Η αλήθεια είναι πως οι αντιπολιτεύσεις πάντα έλεγαν μια κουβέντα παραπάνω. Τα σοβαρά κόμματα δεν έκαναν τη νύχτα μέρα, αλλά βάφτιζαν το γκρίζο μαύρο. Πάντα παρουσίαζαν την κατάσταση πιο μελανή, απ’ όσο πραγματικά ήταν, αλλά ούτε στην Ελλάδα της υπερβολής δεν είπε κάποιο κόμμα –επισήμως, τουλάχιστον– ότι «ζούμε σε χούντα». Μπορεί οι κομματικές ανακοινώσεις να μιλούν για «ασφαλιστικό τύπου Πινοσέτ», μπορεί ο κ. Αλέξης Τσίπρας να παρομοίασε τον πρώην πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου με τον αιμοσταγή Χιλιανό δικτάτορα, αλλά επισήμως ουδείς διανοήθηκε να ισχυριστεί ότι καταλύθηκε η Δημοκρατία. Αυτά είναι κόλπα που τα αφήνουν στα τρολ και σε κομματικούς ινστρούχτορες στα καφενεία. Και, με το «υπόγειο λέγε, λέγε», μπορεί κάτι να μείνει ως εκλογικό διάφορο…
Το πρόβλημα, λοιπόν, του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ότι θα πει μια κουβέντα παραπάνω. Ούτε καν ότι λέει δύο επιπλέον κουβέντες, πάνω από τη μία παραπάνω που συνήθως λένε οι αντιπολιτεύσεις. Η υπερβολή της υπερβολής μάλλον έχει να κάνει με τη γενιά της ρηχής Αριστεράς, που ψάχνει λόγους για να οργιστεί και φτιάχνει αφορμές για να συγκρουσθεί, όπως έκαναν –επί του πραγματικού– οι «παλιοί».
Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ και της «νέας Αριστεράς» εν γένει είναι πως δεν έχει να αντιπαραβάλει πραγματικές λύσεις σε χρόνια προβλήματα. Υπάρχει για παράδειγμα ένα ζήτημα βίας στα πανεπιστήμια. Το βλέπουμε να επαναλαμβάνεται σαράντα χρόνια τώρα: μια ολιγομελής ομάδα τραμπούκων, είτε για προσωπικούς είτε για «πολιτικούς» λόγους, μπουκάρει σε μια αίθουσα και στην καλύτερη περίπτωση διακόπτει βιαίως το μάθημα ή κάποια εκδήλωση. Γι’ αυτό το πρόβλημα η κυβέρνηση πρότεινε –και μπορεί να το υλοποιήσει κάποτε– την Πανεπιστημιακή Αστυνομία. Είναι κακή, ψυχρή και ανάποδη η απάντηση σε αυτό το πρόβλημα; Μπορεί, αλλά «είναι μια κάποια λύσις». Τι αντιπροτείνει η αντιπολίτευση; Να μη γίνει τίποτε. Να μείνουν τα πράγματα ως έχουν. Να καλούν –λέει– οι πρυτάνεις την αστυνομία, όπως είχαν το δικαίωμα να κάνουν τα τελευταία σαράντα χρόνια, ώστε μετά οι εισβολείς να τους κρεμούν ταμπέλες στον λαιμό και κηδειόχαρτα στους τοίχους.
Πιθανώς οι εξ ευωνύμων να ζουν με την ελπίδα ότι οι τραμπούκοι θα δείρουν, θα ιδρώσουν, θα πλευριτωθούν και –επειδή θα κρεβατωθούν– θα αποσυρθούν από τα ΑΕΙ. Ευγενής ελπίδα, που όμως δεν πραγματώθηκε τα τελευταία σαράντα χρόνια. Υπάρχει κάποια άλλη πρόταση, πέρα από τα λεκτικά παιχνιδίσματα του Ντεριντά για «το πανεπιστήμιο άνευ όρων. (…) Και λέγω “άνευ όρων” καθώς και “απροϋπόθετο” (…) επειδή δεν δέχεται να του θέτουν όρους, οπότε ενίοτε αναγκάζεται –αναιμικό, αφηρημένο– να παραδοθεί επίσης άνευ όρων»;