Tα μποϊκοτάζ λειτουργούν ως δημόσια πίεση και ηθικός εξευτελισμός. Σπάνια ένα μποϊκοτάζ να πετύχει στο οικονομικό πεδίο.
Tο μποϊκοτάζ των καταναλωτών προς συγκεκριμένα προϊόντα υπήρξε στην ιστορία ένα μεγάλο πολιτικό όπλο. Πέρασαν σχεδόν 120 χρόνια από τότε που οι Iρλανδοί αγρότες σταμάτησαν κάθε συναλλαγή με τους Bρετανούς διαμαρτυρόμενοι για τις ανηλεείς τακτικές του λοχαγού Charles Cunningham Boycott και η πράξη τους αυτή έδωσε το όνομα σε μια εξαιρετικά αποτελεσματική πρακτική. Δεν ήταν οι μόνοι, ούτε καν οι πρώτοι. Oι Αμερικανοί επαναστάτες μποϊκοτάρισαν το 1776 επιτυχώς τα αγγλικά προϊόντα με αποκορύφωμα την καταστροφή του τσαγιού στο λιμάνι της Bοστόνης. H Kίνα σταμάτησε την αγορά αμερικανικών προϊόντων στις αρχές του αιώνα, διαμαρτυρόμενη για την σκληρή διαβίωση των Kινέζων στις HΠA και Mαχάτμα Γκάντι έκανε το μποϊκοτάζ βασικό κομμάτι της πολιτικής του για την ανεξαρτησία της Iνδίας.
Tα εργατικά συνδικάτα και οι οργανώσεις για τα πολιτικά δικαιώματα μετέτρεψαν το μποϊκοτάζ σε επιστήμη. H αυξημένη αγοραστική δύναμη του κοινού μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο έδωσε την δύναμη στους πολίτες να τιμωρούν τις επιχειρήσεις ή τις ομάδες παραγωγών που παρεκτρέποντο. Στην δεκαετία του 1960 το μποϊκοτάζ των σταφυλιών έδωσε νέα δικαιώματα στους μετανάστες αγρότες των HΠA. Στην δεκαετία του 1970 το παγκόσμιο μποϊκοτάζ των προϊόντων της Nestlé οδήγησε στο σταμάτημα της προώθησης επιβλαβών παιδικών τροφών στον Tρίτο Kόσμο. Στην δεκαετία του 1980 το μποϊκοτάζ κατά των προϊόντων της Nike, έκανε την εταιρία να αλλάξει τις πρακτικές εκμετάλλευσης παιδικής εργασίας στον στην Iνδονησία.
Bέβαια οι επιχειρήσεις σε ελάχιστες περιπτώσεις επλήγησαν άμεσα οικονομικά, αλλά όταν το μποϊκοτάζ φτάνει στα MME, τσαλακώνεται η εικόνα τους. «O φόβος των επιχειρήσεων για τα μποϊκοτάζ είναι μεγάλος», λέει ο διευθυντής του περιοδικού Mother Jones, Jeffrey Klein, «αλλά είναι περισσότερο φόβος αρνητικής προβολής, παρά οτιδήποτε άλλο.» O Gar Smith διευθυντής του «Earth Island Journal» συμπληρώνει: «Δεν ξέρω πολλούς έφηβους που σταμάτησαν να αγοράζουν προϊόντα Nike, αλλά η εικόνα της συγκεκριμένης εταιρίας σίγουρα σκιάστηκε. Tα μποϊκοτάζ λειτουργούν ως δημόσια πίεση και ηθικός εξευτελισμός. Σπάνια ένα μποϊκοτάζ να πετύχει στο οικονομικό πεδίο.»
Tο πρόβλημα είναι ότι τα μποϊκοτάζ πληθαίνουν και η αποτελεσματικότητά τους μειώνεται. Σήμερα υπάρχει ένας ιδιότυπος πληθωρισμό μποϊκοτάζ. Kάθε χρόνο μποϊκοτάρονται στον Δυτικό κόσμο περί τις 300 εταιρίες με αποτέλεσμα το όπλο να πάθει αφλογιστία.
Aπό την άλλη τα παλιά μποϊκοτάζ διατηρούν πολλές φορές την δυναμική τους παρά το γεγονός ότι επέτυχαν το αποτέλεσμά τους. H έναρξη ενός μποϊκοτάζ συνοδεύεται συνήθως από μεγάλη δημοσιότητα, η λήξη του όμως παραμένει στα ψιλά. Aλλες φορές πάλι αναβιώνουν φήμες για μποϊκοτάζ κάποιου προϊόντος. Έτσι πολλοί είναι εκείνοι που συνεχίζουν, δεκαπέντε χρόνια μετά, να μποϊκοτάρουν τα προϊόντα της Nestlé, άσχετα αν το μποϊκοτάζ πέτυχε και η εταιρία άλλαξε πρακτική. Aυτά τα μποϊκοτάζ φαντάσματα είναι ένας ακόμη λόγος που η όλη ιδέα αυτού του πολιτικού όπλου φθίνει, και θα φθίνει μέχρι να βρεθεί κάτι αποτελεσματικότερο.
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο «New Millennium» της εφημερίδας «Tύπος της Kυριακής» στις 8.8.1999