Τι είναι Δημοκρατία, τι είναι ο κανόνας της πλειοψηφίας, τι είναι τα δικαιώματα της μειοψηφίας, τι είναι παρανομία, τι είναι νόμιμη βία, ποια είναι τα όρια της τελευταίας, πως ασκείται το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής.
Τον Φεβρουάριο του 2009 συμμετείχα σε μια εκδήλωση στο Πάντειο με τίτλο «Τα ΜΜΕ τον Δεκέμβριο». Ήταν δύο μήνες μετά τα νεοδεκεμβριανά. Στο άκουσμα της λέξης «βανδαλισμοί» ένας νέος διέκοψε την ομιλήτρια κ. Πέρσα Ζέρη για να φωνάξει ότι «βανδαλισμός δεν είναι η εξέγερση. Βανδαλισμός είναι η υποταγή».
Φυσικά ούτε η εξέγερση είναι βανδαλισμός, ούτε η υποταγή. Ειναι εντελώς διαφορετικά πράγματα. Αλλά, τότε κατάλαβα ότι το πρώτο λοιπόν που χάσαμε ως κοινωνία είναι οι λέξεις. Έτσι φτάσαμε να θεωρείται «συμβολική βία» ο προπηλακισμός των πολιτικών, «αντίσταση» η πυρπόληση καταστημάτων και εργοταξίων, «δημοκρατικό δικαίωμα» οι καταλήψεις και αποκλεισμοί δρόμων, «χούντα» η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το χειρότερο δε είναι ότι ειδικά στους νέους τα πάντα θεωρούνται βία, εκτός από την βία καθ’ αυτή. Θα διαβάσετε αναλύσεις ακόμη και για την «βία» που ασκούν οι καθαροί τοίχοι στα πανεπιστήμια. Μην μιλήσουμε για την «βία» που εξ ορισμού ασκεί ο καπιταλισμός.
Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι γλωσσολογικό. Δεν είναι απλώς ότι δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. Είναι ότι στην τόση μεταφορική βία που κυκλοφορεί στον δημόσιο διάλογο, δεν μπορούμε να διακρίνουμε την πραγματική βία. Χειρότερα: η έκκληση της μεταφορικής «βίας» κάνει πολλούς να θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν πραγματική βία.
Όλοι έχουμε ακούσει τους νεολογισμούς για την «βία της φτώχειας». Βεβαίως η φτώχεια είναι ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα που πρέπει να λυθεί. Αλλά είναι διαφορετικό κοινωνικό πρόβλημα από την βία. Απόδειξη αυτού είναι ότι είχαμε τα μεγαλύτερα επεισόδια στην Αθήνα πριν γίνει η φτώχεια μάστιγα. Απόδειξη επίσης αυτού είναι ότι δέρνοντας τον Κωστή Χατζηδάκη δεν έγινε ο λαός πιο πλούσιος.
Όμως είναι πολλοί εκείνοι που δικαιολογούν τις βίαιες πράξεις τους με το επιχείρημα ότι τους ασκείται η «βία της φτώχειας». Το χειρότερο δε είναι ότι είναι περισσότεροι εκείνοι που τους πιστεύουν.
Στην Ελλάδα η βία διαχύθηκε πρώτα στον λόγο και μετά στους δρόμους. Κάθε κακό ή κάθε θεωρούμενο κακό χαρακτηρίζεται βία. Οι αγορές θεωρούνται «βία σε βάρος των αδύναμων», τα αυτοκίνητα «βιάζουν την καθημερινή μας ζωή», τα σχολεία «βιάζουν τον ψυχισμό των παιδιών», οι καθηγητές «βιάζουν τα όνειρα των νέων» κ. λπ. Οταν η έννοια της βίας γίνει καθημερινή καραμέλα, τότε αρχίζει η δικαιολόγηση της πραγματικής βίας. Οταν εμπεδωθεί η άποψη ότι η αγορά είναι βία, τότε πολλοί και δη κάποιοι νέοι θα πιστέψουν ότι το κάψιμο των καταστημάτων είναι αυτοάμυνα. Οταν ο λόγος θεωρηθεί «βίαιος», τότε η βίαιη διακοπή του (είτε με σύλληψη, είτε με γιαούρτωμα, είτε με προπηλακισμό και χειροδικία) λογίζεται νόμιμη.
