Σωστά επισηµαίνει ο αρεοπαγίτης ε.τ. Λέανδρος Ρακιντζής ότι η ελευθερία του Τύπου είναι μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις διεθνώς, αλλά το πρόβλημα είναι ότι το άρθρο 14 δεν έχει μόνο τα άρθρα 1 και 2, τα οποία επισημαίνει για να δείξει ότι το ελληνικό σύνταγμα κατοχυρώνει την ελευθερολογία. Εχει επιπλέον επτά, που προβλέπουν από κατάσχεση εφημερίδων μέχρι και ότι «νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τα προσόντα για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος»!
Το πρόβλημα, όμως, στο άρθρο του άξιου δικαστικού («Ελευθερία της έκφρασης και fake news», «Καθημερινή» 12.1.2022) δεν είναι η κοντόφθαλμη ανάγνωση του Συντάγματος. Είναι οι αντιφάσεις του για το άρθρο 191 του ποινικού κώδικα. Γράφει συγκεκριμένα ο κ. Ρακιντζής: «Ενώ με την παλιά διάταξη με τη διασπορά των ψευδών ειδήσεων απαιτείτο να έχει επέλθει ζημία ή βλάβη της δημόσιας τάξης, που είναι μέγεθος μη μετρήσιμο, με τη νέα διάταξη απαιτείται οι ψευδείς ειδήσεις να είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες, δηλαδή το αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων μετατρέπεται από αδίκημα, κατά την αντικειμενική του υπόσταση, αποτελέσματος σε αδίκημα δυνητικής διακινδύνευσης, όπως ήταν και με τον παλιό Π.Κ.».
Εμ, άμα είναι «μη μετρήσιμο μέγεθος η ζημία ή βλάβη της δημόσιας τάξης» όταν αυτή έχει ήδη επέλθει, πώς θα μετρηθεί όταν πρόκειται για «δυνητική διακινδύνευση»; Ποιος ξέρει Μπορεί τα fake news να αποδειχθούν ευεργετικά για την κοινωνία εφαρμόζοντας επεκτατικώς το κριτήριο του Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο οποίος έγραψε πως «αν αυτές οι ιδέες είναι λάθος, τότε η κοινωνία πάλι θα έχει κέρδος απορρίπτοντάς τες και ισχυροποιώντας ταυτόχρονα τις δικές της σωστές πεποιθήσεις» («Περί ελευθερίας», εκδ. Επίκουρος).
Εκτός αυτού υπάρχει και η ιστορική απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, Hustler Magazine v. Falwell, όπου οι δικαστές θεώρησαν ότι «αν και οι ψευδείς αναφορές δεν έχουν εγγενή αξία, ο χώρος για να αναπνεύσει η ελευθερία της έκφρασης, ώστε να ανθήσει, απαιτεί να ανεχόμαστε περιοδικώς ψευδείς αναφορές, τουλάχιστον για να μην υπάρξει ένα αφόρητο αποτέλεσμα “παγώματος” του λόγου, ο οποίος έχει συνταγματική αξία».
Οι πράξεις των ανθρώπων έχουν πάντα συγκεκριμένα αποτελέσματα, απτές βλάβες ή ζημίες. Αντιθέτως, το βασικό πρόβλημα με τον λόγο είναι ότι ποτέ δεν μπορούμε να ξέρουμε τις πραγματικές επιπτώσεις που έχει· αν έχει. Γι’ αυτό και οι φιλελεύθερες κοινωνίες πολύ λογικώς έχουν άπειρη ανοχή στην έκφραση. Διότι, αν «με τα λόγια χτίζεις ανώγια και κατώγια», τι μπορεί να χτίσει κάποια εξουσία με διώξεις του λόγου στη βάση της «δυνητικής διακινδύνευσης»…