Ένα βιβλίο του Α. Ανδριανόπουλου για τις μεγάλες μάχες στα μικρά βήματα απελευθέρωσης της αγοράς.
Όταν ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος γύρισε το 1974 από την Γαλλία είχε μια απορία: γιατί στην Ελλάδα κανένα καφέ ή εστιατόριο δεν σέρβιρε φυσικούς χυμούς; Το ανακάλυψε δέκα χρόνια σχεδόν μετά, όταν την περίοδο 1982-1984 έγινε υφυπουργός Εμπορίου. Υπήρχε μια ξεχασμένη αγορανομική διάταξη που επέβαλε στους μαγαζάτορες να πωλούν τους στυμμένους χυμούς στην ίδια τιμή με την απλή πορτοκαλάδα, ασχέτως αν οι φυσικοί χυμοί κόστιζαν περισσότερα σε χρήμα και κόπο απ’ ότι το άνοιγμα μιας απλής πορτοκαλάδας. Το αποτέλεσμα της «προστασίας των καταναλωτών από την αισχροκέρδεια» ήταν να μην σερβίρονται πουθενά φυσικοί χυμοί προς όφελος των εταιριών εμφιάλωσης, οι οποίες πουλούσαν περισσότερα αναψυκτικά. «Δεν πρόλαβα τότε να την καταργήσω», είπε ο κ. Πάγκαλος σε μια φιλική παρέα, «αλλά ευτυχώς έγινε υπουργός εμπορίου ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος και την κατήργησε». Το 1992…
Αυτό είναι ένα παράδειγμα απελευθέρωσης της αγοράς που έκανε ως υπουργός ο κ. Ανδριανόπουλος. Υπάρχουν κι άλλα πολλά που περιγράφονται στο βιβλίο του «Οι Περιπέτειες του Φιλελευθερισμού στην Ελλάδα» (εκδόσεις Αρμός). Σ’ αυτό, πέρα από τις εσωκομματικές μάχες που έδωσε εντός της ΝΔ για να εκσυγχρονιστεί το κόμμα, περιγράφει ιλαροτραγικές ιστορίες κατεστημένων συμφερόντων που πολεμούσαν κάθε απελευθέρωση. Όπως και το πρώτο άνοιγμα επαγγέλματος στην Ελλάδα, που έκανε ως υπουργός Πολιτισμού. Λίγοι θυμούνται ότι μέχρι το 1980 για να γίνει κάποιος ηθοποιός χρειαζόταν την άδεια του κράτους! Τότε το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ έσκουζαν για τα δεινά που θα επέφερε η απελευθέρωση του επαγγέλματος. Μόνο η Μελίνα ήταν υπέρ αλλά όχι δημοσίως: «Μην μας ακούς που φωνάζουμε», είπε συνωμοτικά στον νεαρό τότε υπουργό κ. Ανδριανόπουλο. «Με τίποτα μην κάνεις πίσω».
Οι μεγάλες μάχες απελευθέρωσης της αγοράς, όχι μόνο ενάντια στην αντιπολίτευση αλλά πρωτίστως ενάντια στο κόμμα του, δόθηκαν την περίοδο που ο κ. Ανδριανόπουλος ήταν υπουργός Εμπορίου. «Όταν κατάργησα το δελτίο τιμών στα οπωροκηπευτικά κατάργησα ουσιαστικά απόφαση του Γερμανού Φρούραρχου της Αθήνας που είχε εκδοθεί στην Κατοχή και είχε θεσπιστεί για την καταπολέμηση των μαυραγοριτών!»
Το 1989 ο φιλελεύθερος (και κατά την αριστερή φρασεολογία «υπηρέτης του κεφαλαίου») κ. Ανδριανόπουλος αποφάσισε να καταργήσει τις κρατικές επιδοτήσεις των αλευροβιομηχάνων. «Συνάντησα την αντίδραση όχι μοναχά μερίδας της κυβέρνησης αλλά και την ηγεσίας της Αριστεράς (σ.σ. Με την οποία τότε συγκυβερνούσε στα πλαίσια της οικουμενικής) Ιστορικοί ηγέτες του κομμουνιστικού και ανανεωτικού μαρξιστικού χώρου είχαν την πεποίθηση ότι εξασφάλιζαν φτηνό ψωμί για τις μάζες ενισχύοντας οικονομικά τους …αλευροβιομήχανους. “Μα, οι επιδοτήσεις δεν προέρχονται από την φορολογία που και πάλι οι πολίτες υφίστανται;” υπήρξε η αφελής αντίδρασή μου. “Ναι, αλλά αυτό δεν φαίνεται”, ήταν η “προοδευτική” απάντηση…» Η «προστασία» της τιμής του ψωμιού και το «καλό φαίνεσθαι» των πολιτικών έκανε τους αλευροβιομήχανους λίγο πιο πλούσιους σε βάρος των φορολογούμενων.
Εκείνη την περίοδο στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων δινόταν η μεγάλη «μάχη της φραντζόλας». Γραφόταν πύρινα άρθρα για το «ψωμάκι του φτωχού» που το απειλούσε η «ανάλγητη απελευθέρωση της αγοράς». Ένα μεγάλο όπλο σ’ αυτή την μάχη ήταν ένα φούρνος που λειτουργούσε στο υπόγειο του υπουργείου Εμπορίου στον οποίο -προφανώς μόνιμοι ΔΥ φουρνάρηδες- έψηναν ψωμί «για να γνωρίζουν έτσι το κόστος των υλικών και να καθορίζεται αγορανομικά η σωστή τιμή του»
Σ’ αυτές τις μάχες όμως ήταν χωρίς συμμάχους. «Απογοητεύτηκα», γράφει ο ίδιος, «από ορισμένες θέσεις των εμπόρων, που τους θεωρούσα φυσικούς συμμάχους μιας πολιτικής αγορών χωρίς ρυθμίσεις. Τους έδωσα το δικαίωμα να αποφασίζουν αυτοί για τις εκπτώσεις και δεν τους άρεσε! Προτιμούσαν ημερομηνίες καθορισμένες από το κράτος κι αυτοί κάθε χρόνο να πιε΄ζουν για παρατάσεις… ώστε να είναι το κράτος που θα εισπράττει ανέξοδα γι’ αυτούς την όποια δυσαρέσκεια των μελών τους!»
Γενικώς, όλοι, επιχειρηματίες κι εργαζόμενοι, ήθελαν την βολή του κράτους χωρίς πολλές σκοτούρες. Με τον νόμο 2000/1992 για την ιδιωτικοποίηση οργανισμών προβλέφθηκε η απόδοση μιας εταιρίας, απαλλαγμένης από βάρη, στους εργαζόμενους για να την διαχειριστούν μόνοι τους. «Αποκαλυπτική ήταν η στάση των εργαζόμενων στα χρεοκοπημένα πλέον μεταλλεία Σκαλιστήρη στην Εύβοια. Ζητούσαν κρατική ενίσχυση 1,5 δισ. δρχ. για να συνεχίσει, όπως έλεγαν, με κερδοφορία (σ.σ. κάτι σαν τα σημερινά αμυντικά συστήματα). Τους πρότεινα να πάρουν απολυόμενοι τις αποζημιώσεις τους (6 δισ. περίπου) και να τους παραχωρήσουμε χωρίς χρέη την εταιρία για να την λειτουργήσουν μόνοι τους. Η απάντηση ήταν αποστομωτική: “Να ρισκάρουμε, δηλαδή, τα δικά μας χρήματα;»
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 15.12.2013