Η αξιολόγηση όσων θέλουν να σπουδάσουν είναι αναγκαία. Το ερώτημα είναι ποιος θέτει τα κριτήρια της αξιολόγησης.
Εντάξει! Να στεναχωρηθούμε για το γεγονός ότι 55.000 υποψήφιοι μένουν εκτός πανεπιστημίων και ΤΕΙ, αλλά μήπως πριν πρέπει να ανησυχήσουμε διότι το 46% των υποψηφίων δεν κατάφεραν να γράψουν πάνω από την βάση; Μήπως πρέπει να προβληματισθούμε διότι οι μισοί απ’ όσους εκπαιδεύτηκαν επί δώδεκα έτη δεν μπόρεσαν να γράψουν τα στοιχειώδη που ζητούνται στις εξετάσεις; Διότι οι πανελλήνιες δεν εξετάζουν πλέον ούτε την κρίση, ούτε την ευρύτητα των γνώσεων όσων θέλουν να μπουν στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Την ικανότητα αποστήθισης ενός περιορισμένου αριθμού σελίδων κακογραμμένων σχολικών βιβλίων ελέγχουν.
Η συζήτηση που ξεκίνησε για το «δέκα» είναι περισσότερο περί όνου σκιάς. Δηλαδή, του χρόνου (θυμηθείτε το: λόγω των φετινών αντιδράσεων τα θέματα θα είναι ευκολότερα για να γεμίσουν τα ΤΕΙ της Περιφέρειας), θα έχουμε καλύτερα εκπαιδευμένους νέους;
Δυστυχώς, το πρόβλημα της Παιδείας είναι βαθύτερο και πιο σύνθετο από τον αριθμό όσων εισάγονται σε ΑΕΙ και ΤΕΙ. Και τα συνολικά μέτρα που παίρνει κάθε κυβέρνηση διορθώνουν κάποιες πτυχές, αλλά αποδιοργανώνουν άλλες. Για παράδειγμα: ένα στοιχείο που δεν μπαίνει καθόλου στον δημόσιο διάλογο είναι -όσο και αν φαίνεται παράξενο- η… απορροφητικότητα των κονδυλίων της Ε.Ε. Στη μεγέθυνση της τεχνολογικής εκπαίδευσης συνετέλεσε, εκτός της αποκέντρωσης και των ρουσφετιών, το μόνιμο άγχος να μεγιστοποιηθεί το άρμεγμα των κοινοτικών ταμείων.
Φυσικά δεν είναι λογικό να δημιουργούνται ΤΕΙ ανθοκομικής επειδή η Ε.Ε. χρηματοδοτεί προγράμματα για να προωθήσει και διά της εκπαίδευσης εναλλακτικές καλλιέργειες. Αλλά σάμπως είναι λογικό να υπάρχει το τμήμα Διεθνών Σπουδών του Παντείου, όταν έχουμε περισσότερους διεθνολόγους απ’ όσους μπορεί μια φυσιολογική οικονομία να απορροφήσει; Με άλλα λόγια, όταν το πεδίο της εκπαίδευσης είναι τόσο ρευστό, κάθε απόφαση που λαμβάνεται κεντρικά δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί λογικά. Μέχρι να αντιληφθεί η γραφειοκρατία τις ανάγκες και να ανταποκριθεί, οι δράσεις της είναι ήδη παρωχημένες.
Τα προβλήματα λοιπόν της παιδείας δεν προέρχονται από το γεγονός ότι μένουν εκτός πολλοί ή λίγοι υποψήφιοι. Σε όλο τον κόσμο συμβαίνει αυτό. Δεν είναι καν το γεγονός ότι παλιότερα έμπαιναν σχεδόν όλοι. Το πρόβλημα είναι πως οι συνολικές λύσεις που δίνει κάθε υπουργός παιδείας δεν απαντούν στις εξειδικευμένες ανάγκες της εποχής. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση λύνουν λάθος προβλήματα.
Η αξιολόγηση όσων θέλουν να σπουδάσουν είναι αναγκαία. Τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ δεν μπορούν να είναι ξέφραγα αμπέλια, για να εισέρχονται ακόμη και εκείνοι που δεν γνωρίζουν τις τέσσερις πράξεις. Το ερώτημα είναι ποιος θέτει τα κριτήρια της αξιολόγησης: το υπουργείο ή τα ίδια τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που ξέρουν ποιους φοιτητές χρειάζονται;
Το έχουμε επισημάνει και παλιότερα και αυτό είναι αίτημα και των πρυτάνεων. Πρέπει να μεταφερθεί στα ΑΕΙ και ΤΕΙ η επιλογή των φοιτητών που θα δεχθούν ανά έτος. Το υπουργείο θα πρέπει να περιοριστεί στη διεξαγωγή αδιάβλητων εισαγωγικών εξετάσεων. Οχι σε έξι, αλλά σε όλα τα μαθήματα, συν πιθανώς κάποια τεστ δεξιοτήτων. Κάθε πανεπιστημιακό τμήμα μπορεί να δέχεται φοιτητές οι οποίοι θα έχουν εξετασθεί σε ένα συνδυασμό μαθημάτων, μαθήματα που φυσικά θα έχει προσδιορίσει (και θα σταθμίζει) η σχολή. Κάθε υποψήφιος θα επιλέγει τα μαθήματα που θα δώσει αναλόγως των σχολών που στοχεύει. Το υπουργείο θα κάνει τις εξετάσεις και τα ΑΕΙ και ΤΕΙ θα επιλέγουν από τους εξετασθέντες όποιους τους κάνουν. Ετσι, αν μη τι άλλο, θα γλιτώσουμε και την ετήσια φασαρία για τις βάσεις.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 26.8.2006