Ας ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα. Η κ. Εύα Καϊλή δεν κρατείται διότι μιλούσε με τους Καταριανούς. Οι μισοί αξιωματούχοι της Ενωσης το ίδιο κάνουν. Ούτε επειδή «αγαπούσε» τους Καταριανούς. Εδώ υπάρχουν πολιτικοί –στην Ελλάδα και παγκοσμίως– που «αγαπούσαν» τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Δεν κατηγορείται διότι προωθούσε τα συμφέροντα του Κατάρ. Το ίδιο κάνει για τη χώρα μας και ο Μπομπ Μενέντεζ στο Αμερικανικό Κογκρέσο, ασχέτως αν η Ελλάδα είναι φιλελεύθερη δημοκρατία και το Κατάρ αυταρχική μοναρχία. Το να ευλογεί κάποιος καθεστώτα που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πολιτική αλητεία και όχι ποινικό αδίκημα. Να σημειώσουμε ότι στην περίπτωση της κ. Καϊλή το πολιτικό αμάρτημα είναι διπλό. Ενώ εδώ εμφανιζόταν ως φλογερή μαχήτρια των «εθνικών μας δικαίων» (συμμετείχε σε όλα τα συλλαλητήρια για το όνομα της Βόρειας Μακεδονίας), στην Ευρώπη προωθούσε τα συμφέροντα ενός βασικού συμμάχου της Τουρκίας.
Οπως και να έχει το πράγμα, πάντως, η κ. Καϊλή δεν ταλαιπωρείται ποινικώς για «εθνικούς (ή ευρωπαϊκούς) λόγους», αλλά διότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι «μιλούσε, αγαπούσε, προωθούσε, ευλογούσε» το Κατάρ με το αζημίωτο. Υπάρχουν πραγματικές βαλίτσες με πραγματικά λεφτά και όχι κάποιο αόριστο εθνικό ή ευρωπαϊκό συμφέρον. Αυτό είναι το λογικό. Αν παρακολουθούνταν πολιτικοί διότι μιλούν, προτιμούν, ευλογούν ξένα κράτη, τότε οι Αρχές κάθε χώρας (μυστικές και φανερές) δεν θα έκαναν άλλη δουλειά. Θα έπρεπε να παρακολουθούν όλα τα μέλη των κοινοβουλίων παγκοσμίως. Ολοι συνομιλούν με όλους, αλλά η επιλογή αυτών που θα ευλογήσουν δείχνει πολλά για την ηθική και πολιτική τους ακεραιότητα. Το να κάνει κάποιος τεμενάδες στους ανθρώπους του Πούτιν, όπως έκανε π.χ. ο πρώην υπουργός Ενέργειας των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κ. Παναγιώτης Λαφαζάνης στον εκπρόσωπο της Gasprom, δεν είναι αδίκημα. Δεν μπορεί να ποινικοποιηθεί το χαχαμπούχα πολιτικό κριτήριο.
Από την άλλη μεριά, όλες οι χώρες προσπαθούν να αποκτήσουν τη μέγιστη επιρροή στις άλλες. Κάποιες φορές με αξιομνημόνευτη επιτυχία· ας μην ξεχνάμε ότι η ελληνική πολιτική ζωή ξεκίνησε με το Αγγλικό, το Γαλλικό και το Ρωσικό κόμμα. Σήμερα επιρροή προσπαθεί να ασκήσει η Γαλλία διά της εκστρατείας της φραγκοφωνίας, οι ΗΠΑ με τα προγράμματα και τις υποτροφίες σε «νέους ηγέτες» (young leaders), η Ελλάδα διά της ομογένειας στις ΗΠΑ, και παγκοσμίως με την επίκληση του αρχαίου μας πολιτισμού, και σχεδόν όλα τα κράτη με τη χρηματοδότηση συνεδρίων, επισκέψεων πολιτικών, συγγραφέων κ.ά. στη χώρα τους. Το έκανε ακόμη και η αλήστου μνήμης ΕΣΣΔ όταν εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου είχε ξαμολήσει τα Μπαλέτα Μπολσόι και τη Χορωδία του Κόκκινου Στρατού στις δυτικές πρωτεύουσες. Το Κατάρ, χρόνια τώρα, χρηματοδοτεί το Αλ Τζαζίρα, ένα αξιόλογο ειδησεογραφικό δίκτυο που ασκεί τεράστια επιρροή παγκοσμίως.
Η προσπάθεια επιρροής αυτή καθαυτήν δεν έχει κάτι μεμπτό. Αντιθέτως, συμβάλλει στην αλληλοκατανόηση και στη συνεργασία των λαών. Τα πράγματα αλλάζουν όταν μπαίνει στη μέση το χρήμα υπό μορφή δωροδοκίας. Τότε όλα γκριζάρουν, σε ηθικό και σε πραγματολογικό επίπεδο. Αποτελεί δωροδοκία, για παράδειγμα, η πρόσληψη των πρώην καγκελάριων της Γερμανίας σε καλά αμειβόμενες θέσεις ρωσικών κρατικών οργανισμών; Δεν μπορούμε να κάνουμε δίκη προθέσεων του Γκέρχαρντ Σρέντερ και να πούμε πως ακολουθούσε πολιτική σύσφιγξης των σχέσεων με τη Ρωσία διότι περίμενε να προσληφθεί. Το ίδιο έκανε και η Αγκελα Μέρκελ χωρίς να προσληφθεί. Εκτός αυτού, είναι η σωστή πολιτική, αν έλειπε από τη μέση ο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Στον σύγχρονο κόσμο όλα –ακόμη και η διαφθορά– γίνονται πιο πολύπλοκα. Οι Δημοκρατίες πρέπει να εφευρίσκουν διαρκώς τρόπους αντιμετώπισής της. Η σύγχυση μεταξύ εθνικού, πολιτικού και ποινικού ουδόλως βοηθά.