Ζούμε στη χώρα της ελάχιστης επιχειρηματικότητας. Από τις 984.001 ενεργές επιχειρήσεις μόνο οι 99.000 είναι κεφαλαιουχικές. Το 60% των επιχειρήσεων δεν απασχολούν εργαζομένους, ενώ μόνο το 5% αυτών έχουν πάνω από δέκα (ΕΛΣΤΑΤ Οκτώβριος 2021). Με αυτήν την επιχειρηματική γεωγραφία είναι πολύ λογικό να δημιουργείται σύγχυση μεταξύ επιχείρησης και επιχειρηματία, νομικών και φυσικών προσώπων, κερδών και μερισμάτων, να προστίθεται η φορολογία των πρώτων με τη φορολογία των δεύτερων. Εχουμε δηλαδή έναν τέλειο αχταρμά που στο τέλος πληρώνουν οι εργαζόμενοι με συντελεστές που φτάνουν το 44%.
Οι επιχειρήσεις έχουν σαφώς λιγότερα δικαιώματα από τα άτομα και συνεπώς πρέπει να έχουν λιγότερες φορολογικές υποχρεώσεις. Ναι μεν τα γραφεία των επιχειρήσεων χρειάζονται φύλαξη από την αστυνομία, τα Νομικά Πρόσωπα επιβαρύνουν τη Δικαιοσύνη με υποθέσεις των κ.λπ. αλλά μια εταιρεία δεν θα πάει ποτέ σε νοσοκομείο, ούτε θα φοιτήσει σε ΑΕΙ. Επομένως η φορολογία εισοδήματος των νομικών προσώπων πρέπει να είναι σημαντικώς χαμηλότερη από των φυσικών και, σε ένα κράτος που αποζητά επενδύσεις, η φορολογία των κερδών πρέπει να καλύπτει σιμά, κοντά το κόστος των δημόσιων πόρων που χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις.
Στη χώρα του παραλόγου έχουμε το εισόδημα των νομικών προσώπων που λέγονται επιχειρήσεις να φορολογείται με 22,5%, σχεδόν πέντε φορές περισσότερο από το εισόδημα του φυσικού προσώπου που λέγεται επιχειρηματίας (5%). Η λογική είναι του μπακάλη που παίρνει το ταμείο του μαγαζιού για να πάει στα μπουζούκια («δικά μου δεν είναι;») και μάλιστα ίδια είναι και η συνταγή: «τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο», ήτοι 22,5% η φορολογία κερδών, 5% η φορολογία των μερισμάτων, 27,5% η φορολογία των αποδόσεων κεφαλαίων.
Ετσι δημιουργείται το άλλο παράδοξο. Εισοδήματα που θα καταλήξουν στα πάρτι της Μυκόνου να φορολογούνται ελάχιστα περισσότερο από τα μη διανεμόμενα που θα επανεπενδυθούν.
Κάθε κοινωνία παράγει την κοινωνιολογία της και κάθε θεώρηση της κοινωνίας συντηρεί τις κοινωνικές νόρμες που τη γέννησαν. Η εκτεταμένη μικρή επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα δημιουργεί τη σύγχυση νομικών και φυσικών προσώπων, η πληθώρα των one-man-business δημιουργεί στρεβλά επιχειρήματα και πολιτικές πιέσεις κι έτσι καταλήγουμε σε μια χώρα με πολλά μαγαζιά, και λίγες επιχειρήσεις, με τεράστιο αριθμό επιχειρηματιών και ελάχιστη επιχειρηματικότητα. Και στο τέλος, όταν έρχεται ο λογαριασμός, οι εργαζόμενοι καλούνται να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να καλύψουν τα έξοδα ενός κράτους που ευνοεί τους επιχειρηματίες, αλλά όχι τις επιχειρήσεις.