκιστών δεν βοηθάνε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 22.1.2014