Μαζί με τις λέξεις βέβαια χάνουμε και τις έννοιες. Εκεί έξω υπάρχουν παιδιά, πολλά παιδιά, που δεν ξέρουν τι είναι Δημοκρατία, τι είναι ο κανόνας της πλειοψηφίας, τι είναι τα δικαιώματα της μειοψηφίας, τι είναι παρανομία, τι είναι νόμιμη βία, ποια είναι τα όρια της τελευταίας, πως ασκείται το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής. Δεν ξέρουν δηλαδή τους βασικούς κανόνες της συμβίωσης των ανθρώπων.
Ξοδεύουν ώρες για τα θρησκευτικά αλλά δεν μαθαίνουν τους δημοκρατικούς κανόνες. Το μάθημα της αγωγής του πολίτη είναι παραπεταμένο. Οι νέοι άνθρωποι διαμορφώνονται ως πολίτες στο πεζοδρόμιο από συνθήματα «νόμος είναι το δίκιο του τάδε…», «Βία στην βια» της εξουσίας, της αστυνομίας, της φτώχειας, του μνημονίου, «να καεί, να καεί…» κ.λπ.
Υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα δημοκρατικής παιδείας στην Ελλάδα το οποίο καλύπτουν όχι οι ακραίοι, αλλά οι παραλογισμοί. Ακούμε δηλαδή καθηγητές πανεπιστημίου να ισχυρίζονται ότι η νομιμότητα παράγεται με κάποιου τύπου καθημερινά δημοψηφίσματα στο πεζοδρόμιο, και ότι οι νόμοι είναι άδικοι «όταν οι κυρώσεις που προβλέπει δεν μπορούν να επιβληθούν ακριβώς επειδή ο πολιτικός κόσμος φοβάται την αντίδραση της κοινωνίας». Ως «κοινωνία» συνήθως λογίζονται καμιά σαρανταριά φωνασκούντες ή και τραμπούκοι που δεν επιτρέπουν στα συμβούλια διοίκησης των ΑΕΙ να συνεδριάσουν εντός των πανεπιστημιακών χώρων
Ακούμε πάρα πολλές σοφιστείες που μασκαρεύονται σαν επιχειρήματα. Πολλοί δεν θέλουν να διακρίνουν τη διαφορά μεταξύ της τρομοκρατίας και της αντίστασης σε μια δικτατορία. Η αλήθεια είναι ότι οι δικτάτορες διαχρονικά και σε όλο τον κόσμο βαφτίζουν τους αντιστασιακούς, «τρομοκράτες». Αυτή είναι μια φανταστική εξίσωση. Σύμφωνα με το κοινωνικό συμβόλαιο, που δεν μαθαίνουν τα παιδιά, οι πολίτες μιας χώρας παραχωρούν στο κράτος κάποιες από τις ελευθερίες τους (βασικά την ελευθερία να κάνουν ότι γουστάρουν) για να μπορέσουν να συμβιώσουν. Ως αντάλλαγμα στην ελευθερία που παραχωρούν έχουν το δικαίωμα στην ασφάλεια. Η επιβολή μιας δικτατορίας είναι η διάρρηξη αυτού του κοινωνικού συμβολαίου, είναι μια βίαιη σε βάρος όλων των πολιτών πράξη. Ο Τζον Λοκ λέει σχηματικά ότι ένας δικτάτορας παραβιάζει το βασικό στοιχείο του Κοινωνικού Συμβολαίου. Αντί να προστατεύει τους πολίτες από την βία, ασκεί ο ίδιος στους πολίτες βία. Συνεπώς η βία της αντίστασης λογίζεται αυτοάμυνα των πολιτών σε ένα βίαιο καθεστώς και όχι τρομοκρατία, εξ ου και η επιταγή του άρθρου 120 του Συντάγματος που λέει: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».
Αυτή η βασική αρχή που πρωτοδιατυπώθηκε στο τέλος του 18ου αιώνα και εμπέδωσαν όλες οι δημοκρατικές κοινωνίες της Δύσης για να μπορούν να συμβιώνουν, στην Ελλάδα κανείς δεν την μαθαίνει. Και όχι μόνο δεν την μαθαίνει γίνεται κι απίστευτη σπέκουλα.
Κατ’ αρχάς είναι να γελά κανείς όταν αριστεροί χρησιμοποιούν την ψευδή εξίσωση των δικτατόρων, αντιστασιακός ίσον τρομοκράτης και αντιστρέφοντας την νομίζουν ότι παράγουν κάποια αλήθεια.
