Για τον Αμερικανό ποιητή Wystan Hugh Auden «πολλά βιβλία αδίκως ξεχνιούνται, αλλά ουδέν αδίκως μνημονεύεται». Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τις λέξεις. Πολλές αδίκως χάθηκαν, ακόμη και όταν τις χρειαζόμασταν περισσότερο. Η λέξη «κακιστοκρατία», για παράδειγμα, δεν υπήρχε στο νέο ελληνικό λεξιλόγιο την περίοδο 2015-2019. Την ανέστησαν Αμερικανοί για να περιγράψουν τη δική τους λαϊκιστική διακυβέρνηση. Η «Kakistocracy» είναι το αντίθετο της «αριστο-κρατίας», της κυριαρχίας των αρίστων. Το ενωτικό στο μέσον χρειάζεται διότι η «αριστοκρατία» (σκέτο) έχει αρνητική σημασία· αναφέρεται σε τεμπέληδες με δαντέλες, που σέρνουν το σαρκίο τους σε χρυσοποίκιλτες αίθουσες. Να σημειώσουμε ότι στην Ελλάδα χρειαζόμασταν πολύ περισσότερο τη λέξη «κακιστοκρατία», αφού κάποιοι εξ ευωνύμων (άλλη μία χαμένη έκφραση) κήρυξαν πόλεμο κατά της αριστείας, που «είναι ρετσινιά». Και όμως, έπρεπε να την επανεισαγάγουμε…
Υπάρχουν όμως και πολλές άλλες λέξεις που δικαίως ξεχάστηκαν. Κάποιες γιατί δεν υπάρχουν πια τα πράγματα που μνημόνευαν π.χ. «στην ντισκοτέκ, στην παλιά ντισκοτέκ…», που τραγουδούσε και ο κ. Κώστας Τουρνάς. Τότε προτάθηκε από διάφορους γλωσσαμύντορες ελληνική λέξη, «δισκοθήκη», από την οποία προέκυπτε και η γαλλική discotheque, που… επανεισήχθη στην Ελλάδα ως ντισκοτέκ. Δεν πέρασε, διότι δισκοθήκες είχαμε σπίτι, αλλά δεν είχαμε ντισκοτέκ. Τώρα μάλλον θα εξαφανιστεί και η λέξη δισκοθήκη αφού οι νέοι κρατούν όλα τα τραγούδια τους στο «υπολογιστικό σύννεφο», γνωστό και ως cloud.
Υπάρχουν άλλες λέξεις που δικαίως ξεχάστηκαν, διότι χρησιμοποιούνταν μόνο για φιγούρα και δεν εξυπηρετούσαν τις ανάγκες επικοινωνίας. Στην Αθήνα του ’60, όπως μπορεί κάποιος να διαπιστώσει και σε ταινίες της εποχής, κυριαρχούσαν το «μαντάμ», το «μερσί μποκού», το «ορεβουάρ» κ.λπ. Σήμερα το μαντάμ χρησιμοποιείται σε ελάχιστες περιπτώσεις σκωπτικώς, ή για να εξυπηρετήσει τις στιχουργικές ανάγκες του κ. Πάνου Μουζουράκη, «Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ το μουστάκι μου τύπου Σαντάμ…». Στους στίχους του ίδιου τραγουδιού ακούμε «Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ κάθε μέρα στη στάση του τραμ…». Το τραμ έμεινε διότι αφενός υπάρχει και, επιπλέον, η ελληνική λέξη «τροχιόδρομος» είναι μεγαλύτερη και κάπως σαν γλωσσοδέτης.
Αδίκως λοιπόν ανησυχεί για την «αγγλική γλωσσοκρατία» (Protagon.gr 29.11.2020) ο κ. Μπαμπινιώτης. Τα «bread factory», «pet shop city», «bakery pastry», «sale», «food hall», «hair salon», «furniture equipment» κ.λπ. που βλέπει στους δρόμους θα έχουν την τύχη των «Madame», «merci beaucoup», «au revoir» κ.λπ. Η γλώσσα είναι μια εξελικτική διαδικασία, χρησιμοποιεί όσες και όποιες λέξεις χρειάζεται για να επικοινωνούν οι άνθρωποι. Τον μόνο κίνδυνο που διατρέχει η ελληνική γλώσσα (και ο πολιτισμός μας γενικώς) είναι ότι η χώρα δεν έχει τα οικονομικά πλεονάσματα να καλλιεργήσει νέες έννοιες και συνεπώς λέξεις, να μεταγλωττίσει επαρκώς καινούργια ρεύματα κ.λπ. Αυτόν τον καιρό βλέπουμε στις τηλεοράσεις και διαφημίσεις εξ ολοκλήρου αμερικανικές. Δεν είναι μόδα· απλώς κάποιες επιχειρήσεις δεν έχουν λεφτά να κάνουν ελληνικές, ενώ η επιτυχής μεταγλώττιση και το voice-over (άντε τώρα να το μεταφράσει κάποιος) κοστίζουν πολλά.
Oσο για τις ξένες λέξεις που τόσο φοβάται ο κ. Μπαμπινιώτης, θα επιστρέψουμε στον Wystan Hugh Auden: καμία δεν μνημονεύεται αδίκως…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 6.12.2020