Για να ξαναμπεί η οικονομία σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης, 500-800 χιλιάδες άνθρωποι θα πρέπει να αλλάξουν δουλειά σε σύγκριση με ό,τι έκαναν το 2007.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ο καπιταλισμός. Για την ακρίβεια, η απουσία του. «Στην Ελλάδα ούτε πρωταρχική συσσώρευση είχε προϋπάρξει, ώστε να αναπτυχθούν μεγάλες επιχειρήσεις του τύπου της βιομηχανικής επανάστασης, ούτε υπάρχουν συνθήκες ανταγωνισμού του σύγχρονου καπιταλισμού», γράφει ο κ. Αρίστος Δοξιάδης στο βιβλίο του «Το αόρατο ρήγμα. Θεσμοί και συμπεριφορές στην ελληνική οικονομία». «Σχεδόν όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι είτε προμηθευτές του Δημοσίου είτε πάροχοι βασικών υπηρεσιών (τράπεζες, τηλεφωνία, διανομή ενέργειας) που δεν είναι διεθνώς εμπορεύσιμοι». Αντιθέτως, στον ιδιόμορφο ελληνικό καπιταλισμό, με 57% αυτοαπασχολούμενους ή απασχολούμενους σε επιχειρήσεις κάτω των 10 ατόμων (στην Ευρώπη των «27» ο δείκτης είναι 30%, στη Γερμανία 18%, στη Δανία –η οποία κόντεψε να γίνει πρότυπό μας– 20%) διαμορφώθηκαν νοοτροπίες που έγιναν θεσμοί, οι οποίοι φρενάρουν την ελληνική οικονομία.
Η ανάλυση του κ. Δοξιάδη, όπως ρητώς αναφέρει ο ίδιος, εντάσσεται στο νεοθεσμικό ρεύμα. «Στο ρεύμα αυτό οι θεσμοί (τυπικοί και άτυποι) καθώς και οι νοοτροπίες ορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά των ανθρώπων, των επιχειρήσεων, και των κυβερνήσεων, και εξηγούν γιατί μερικές χώρες ευημερούν κι άλλες όχι». Το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι οι ιδιομορφίες της –όλες οι χώρες είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ιδιόμορφες–, αλλά κατά πόσο αυτές οι ιδιομορφίες δημιουργούν βιώσιμο οικονομικό μοντέλο. Στην Ελλάδα, πρακτικά αποδείχθηκε ότι οι ιδιομορφίες οδήγησαν το καράβι στα βράχια. Καλό είναι λοιπόν να τις δούμε από κοντά, αποφεύγοντας τις τεχνοκρατικές ή αριστερές αφαιρέσεις, που φτιάχνουν ωραία μοντέλα στη θεωρία, τα οποία δεν υπάρχουν στην πραγματική ζωή.
Το «αόρατο ρήγμα» στην ελληνική οικονομία είναι οι διαφορετικές νοοτροπίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ εκείνων των οικονομικών υποκειμένων που δραστηριοποιούνται σε διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους (επηρεάζονται δηλαδή από τον διεθνή ανταγωνισμό) και των άλλων που δραστηριοποιούνται σε μη εμπορεύσιμους διεθνώς κλάδους· από τις υπηρεσίες των αυτοαπασχολούμενων (κομμωτήρια, δικηγόροι κ.λπ.) μέχρι τράπεζες, εταιρείες τηλεφωνίας κ.λπ. «Η στρατηγική του επιχειρηματία των εμπορεύσιμων κλάδων εστιάζεται στα ερωτήματα: Σε ποια αγορά μπορώ να στοχεύσω; Είμαι καλύτερος και φθηνότερος από τον ξένο ανταγωνιστή; Τι αλλαγές πρέπει να κάνω στο προϊόν και στην παραγωγή για να μη μου πάρουν την αγορά; Ενώ ο επιχειρηματίας των μη εμπορεύσιμων κλάδων εστιάζει σε ερωτήματα όπως: Πόσες άδειες θα δοθούν στους ανταγωνιστές μου; Πόσες μέρες εκπτώσεων θα επιτραπούν φέτος; Τι περιθώριο κέρδους θα μου ορίσει το υπουργείο;».
Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι, κατά τον κ. Δοξιάδη, ότι «επί τριάντα τουλάχιστον χρόνια η μία ομάδα συρρικνωνόταν και η άλλη διογκωνόταν. Από τον εμπορεύσιμο τομέα χάθηκαν πολλά επαγγέλματα, ιδίως στη βιομηχανία, κι έφυγαν εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες. Από τον μη εμπορεύσιμο δεν είχε χαθεί τίποτε μέχρι το 2010, και οι αριθμοί, σχεδόν σε κάθε επάγγελμα, διογκώνονταν… Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, που ήταν σχεδόν το μεγαλύτερο στην Ευρώπη επί τουλάχιστον είκοσι χρόνια, σήμαινε ότι τα μη εμπορεύσιμα επαγγέλματα μπορούσαν να καταναλώνουν εισαγόμενα προϊόντα, χωρίς αντίστοιχα να υπάρχει μεγάλη παραγωγή στους εγχώριους εμπορεύσιμους κλάδους».
