Ορθώς κ. Χριστόφορος Βερναρδάκης απέσυρε τον δεκάρικό του από την πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Tik-Tok. Το βίντεο βεβαίως παραμένει στον κυβερνοχώρο, ως δείγμα κομματικής τοξικότητας και πολιτικής ανωριμότητας, αλλά τουλάχιστον ο πρώην υπουργός της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ζήτησε συγγνώμη από την υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως την οποία χαρακτήρισε ως «Ρούλα Πισπιρίγκου της Δημόσιας Παιδείας».
Ταυτοχρόνως όμως οφείλει να ζητήσει συγγνώμη και από την κ. Ρούλα Πισπιρίγκου, η οποία προς το παρόν δεν είναι ένοχη για οτιδήποτε, ούτε καν για όσα προσάπτει στην κ. Κεραμέως ο κ. Βερναρδάκης: «Στέρησε από 50.000 νέους και νέες την είσοδο στα Πανεπιστήμια. Αντικατέστησε τα πτυχία με πιστοποιητικά χαμηλής αξίας κ.λπ.». Η κ. Πισπιρίγκου είναι απλώς κατηγορούμενη για ένα φονικό και στα κανάλια διακινούν υποψίες για άλλα δύο. Είναι λοιπόν απορίας άξιον που αρμενίζουν οι φωνασκούσες φεμινίστριες και το Τμήμα Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ για να καταγγείλουν το μιντιακό και πολιτικό λιντσάρισμα μιας κατηγορούμενης. Δεν έχει δικαιώματα μόνο ο καταδικασθείς για 11 δολοφονίες κ. Δημήτρης Κουφοντίνας. Εχουν και όσοι κατηγορούνται ακόμη και για τις απεχθέστερες πράξεις όπως είναι η παιδοκτονία.
Το ερώτημα εν προκειμένω δεν είναι πώς κατέληξε ο κ. Βερναρδάκης στη χυδαία –από όποια πλευρά κι αν το πιάσουμε– ανάρτηση. Προφανώς φαντάστηκε τον εαυτό του να δοξάζεται από τις ορδές των social media: «μα πώς τα σκέπτεται ο μπαγάσας;». Το ζήτημα είναι να κατανοήσουμε τον μηχανισμό παραγωγής της τοξικότητας που δεν έχει πάτο.
Το πρόβλημα ξεκινάει από το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει επεξεργασμένες θέσεις ούτε για τα ΑΕΙ. Γι’ αυτό καταφεύγει στις «ροζ πολιτικές» των ηλικιωμένων συντηρητικών. Οπως οι τελευταίοι δοξολογούν «εκείνα τα χρόνια, που όλα ήταν αγνά», ξεχνώντας πως οι δρόμοι ήταν γεμάτοι λάσπες και το προσδόκιμο ζωής μετά βίας άγγιζε τα 50 έτη, έτσι και στον ΣΥΡΙΖΑ δοξολογούν το «δημοκρατικό πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης» ξεχνώντας βέβαια τις πολλαπλές παθογένειες· υπάρχουν συμμορίες που το λυμαίνονται, το προσδόκιμο φοίτησης ξεπερνά τα 50 έτη κ.λπ.
Συνεπώς, το μόνο που μπορούν να κάνουν τα στελέχη ενός κόμματος χωρίς επεξεργασμένη πολιτική είναι να επαναλαμβάνουν κούφια συνθήματα. Για να διαφοροποιηθούν και να έχουν ελπίδα στον τοξικό χείμαρρο των social media πρέπει να οξύνουν λίγο τον λόγο τους: «σκοτώνουν τα όνειρα» λέει ο ένας, «δολοφονούν τα ΑΕΙ» λέει ο άλλος για να φτάσουμε σε χυδαίους παραλληλισμούς σαν αυτόν που έκανε ο κ. Βερναρδάκης. Το αμάρτημά του; Βιάστηκε πολύ. Ο κατήφορος του πολιτικού λόγου είναι προοδευτικός, δεν έχει άλματα.