Οπως κανείς δεν μπορούσε να ξέρει πού θα οδηγούσε η λύση του Γουτεμβέργιου, έτσι σήμερα δεν φανταζόμαστε πού οδηγεί η νέα τεχνολογία.
Οταν ο Ιωάννης Γουτεμβέργιος συναρμολογούσε το 1439 την πρώτη τυπογραφική πρέσα, δεν ήξερε ότι θα άλλαζε τον κόσμο. Δεν το ήθελε καν. Το έκανε για να κερδίσει χρήματα και πιθανότατα για να αποπληρώσει τους επενδυτές που του χρηματοδότησαν ένα προηγούμενο ανόητο εγχείρημα. Εκείνη την εποχή έφτιαχνε καθρέφτες από στιλβωμένο μέταλλο που είχαν τη «μαγική» ιδιότητα να αντανακλούν το αόρατο ιερό φως από θρησκευτικά λείψανα. Η επιχείρηση έπεσε έξω διότι η μεγάλη συλλογή σκηνωμάτων του Καρλομάγνου, που ήταν να εκτεθεί στο Ααχεν της Γερμανίας το 1439, αναβλήθηκε λόγω πλημμυρών και ο Γουτεμβέργιος έπρεπε να βρει κάτι άλλο για να αποζημιώσει τους επενδυτές του.
Η «απελευθέρωση της γνώσης από τα μοναστήρια», όπου αναπαράγονταν χειρογράφως μόνο όσα έργα κρίνονταν αρκούντως «ιερά», είναι εκ των υστέρων αποτιμήσεις της γουτεμβεργιανής επανάστασης. Η τυπογραφία ήταν το καύσιμο της Αναγέννησης. Δημιούργησε τη μαζική παιδεία. Βοήθησε να κυριαρχήσει η επιστήμη έναντι των θρησκευτικών προλήψεων, παρά το γεγονός ότι η Βίβλος ήταν το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε (πάλι για εμπορικούς λόγους: είναι το απόλυτο best seller όλων των εποχών). Η ίδια η Εκκλησία δεν κατάλαβε ποτέ πόσο διαβρωτικός ήταν για την ισχύ της ο εκδημοκρατισμός της γνώσης που έφερναν τα τυπογραφεία· τα στήριξε δίνοντας μαζικές παραγγελίες για συγχωροχάρτια. Πάλι για εμπορικούς λόγους…
Οπως κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τον 15ο αιώνα πού θα οδηγούσε η λύση του Γουτεμβέργιου (για να αποπληρώσει τους επενδυτές του), έτσι και σήμερα δεν μπορούμε να φανταστούμε πού οδηγεί τις κοινωνίες μας η νέα τεχνολογία. Βεβαίως είμαστε περισσότερο υποψιασμένοι από τότε. Η ιστορία της επιστήμης και της τεχνολογίας επιτρέπει τουλάχιστον να καταλάβουμε ότι ο κόσμος αλλάζει συθέμελα, εξαιτίας διάφορων τεχνολογικών εργαλείων που κρατάμε στα χέρια μας· ένα κινητό τηλέφωνο σήμερα έχει μεγαλύτερη υπολογιστική ισχύ απ’ όλους τους υπολογιστές που χρησιμοποίησε το 1969 η NASA για να στείλει τον άνθρωπο στο φεγγάρι. Εκτός αυτού, η διείσδυση των νέων τεχνολογιών στην κοινωνία γίνεται πολύ ταχύτερα από ποτέ. Πριν από δέκα χρόνια δεν υπήρχε το Facebook. Το 2008 είχε 100 εκατομμύρια χρήστες. Τον Μάρτιο του 2013 έφτασε το 1,2 δισεκατομμύριο χρήστες. Για να έχει ηλεκτρικό το 10% του πληθυσμού των ΗΠΑ πέρασαν 39 χρόνια· για να συνδεθεί στο Ιnternet 8 χρόνια και για να αποκτήσει tablet 2,5 χρόνια. Για να φτάσει το τηλέφωνο από το 10% στο 40% του πληθυσμού απαιτήθηκαν 39 χρόνια· για να έχει smartphone το 40% των κατοίκων των ΗΠΑ χρειάστηκαν 3 χρόνια.
Η διάχυση αυτών των εργαλείων αλλάζει -πολλές φορές χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε- τον τρόπο που δουλεύουμε, επικοινωνούμε, μαθαίνουμε, φλερτάρουμε κ.λπ. Αλλάζει συμπεριφορές παρανόμων· σήμερα η διείσδυση σε μια τράπεζα δεδομένων μπορεί να αποδειχθεί πιο αποδοτική από τη ληστεία μιας κανονικής τράπεζας. Αλλάζει η δομή ισχύος· δεν είναι μικρό πράγμα να βλέπει κανείς τον πρόεδρο μιας υπερδύναμης να κάνει διάγγελμα εναντίον μιας μικρής ομάδας hackers των Wikileaks που δημοσιοποίησαν τις αναφορές στρατιωτικών και διπλωματών των ΗΠΑ. Αλλάζει ο τρόπος παραγωγής υπηρεσιών και προϊόντων που έχει διασπαρεί σε κάθε γωνιά της οικουμένης. Αλλάζουν οι σχέσεις ιδιοκτησίας στους προσοδοφόρους πληροφοριακούς τομείς, αλλά και η έννοια της ιδιοκτησίας καθαυτή· ένα χωράφι, ένα εργοστάσιο μπορεί να οριστεί και να προστατευτεί, μια πολύτιμη πληροφορία ή ιδέα όχι.
Κανείς δεν ξέρει πώς θα καταλήξει ο νέος τεχνολογικός μας κόσμος. «Η πρόβλεψη είναι δύσκολη. Ειδικά για το μέλλον», είχε πει ο μεγάλος Δανός φυσικός Νιλς Μπορ. Είναι εντυπωσιακό ότι παρ’ όλες αυτές τις νέες δυνατότητες συλλογής και ανάλυσης απεριόριστων ποσοτήτων με στοιχεία, οι ικανότητές μας για πρόβλεψη δείχνουν πιο περιορισμένες από ποτέ. Φαίνεται ότι η ανθρώπινη φύση επιμένει πάνω απ’ όλα σ’ ένα στοιχείο: το μυστήριο. Πιο αναλυτικός ήταν ο Ρότζερ Κόεν των New York Times: «Είναι εντυπωσιακό ότι παρ’ όλες αυτές τις νέες δυνατότητες συλλογής και ανάλυσης απεριόριστων ποσοτήτων με στοιχεία, οι ικανότητές μας για πρόβλεψη δείχνουν πιο περιορισμένες από ποτέ. Φαίνεται ότι η ανθρώπινη φύση επιμένει πάνω απ’ όλα σε μια ποιότητα: το μυστήριό της. Είναι όμως ανακουφιστικό ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα γίνει. Για να παραφράσω τον Κίρκεργκορ, ο χρόνος πάει μπροστά αλλά η κατανόηση προς τα πίσω. Και όπως παρατήρησε ο σκηνοθέτης Ζαν-Λικ Γκοντάρ, μια ταινία πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος, αλλά όχι αναγκαστικά με αυτή τη σειρά».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 29.12.2013