Εκτός αυτού η αντιστροφή μιας ψευδούς εξίσωσης δεν παράγει μια αληθή εξίσωση. Παράγει επίσης μια ψευδή εξίσωση. Επειδή ακριβώς σε μια δικτατορία οι αντιστασιακοί δεν είναι τρομοκράτες για τον ίδιο ακριβώς λόγο και σε μια δημοκρατία οι τρομοκράτες δεν είναι αντιστασιακοί. Στην δημοκρατία ισχύει ο κανόνας της πλειοψηφίας. Η πλειοψηφία μπορεί πολλές φορές να κάνει λάθος, αλλά δεν έχουμε άλλο τρόπο να διοικούμαστε. Πρέπει να σεβαστούμε την θέληση των περισσοτέρων. Η βία σε μια δημοκρατική κοινωνία -ακόμη και αν χρησιμοποιείται για να υποστηριχθεί το θέσφατο- έχει στόχο να τρομοκρατήσει την πλειοψηφία, να βιάσει τη θέλησή της. Είναι τρομοκρατία.
Πάνω σ’ αυτή την εννοιολογική θολούρα διακινούνται πολλοί παράπλευροι μύθοι. Αν ψάξετε τα κοινωνικά δίκτυα θα βρείτε πολλά ευφάνταστα μοντάζ νέων ανθρώπων που παρουσιάζουν π.χ. τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Αλέκο Παναγούλη κ.ά. να κρατά ένα πλακάτ που λέει «όχι στην βία». Γράφονται αναλύσεις ότι και στην Γαλλική Επανάσταση ασκήθηκε βία συνεπώς εκείνα τα καλόπαιδα που κατεβάζουν τζαμαρίες είναι κάτι σαν τους «αβράκωτους» του 1789.
Κανείς όμως δεν εξηγεί ότι και στην τουρκοκρατία, και στο καθεστώς του Λουδοβίκου, και στο τσαρικό καθεστώς πριν το 1917 δεν υπήρχε άλλος τρόπος αλλαγής της πορείας του τόπου. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν μπορούσε να ψηφίσει για να απαλλαγεί από την διοίκηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνεπώς και η ελληνική επανάσταση του 1821 και η Γαλλική και η Ρώσικη του 1917 (στην πρώτη της φάση, πριν το Οκτωβριανό πραξικόπημα του Λένιν) ήταν καθ’ όλα νόμιμες. Η βία ήταν η αυτοάμυνα της πλειοψηφίας απέναντι στην απολυταρχία μειοψηφιών.
Η άλλη σπέκουλα που γίνεται διαρκώς και χρησιμοποιείται για να δικαιολογηθεί η βία είναι η χρήση του άρθρου 120 του Συντάγματος. Πολλοί είναι εκείνοι που το χρησιμοποιούν για να «αντισταθούν δυναμικά» σε ένα «κακό νόμο», ένα «άδικο νόμο», ένα «αντισυνταγματικό νόμο». Κατ’ αρχάς να συμφωνήσουμε ότι δεν υπάρχουν καλοί νόμοι. Υπάρχουν οι νόμοι που αποφασίζει η πλειοψηφία και αυτοί, επειδή αυτοί κατά κανόνα είναι προϊόν συμβιβασμών επιμέρους μειοψηφιών, ποτέ δεν ικανοποιούν καθ’ ολοκληρία κανέναν. Ούτε καν τον εισηγητή τους, ο οποίος αναγκάζεται στις επιτροπές ή στην Ολομέλεια να τους αλλάζει.
Το καλό με την Δημοκρατία είναι ότι έχει εκείνους τους μηχανισμούς αν αλλάζει τους «κακούς», «άδικους», «αντισυνταγματικούς» νόμους. Η συνταγματικότητα κρίνεται στα δικαστήρια και όχι στο πεζοδρόμιο. Οι κακοί νόμοι αλλάζουν με την διαμόρφωση νέων πλειοψηφιών, δηλαδή με πολιτική δραστηριότητα. Κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να επικρίνει ένα νόμο και να προτείνει κάποιον άλλο, να διαμαρτυρηθεί για την απόφαση της πλειοψηφίας, αλλά μόνο λεκτικά. Δεν μπορεί επειδή θεωρεί -έστω εύλογα- άδικο ένα νόμο να μην τον εφαρμόζει. Έτσι με δεδομένο ότι κανένας νόμος δεν ικανοποιεί κανέναν ολοκληρωτικά οδεύουμε στη ζούγκλα. Δεν θα υπάρχει νόμος που εφαρμόζεται απ’ όλους, αφού ακόμη και οι εισηγητές τους δεν θα είναι ικανοποιημένοι από το τελικό αποτέλεσμα.