Αυτό συνέβαινε διότι το κράτος δανειζόταν από τις διεθνείς αγορές και δημιουργούσε εισοδήματα, προσόδους, συμβόλαια κ.λπ. που δημιουργούσαν κατανάλωση. Το χειρότερο όμως δεν είναι αυτό. «Η διόγκωση και οι πρόσοδοι του μη εμπορεύσιμου τομέα στην Ελλάδα επιβάρυναν τον εμπορεύσιμο με διάφορους τρόπους. Οι ανάγκες χρηματοδότησης του πρώτου (φόροι και τραπεζικά δάνεια) στερούσαν πόρους από τον δεύτερο. Το υψηλό κόστος των μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών (μεταφορές, ενέργεια, δικηγόροι κ.λπ.) επιβάρυνε όλες τις επιχειρήσεις. Η νομοθεσία φτιαχνόταν στα μέτρα των προστατευμένων (σ.σ. οι οποίοι μετακυλούσαν το κόστος στον έτσι κι αλλιώς εξασφαλισμένο πελάτη τους) και οι ανταγωνιστικοί δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν… Η μόνη άμυνα για τους εμπορεύσιμους κλάδους, όταν δεν έκλειναν ή δεν μετακόμιζαν, ήταν η φοροδιαφυγή, η ελάχιστη επένδυση, η χαμηλή ποιότητα. Η “φθηνή ανάπτυξη” έγινε μονόδρομος για όλες τις απροστάτευτες επιχειρήσεις, εφόσον η αυστηρή ρύθμιση και το ακριβό κράτος δεν τους άφηναν άλλο περιθώριο. Με τον τρόπο αυτό, οι δύο τομείς, αντί να λειτουργούν συμπληρωματικά, μπήκαν σε διαδικασία αλληλοκαταστροφής…».
«Μπήκαμε στην κρίση», παρατηρεί ο κ. Δοξιάδης, «με μια οικονομία στρεβλή, από την οποία έλειπαν οι επιχειρήσεις που παράγουν, εξάγουν και προσαρμόζονται στις παγκόσμιες αλλαγές. Δεν θα βγούμε αν δεν δημιουργηθούν πολλές νέες μονάδες αυτού του είδους… Για να ξαναμπεί η οικονομία σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης, 500-800 χιλιάδες άνθρωποι θα πρέπει να αλλάξουν δουλειά σε σύγκριση με ό,τι έκαναν το 2007 -δηλαδή το 10-15% του εργατικού δυναμικού. Δεν αρκεί να αρχίσουν να δουλεύουν πιο παραγωγικά, πιο έντιμα, πιο έξυπνα, πιο πολύ. Πρέπει να δουλεύουν σε άλλο αντικείμενο. Οι δουλειές που αναγκαστικά θα χαθούν είναι στους διεθνώς μη εμπορεύσιμους κλάδους. Οι νέες δουλειές θα πρέπει να είναι στους εμπορεύσιμους».
Για να γίνει όμως αυτό, απαιτείται να ενστερνιστούμε έξι παραδοχές:
1. Οι μεγάλες επιχειρήσεις χρειάζονται: «Το κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα θα ήταν αρκετά υψηλότερο αν το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεών μας ήταν διπλάσιο, με την ίδια έστω κλαδική σύνθεση».
2. Η διαφοροποίηση χρειάζεται: η πολιτική δεν πρέπει να επικεντρωθεί μόνο στην ανάπτυξη των κλάδων όπου προβλέπουν κάποιοι ότι θα έχουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα. «Η ανάπτυξη είναι μια διαδικασία διαφοροποίησης και όχι εξειδίκευσης… Αν το κράτος αποκλείσει την ποικιλομορφία, ουσιαστικά μπλοκάρει την ανάπτυξη».
3. Οι μικρές επιχειρήσεις είναι (και) το μέλλον. «Η Ελλάδα θα εξακολουθεί να είναι κατά βάση η χώρα των μικρών μονάδων… Είναι απόλυτη ανάγκη η δημόσια πολιτική να επιτρέπει και να ενθαρρύνει τις μικρές μονάδες να λειτουργούν αναπτυξιακά».
4. Οι οικογενειακές στρατηγικές της μεταπολίτευσης είναι ανεκμετάλλευτος πλούτος. Π.χ. «τα επιστημονικά επαγγέλματα, στα οποία έχουν υπερεπενδύσει οι ελληνικές οικογένειες, μπορούν να βρουν ρόλο στην εξωστρεφή οικονομία αν απελευθερωθούν ορισμένες μορφές επιχειρηματικής δραστηριότητας.
5. Οι στοχευμένες παρεμβάσεις μπορούν να αποδώσουν, αν είναι απλές και με προφανές όφελος.
6. Το κοινωνικό κράτος ενισχύει την ανάπτυξη μόνο αν καλύπτει ανθρώπους και όχι επαγγέλματα, συνεπώς «επείγει να αναδιαμορφωθεί το σύστημα παροχών (συντάξεις, υγεία, ανεργία), ώστε να μην κάνει διακρίσεις με βάση το επάγγελμα και την εργασιακή κατάσταση, Δηλαδή κυρίως: να ενωθούν τα ταμεία συντάξεων, να ανοίξει το δημόσιο σύστημα υγείας σε όλους τους κατοίκους της χώρας και να ενισχυθούν οι πόροι για τους ανέργους. Το κράτος, μόνο αν απελευθερώσει τα πρόσωπα από τον συντεχνιακό τους προσδιορισμό, θα μπορέσει να τα στηρίξει σε όλες τις δοκιμασίες και τις περιπέτειες που θα βιώσουν προσπαθώντας να χτίσουν νέες δουλειές».
Ιnfo
Αρίστος Δοξιάδης, «Το αόρατο ρήγμα. Θεσμοί και συμπεριφορές στην ελληνική οικονομία», εκδ. Ικαρος.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 19.1.2014