Η απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας είναι το μεγάλο έλλειμμα στην τρίχρονη προσπάθεια ανάταξης της χώρας.
Οταν με το καλό ο κ. Αντώνης Σαμαράς ανταποδώσει την επίσκεψη του Ιρλανδού πρωθυπουργού Εντα Κένι, θα πρέπει να κάνει μια κυριακάτικη βόλτα στο Δουβλίνο. Θα βρει πολλά μαγαζιά ανοιχτά, να ψωνίσει ό,τι τραβά η ψυχή του, μιας κι εκεί δεν υπάρχει νομοθετημένο ωράριο. Θα βρει αλυσίδες φαρμακείων, αλλά και πολλά μικρά, αφού στην Ιρλανδία δεν έχουν πιάσει το υποδεκάμετρο για να προστατεύουν όσους πρόλαβαν να πάρουν την άδεια. Καλά είναι να μιλήσει και με τους ταξιτζήδες, για να διαπιστώσει ότι παίρνουν την άδεια με αυστηρά κριτήρια· σε ό,τι αφορά την παροχή υπηρεσιών, αλλά όχι πληθυσμιακά. Θα δει πολλά και θα καταλάβει ότι, για «να ακολουθήσει η Ελλάδα το επιτυχημένο πρότυπο της Ιρλανδίας», δεν αρκούν οι χαμηλοί συντελεστές φορολογίας «ώστε να μετατραπεί η κρίση σε επιτυχία», όπως δήλωσε ο κ. Σαμαράς. Η Βουλγαρία έχει ακόμη χαμηλότερους συντελεστές, αλλά ουδείς κηρύσσει ότι όνειρό του είναι να κάνει την Ελλάδα, Βουλγαρία του Νότου. Το επιτυχημένο ιρλανδικό πείραμα προϋποθέτει απελευθέρωση της οικονομίας και όχι απλώς flat tax rate που ονειρεύεται ο Ελληνας πρωθυπουργός. Αφήστε δε το γεγονός ότι ακόμη και στην Ιρλανδία δεν υπάρχει ένας συντελεστής εισοδημάτων αλλά και δεύτερος για τα υψηλά εισοδήματα (πάνω από 41.800 ευρώ ανά ζευγάρι).
Η απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας είναι το μεγάλο έλλειμμα στην τρίχρονη προσπάθεια ανάταξης της χώρας και το μεγάλο πρόβλημα που θα βρούμε μπροστά μας. Διότι, ναι μεν είναι εύλογη η αισιοδοξία που αναπτύχθηκε τον τελευταίο καιρό λόγω καλύτερων δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, αλλά η αναπαραγωγή του υπάρχοντος μοντέλου σε χαμηλότερα επίπεδα δεν εγγυάται το βιώσιμο της σταθεροποίησης. Επειτα από πολλές θυσίες του ελληνικού λαού οι αριθμοί βελτιώνονται, αλλά όχι η οικονομία. Οποιοσδήποτε θέλει να επιχειρήσει σήμερα στην Ελλάδα θα έχει τον μεγάλο βραχνά του κράτους, εκατοντάδες περιορισμούς και χιλιάδες διατάξεις, που θα του κάνουν τη ζωή δύσκολη.
Με άλλα λόγια, αυτό που επιτύχαμε από τον Μάιο του 2010 είναι να φέρουμε τη ζωή μας στα μέτρα της οικονομίας μας, με όσα δραματικά συνεπάγεται αυτό. Δεν καταφέραμε να ξεκολλήσουμε την οικονομία, για να τη φέρουμε στα επίπεδα της ζωής που θέλουμε. Για να το επιτύχουμε αυτό, χρειάζονται πολλές παρεμβάσεις που το (δέσμιο σε επιμέρους πελατειακές ομάδες) πολιτικό σύστημα δεν τολμάει να κάνει. Και αυτό δεν αφορά μόνο τη δομή και διάρθρωση του Δημοσίου, όπου σε ζητήματα αξιοκρατίας οπισθοχωρούμε. Αφορά κάθε πτυχή του κοινού μας βίου, όπου δυστυχώς η σκιά του κράτους είναι βαριά. Αφορά τις αδειοδοτήσεις των νέων επιχειρήσεων, τη λειτουργία τους, το φορολογικό σύστημα που συνεχίζει να είναι δαιδαλώδες, αφορά ακόμη και τις εισφορές στην Εργατική Εστία, η οποία καταργήθηκε, αλλά εργαζόμενοι και εργοδότες συνεχίζουν να την πληρώνουν.
Γι’ αυτό είναι καλά να κλείσουμε τα αυτιά μας στα περί «θωρακισμένης οικονομίας», που εσχάτως άρχισαν να ξανακούγονται. Η οικονομία μας έγινε βιώσιμη και όχι ισχυρή. Αν και δείχνει κάποια σημάδια κινητικότητας, παραμένει στην εντατική, έχοντας τα σωληνάκια των εταίρων να την κρατούν στη ζωή.
Ηρθε η στιγμή να αφήσουμε την οικονομία να πετάξει. Αυτό σημαίνει δομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες τον τελευταίο χρόνο έχουν παγώσει. Μπορεί να τις κάνει η τρικομματική κυβέρνηση υπό τον κ. Σαμαρά; Πιθανώς. Ο πρωθυπουργός μάς εξέπληξε θετικά μία φορά συνεχίζοντας το σταθεροποιητικό πρόγραμμα που προηγουμένως λυσσαλέα πολεμούσε. Ισως μπορεί να το ξανακάνει.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 26.5.2013