Βεβαίως η σύγχρονη φιλελεύθερη πολιτική θεωρία προβλέπει και το δικαίωμα της δημόσιας ανυπακοής. Ένας πολίτης έχει δικαίωμα να μην τηρήσει έναν νόμο που θεωρεί άδικο. Σύμφωνα όμως με τον μεγάλο φιλόσοφο της Δικαιοσύνης Τζον Ρολς, μια πράξη δημόσιας ανυπακοής προϋποθέτει τρία πράγματα.
Πρώτον, η πράξη να είναι δημόσια. Η διάρρηξη ενός σπιτιού το βράδυ δεν είναι δημόσια ανυπακοή στον Ποινικό Κώδικα που απαγορεύει την κλοπή. Για τον ίδιο λόγο δεν μπορεί η δημόσια ανυπακοή να γίνεται από κουκουλοφόρους. Η πολιτική ανυπακοή χρειάζεται ως έσχατο μέσον διαμαρτυρίας του ατόμου στις αποφάσεις της πλειοψηφίας, που έχει όμως σαν στόχο να αλλάξει γνώμη η πλειοψηφία. Εξ άλλου ούτε η Αντιγόνη -την οποία επικαλούνται πολλοί- φορούσε κουκούλα όταν αντιτάχθηκε στην απόφαση του Κρέοντα.
Δεύτερη προϋπόθεση της πολιτικής ανυπακοής, είναι η πράξη να μην εμπεριέχει βία.
Τρίτη προϋπόθεση και ιδιαίτερα σημαντική είναι ότι, ο ίδιος ο παραβάτης να επιδιώξει τη δίωξή του, ώστε διά της δίκης να δημοσιοποιηθεί ευρύτερα το αίτημά του ή και να ανατραπεί από τη δικαστική εξουσία μια άδικη απόφαση της νομοθετικής.
Στην Ελλάδα, όπως γίνεται με όλα τα πράγματα, παίρνουμε το μισό –αυτό που μας συμφέρει– κομμάτι της έννοιας. Θέλουμε το πρώτο στοιχείο του Ρολς αλλά όχι το τρίτο. Χειροκροτούμε την «ανυπακοή» ως δημοκρατική κατάκτηση, αλλά όχι μόνο δεν επιζητούμε τη δίωξη ως πολιτικό μέσο (ώστε να μεγιστοποιήσουμε επικοινωνιακά την αντίθεσή μας σε έναν νόμο), αλλά την καταγγέλλουμε ως «πολιτικό διωγμό». Αυτό δείχνει ότι η «ανυπακοή» που κηρύσσουν πολλοί δεν έχει στόχο την δημοκρατική αλλαγή της κοινωνίας, αλά την δημιουργία κοινωνικού μπάχαλου.
Σπέκουλα γίνεται και με το οξύμωρο της «συμβολικής βίας». Κάποιοι λένε ότι το κάψιμο της ελληνικής σημαίας σε μια διαδήλωση είναι συμβολική βία, κάποιοι άλλοι λένε ότι το γιαούρτωμα κάποιου είναι συμβολική βία. Κάνουν λάθος και οι δύο. Το κάψιμο της ελληνικής σημαίας είναι ένας συμβολισμός και (με δεδομένο ότι αυτός που έκανε την πράξη την έχει αγοράσει μόνος του) δεν εμπεριέχει καθόλου βία. Δεν έχει φυσικές επιπτώσεις σε τρίτους. Το γιαούρτωμα αν και είναι μικρές οι φυσικές επιπτώσεις σε εκείνο που το δέχεται, είναι βία και συνεπώς δεν πρέπει να θεωρείται συμβολισμός. Ο συμβολισμός, ο λόγος, η έκφραση πρέπει να είναι ελεύθερη. Ο (έστω χαμηλής έντασης) τραμπουκισμός πρέπει να πατάσσεται.
Άλλη μία κακοποιημένη έννοια, που όμως έχει πραγματικά αποτελέσματα είναι η νόμιμη βία. Εδώ η σπέκουλα γίνεται σε δύο επίπεδα. Πρώτον επικοινωνιακά. Μια εικόνα βίας -ακόμη κι αν προέρχεται από όργανο της τάξης, ή μάλλον στην Ελλάδα ειδικά αν προέρχεται από όργανο της τάξης- σοκάρει. Αυτό το σοκ χρησιμοποιείται εντέχνως για αν απονομιμοποιηθεί η νόμιμη βία.
Το δεύτερο και πιο ουσιαστικό είναι ότι πολλάκις η ελληνική αστυνομία χρησιμοποιεί παράνομη βία. Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Φυσικά και θα χρησιμοποιήσουν γκλομπ και δακρυγόνα τα ΜΑΤ όταν κάποιοι προσπαθούν να μπουκάρουν στην Βουλή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να χρησιμοποιούν τα γκλομπ ανάποδα, η να χρησιμοποιούν βία μετά την σύλληψη των ταραχοποιών ή των κατηγορουμένων.
