Είναι εξαιρετικώς ενδιαφέρουσα η πρόταση του θωρακοχειρουργού κ. Θεοδοσίου Δόσιου για την καταγραφή της θνησιμότητας των νοσηλευομένων, η οποία «αποτελεί τον αυθεντικότερο δείκτη αποτελεσματικότητας κάθε νοσοκομείου και κάθε κλινικής».
Στην επιστολή του στην «Κ» (3/11) σημειώνει ότι «θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο αν και εμείς, αντί της μέσης διάρκειας και του κόστους νοσηλείας, καταγράφαμε κατά προτεραιότητα τους θανάτους και τις επιπλοκές που σημειώθηκαν στους νοσηλευομένους στα νοσοκομεία μας. (…) Θα διαπιστώναμε, για παράδειγμα, ότι, ενώ σε μια χειρουργική κλινική ο αριθμός των θανάτων των υποβαλλομένων σε μια συγκεκριμένη χειρουργική επέμβαση ήταν εντός των ορίων της διεθνώς αποδεκτής χειρουργικής θνητότητας, σε άλλη κλινική η θνητότητα της ίδιας επέμβασης ήταν δωδεκαπλάσια». Το ίδιο ισχύει για τις διαφορές θνησιμότητας λόγω COVID στα ανά την επικράτεια (πολλά) νοσοκομεία.
Δεν θα ανακαλύψουμε τον τροχό. Οπως σημειώνει ο κ. Δόσιος, αυτό γίνεται σε πολλές κλινικές, σε χώρες όπου η ζωή των ασθενών μετράει και (όλως παραδόξως) σε κάποιες στην Ελλάδα: «Διενεργούν σε τακτά χρονικά διαστήματα διασκέψεις (mortality and morbidity conferences), στις οποίες διερευνώνται ενδελεχώς τα αίτια των θανάτων και των επιπλοκών που σημειώθηκαν στους νοσηλευθέντες στην κλινική».
Καλά και λογικά είναι όλα αυτά. Υπάρχει, όμως, ένας παράγοντας που ο πρώην εκπρόσωπος της χώρας μας στην Advisory Committee on Medical Training της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν υπολογίζει. Τους συνδικαλιστές της Υγείας, οι οποίοι θα βαφτίσουν «αξιολόγηση» τη σωτήρια αυτή διαδικασία, για να τη στείλουν στο πυρ το εξώτερον. Εδώ, εξαιτίας του φόβου των συνδικαλιστών, η υπουργός Παιδείας δεν μετράει ούτε πιο απλά μεγέθη. Εχει μαλλιάσει η πένα του κ. Στέφανου Μάνου να υποστηρίζει ότι «τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων προσφέρονται για μια πρώτη αδιάβλητη αξιολόγηση των λυκείων της χώρας. (…) Το μόνο που χρειάζεται να γίνει είναι να προστεθούν τα αποτελέσματα για κάθε λύκειο και να διαιρεθούν με τον αριθμό των παιδιών του λυκείου που συμμετείχαν στις Πανελλαδικές» («Καθημερινή», 26.10.2021).
Στην Ελλάδα χτίζουμε δίχως προηγουμένως να μετρήσουμε. Εξαγγέλλονται γκράντε (τάχα μου) «μεταρρυθμίσεις», χωρίς τα δεδομένα του πεδίου και με βάση μόνο μια «γενική ιδέα» που έχουμε για τα πράγματα. Κρίνονται και επικρίνονται αυτές οι «μεταρρυθμίσεις», πάλι γενικώς· δηλαδή, χωρίς στοιχεία και με βάση μια άλλη «γενική ιδέα». Ετσι καταλήγουμε να κάνουμε τρύπες στο νερό και η επίλυση των προβλημάτων γίνεται μια σισύφειος διαδικασία με «μεταρρυθμίσεις», επί «μεταρρυθμίσεων»…