Συγκλονιζόμαστε πολύ και κανείς δεν έχει τον χρόνο να κάνει σωστά τη δουλειά του. Αν αλλάζαμε λίγο κάθε φορά που συγκλονιζόμαστε πολύ, σίγουρα δεν θα φτάναμε ώς εδώ.
Είναι εκπληκτικό αλλά στις διαδηλώσεις ούτε τα συνθήματα δεν αλλάζουν. Το φασιστικό «μπάτσοι, γουρούνια δολοφόνοι», το φρικιαστικό «το αίμα κυλάει εκδίκηση ζητάει» και το μελό «Αλέξη ζεις εσύ μας οδηγείς» έχουν ηλικία, όσο η μεταπολίτευση. Ο αποκαλούμενος «αντιεξουσιαστικός» χώρος διαρκώς ανακυκλώνεται. Δεν αλλάζει ιδέες, αλλά δεν αλλάζει και συνθήματα. Είναι πλέον νεκρός γι’ αυτό και οι σπασμοί του γίνονται όλο και πιο βίαιοι. Οταν δεν έχεις κάτι καινούργιο να πεις, πρέπει να καταστρέψεις περισσότερα για να σε προσέξει ο άλλος.
Είναι πολλοί που δηλώνουν συγκλονισμένοι και γι’ αυτό πρέπει να αναρωτηθούμε: τι μάθαμε από τις επτά μέρες που συντάραξαν τη χώρα; Πόσο αλλάξαμε μετά από αυτό το ξέσπασμα της βίας και της οργής;
Για τους δημοσιογράφους δεν έχουμε να πούμε πολλά. Είναι μέρος της δουλειάς μας (ή, στην περίπτωση της τηλεόρασης, του σεναρίου) ο συγκλονισμός. Είμαστε διαρκώς συγκλονισμένοι από τα τροχαία, μέχρι τις καταλήψεις και από τις αιχμές που άφησε ένας πολιτικός μέχρι την πτώση μιας κυβέρνησης. Με τόσους απανωτούς συγκλονισμούς πότε να προλάβουμε να αλλάξουμε;
Για παράδειγμα: Την Κυριακή, μετά το φονικό, το Mega αλλοίωσε το ερασιτεχνικό βιντεάκι του φόνου. Πρόσθεσε κραυγές διαδηλωτών και σπασίματα πριν από τους πυροβολισμούς. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το έκανε για να ενισχύσει την εκδοχή της αστυνομίας, ότι ο πιστολέρο δεχόταν επίθεση από εξαγριωμένο πλήθος. Κάποιοι άλλοι ότι ήθελε να κάνει πιο δραματικό το, έτσι κι αλλιώς, τραγικό γεγονός. Αυτή η αλλοίωση της πραγματικότητας -παράδοση στα ελληνικά ΜΜΕ- από μόνη της θα συγκλόνιζε τον δημοσιογραφικό κόσμο οποιασδήποτε χώρας. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, έγινε ολόκληρη συζήτηση και υπήρξαν κυρώσεις όταν το περιοδικό «Time» έβγαλε στο εξώφυλλό του λίγο πιο σκουρόχρωμο τον τότε κατηγορούμενο για δολοφονία O.J. Simpson. Στην Ελλάδα, ούτε η ΕΣΗΕΑ δεν έβγαλε μια ανακοίνωση καταδίκης.
Μήπως, όμως, άλλαξαν οι κυβερνώντες και η αστυνομία μετά τα φριχτά γεγονότα; Ακούσαμε δηλώσεις καταδίκης του φονικού και τις συνήθεις εξηγήσεις περί «μεμονωμένου περιστατικού». Οσοι όμως είδαν πλάνα από τις πρώτες συλλήψεις διαδηλωτών, πρέπει να επεσήμαναν το γεγονός ότι σε κάθε δύο αστυνομικούς που κρατούσαν ένα συλληφθέντα προσετίθετο ένα σμάρι κρανοφόρων, οι οποίοι τους κλοτσούσαν και τους χτυπούσαν με τα κλομπ. Αν δεν ήταν τραγικό θα ήταν αστείο: η Πολιτεία δεν ασκεί τη νόμιμη βία για να προλάβει το κακό, αλλά εξαντλείται στην παράνομη βία σε συλληφθέντες που δεν αποτελούν πλέον απειλή για τη ζωή ή την περιουσία των πολιτών. Το χειρότερο είναι ότι αυτό δεν απασχολεί κανένα. Ο κύκλος της ανομίας διευρύνεται διαρκώς και η βία των μεν γίνεται άλλοθι για τους δε και αντίστροφα.
Πολλοί αναρωτιούνται «πώς φτάσαμε ώς εδώ;» Μια εξήγηση είναι ότι μπορεί να συγκλονιζόμαστε πολύ και κανείς δεν έχει τον χρόνο να κάνει σωστά τη δουλειά του. Αλήθεια! Ελέγχει κανείς τις νταλίκες για παράνομα φορτία στην Εθνική; Διότι και το 2003 είχαμε συγκλονιστεί με τον άδικο χαμό 21 παιδιών στα Τέμπη, επειδή κάποιος νταλικιέρης δεν έδεσε σωστά το φορτίο του και η Τροχαία δεν τον ήλεγξε. Γι’ αυτό αν αλλάζαμε λίγο κάθε φορά που συγκλονιζόμαστε πολύ, σίγουρα δεν θα φτάναμε ώς εδώ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 21.12.2008