Ας μην ξεχνάμε ένα πράγμα: αυτά τα παιδιά που είναι στα σώματα ασφαλείας είναι προϊόντα της ίδιας παιδείας με τα άλλα παιδιά που είναι απέναντι στα σώματα ασφαλείας. Οι πρώτοι δεν μπορούν να διακρίνουν τα όρια της νόμιμης βίας, όπως και οι άλλοι δεν διακρίνουν την ανάγκη της νόμιμης βίας.
Έτσι έχουμε πάρα πολλά κρούσματα παράνομης βίας των αστυνομικών τα οποία κατ’ αρχάς τροφοδοτούν την βία. Είναι εκπληκτικό πως κουρσεύεται κάθε διαδήλωση από τις μικρές ομάδες ταραχοποιών: μια μικρή ομάδα με κράνη επιτίθεται στα ΜΑΤ, αυτά αντιδρούν άκριτα και γενικευμένα και ξαφνικά όλοι οι διαδηλωτές στρέφονται κατά της αστυνομίας. Αυτό το παιγνίδι παίζεται χρόνια, τροφοδοτεί την αντιπαλότητα και απονομιμοποιεί την νόμιμη βία.
Το πρόβλημα όμως δεν περιορίζεται εκεί. Είναι πάρα πολλές οι φορές που επιτελείς της ΕΛΑΣ βγάζουν μόνοι τους τα μάτια τους, όταν τα κλείνουν σε περιπτώσεις παράνομης βίας. Οι ΕΔΕ της ελληνικής αστυνομίας έγιναν ανέκδοτο. Για να δικαστούν κάποιοι άνθρωποι του Λιμενικού που βασάνιζαν μετανάστες στην Κρήτη έπρεπε πρώτα να γίνει πανευρωπαϊκός ντόρος και να καταδικαστεί η Ελλάδα από το Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου. Είναι πολλές οι εικόνες που δείχνουν παρανομούντες πολίτες (και όχι κατά τύχη Χρυσαυγίτες) να «επιχειρούν» κατά διαδηλωτών πετώντας πέτρες. Η ατιμωρησία στα σώματα ασφαλείας δεν τροφοδοτεί μόνο την βία, αλλά και την απέναντι παρανομία. Κάθε γενιά διαδηλωτών μεγαλώνει με τις δικές της διηγήσεις περί αστυνομικής αυθαιρεσίας. Πόσο καιρό θα κάνει στους επιτελείς στης αστυνομίας να καταλάβουν, ότι κλείνοντας τα μάτια στην παράνομη βία παίζουν το παιγνίδι των κουκουλοφόρων, οι οποίοι σημειωτέον είναι απίστευτα παραγωγικοί στην προπαγάνδα;
Όλα όσα προανέφερα δεν εμπεριέχουν καμιά πρωτοτυπία. Είναι κοινοτοπία στις δημοκρατικές χώρες της Δύσης. Πιθανώς κι αυτή η εκδήλωση να είναι περίεργη για μια δυτική κοινωνία διότι τα θέματα περί Βίας, Πολιτών και θεσμών διδάσκονται στα σχολεία και όχι στην Παλαιά Βουλή.
Κάποιοι πρέπει να καλύψουν αυτό το έλλειμμα της δημοκρατικής παιδείας στον τόπο μας. Να εξηγήσουν στα παιδιά τι είναι Δημοκρατία, τι είναι ο κανόνας της πλειοψηφίας, τι είναι τα δικαιώματα της μειοψηφίας, τι είναι παρανομία, τι είναι νόμιμη βία, ποια είναι τα όρια της τελευταίας, πως ασκείται το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής. Δεν ξέρω ποιος μπορεί να αναλάβει αυτή την δουλειά. Ο κ. Αρβανιτόπουλος φοβούμενος μάλλον το πολιτικό κόστος προτάσσει τα θρησκευτικά από την Αγωγή του Πολίτη. Αυτό σημαίνει ότι απομένει η κοινωνία των πολιτών· πιθανώς η ΟΝΝΕΔ μαζί με άλλες νεολαιίστικες οργανώσεις πρέπει να οργώσουν τα σχολεία, τις καφετέριες, τα κοινωνικά δίκτυα και να πουν στην νεολαία τα δημοκρατικά αυτονόητα.
Ομιλία στην ημερίδα «Βία, θεσμοί και πολίτες» που διοργανώθηκε από την ΟΝΝΕΔ. Αθήνα 16.10.2013