Από την αρχή της Αμερικανικής Δημοκρατίας υπήρχε ο φόβος για την χρήση του στρατού στις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους, κάτι που τώρα απειλεί κι έκανε εν μέρει πράξη ο πρόεδρος των των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, αφού ανέπτυξε τις ένοπλες δυνάμεις στην πρωτεύουσα Washington DC, για να καταστείλει τις διαδηλώσεις. Τον Νοέμβριο του 1787, δύο μήνες μετά την ψήφιση του Συντάγματος ο Thomas Jefferson έγραφε στον φίλο και συνεπαναστάτη του John Adams «Πως σου φαίνεται το καινούργιο μας Σύνταγμα; (…) Ο Πρόεδρος θα μοιάζει με κακέκτυπο Πολωνού βασιλιά (…) Αφού βρεθεί στη θέση, και έχοντας τον στρατό της Ένωσης στα χέρια του χωρίς την βοήθεια ή τον έλεγχο κάποιου συμβουλίου, δεν θα είναι εύκολο να εκθρονιστεί, ακόμη και αν οι άνθρωποι αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους σε αυτόν…»
Η πρώτη εκδοχή του Αμερικανικού Συντάγματος ψηφίστηκε στην συνέλευση της Φιλαδέλφειας την 17η Σεπτεμβρίου 1787. Ήταν μεν προϊόν συμβιβασμού των Φεντεραλιστών (που επιθυμούσαν ισχυρό κεντρικό κράτος) με τους Αντιφεντεραλιστές (που ήθελαν περισσότερες εξουσίες στις Πολιτείες), αλλά η ζυγαριά έκλινε περισσότερο προς τον Φεντεραλισμό. Προέβλεπε ισχυρή κεντρική εξουσία με επικεφαλής τον Πρόεδρο, που «θα είναι ο Διοικητής του Στρατού και του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών και της πολιτοφυλακής των διαφόρων Πολιτειών, όταν αυτές τεθούν υπό την διοίκηση των Ηνωμένων Πολιτειών» (Σύνταγμα Ηνωμένων Πολιτειών Άρθρο 2, παρ.2).
Ήταν ένα Σύνταγμα που ρύθμιζε την λειτουργία της Ομοσπονδίας, τους μηχανισμούς ελέγχου και ισορροπιών των τριών εξουσιών, τις σχέσεις κεντρικού κράτους-Πολιτειών, αλλά δεν εμπεριείχε σχεδόν τίποτε για τα δικαιώματα των πολιτών. Όπως είναι φυσικό, οι φιλελεύθεροι (αντιφεντεραλιστές και μη), είχαν σφοδρές αντιρρήσεις, όπως φαίνεται και από την επιστολή του Thomas Jefferson, που προαναφέραμε.
Ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα ήταν ο μόνιμος στρατός. Όχι ο έλεγχός του, που το Σύνταγμα παραχωρούσε στον εκάστοτε Πρόεδρο, αλλά αυτή καθ’ αυτή η ύπαρξή του. Οι Φεντεραλιστές, με πρώτο τον Alexander Hamilton επιχειρηματολογούσαν ότι δεν μπορεί να δημιουργηθεί ποτέ κράτος χωρίς ενιαίο μόνιμο τακτικό στρατό, ενώ οι φιλελεύθεροι αντέτειναν ότι οι πολίτες με τα όπλα τους είναι εγγύηση για την μακροημέρευση της Δημοκρατίας. Ο τακτικός στρατός θα μπορούσε να συγκροτείται κάθε φορά που υπήρχε απειλή για το νέο έθνος.
Οι δεύτεροι είχαν και πολλά ιστορικά επιχειρήματα με το μέρος τους. Όλοι οι πατέρες του Αμερικανικού έθνους ήταν γνώστες της ιστορίας και γνώριζαν ότι με τα όπλα ο Ιούλιος Καίσαρας κατέλυσε την Ρωμαϊκή Δημοκρατία, όταν διέβη τον Ρουβίκωνα. «Όπως μάς πληροφορούν οι πιστές στην αλήθεια σελίδες της ιστορίας», έγραφε το 1788 ο ψευδώνυμος Brutus X, «οι ελευθερίες της Πολιτείας καταστράφηκαν και το Σύνταγμα καταλύθηκε από τον στρατό του Ιουλίου Καίσαρα, ο οποίος απέκτησε την ηγεσία του στρατεύματος από την συνταγματική αρχή αυτής της Πολιτείας. Από ελεύθερη ξακουστή Δημοκρατία, που ακόμη τιμά ο κόσμος, την μετέτρεψε στην πιο απόλυτη δεσποτεία. Ένας μόνιμος τακτικός στρατός επέφερε αυτήν την αλλαγή και αυτός ο στρατός την διατήρησε…»
Οι Αμερικανοί έποικοι, ως Βρετανοί υπήκοοι μέχρι το 1776, ήξεραν την αγγλική Χάρτα Δικαιωμάτων, του 1689, που προέβλεπε ότι «η δημιουργία και συντήρηση μόνιμου τακτικού στρατού στο Βασίλειο σε ειρηνικές περιόδους είναι παράνομη, εκτός αν έχει την συγκατάθεση του κοινοβουλίου».
Οι μνήμες όμως δεν ήταν ευχάριστες ακόμη και τις περιόδους που υπήρχε η συγκατάθεση του κοινοβουλίου. Ο μόνιμος τακτικός στρατός παραβίαζε τα δικαιώματα των πολιτών, είτε ήταν υπό τον έλεγχο του Βασιλιά Ιάκωβου του Β’ (1685-1688), είτε υπό τον έλεγχο του Κοινοβουλίου. Ο συγγραφέας John Trenchard έγραφε το 1697 σε ένα δοκίμιο υπό τον μακροσκελή τίτλο «Ένα επιχείρημα που δείχνει ότι ο μόνιμος στρατός είναι ασύμφωνος με ένα ελεύθερο κράτος και απολύτως καταστροφικός για το Σύνταγμα της Αγγλικής Μοναρχίας»: Ο μόνιμος στρατός του Cromwell «εξόρισε το Κοινοβούλιο για το οποίο είχε πολεμήσει (…) κατέστρεψε την [Δημοκρατική] κυβέρνηση πριν αυτή συγκροτηθεί και έφερε πίσω τον Κάρολο Β’ (…) Αλλά τι άλλο θα μπορούσαμε να περιμένουμε από ανήθικους και ακόλαστους ανθρώπους (…) που κάνουν επάγγελμά τους την δολοφονίες (Σ.Σ.: εννοεί τους στρατιώτες) και υποδαυλίζουν τις φιλοδοξίες των πριγκίπων…»
Τέλος υπήρχε και η νωπή εμπειρία από τις θηριωδίες του τακτικού Βρετανικού στρατού στις Αμερικανικές αποικίες με κορυφαία στην σφαγή στην Βοστώνη το 1770, όταν μετά από λογομαχία Άγγλοι στρατιώτες άνοιξαν πυρ και σκότωσαν πέντε άοπλους.
Ο μεγάλος συμβιβασμός επήλθε το 1791 με την ψήφιση των δέκα πρώτων τροπολογιών του Συντάγματος, την αποκαλούμενη Χάρτα των Δικαιωμάτων. Η Δεύτερη Τροπολογία προβλέπει, «[επειδή] μια καλά ρυθμισμένη πολιτοφυλακή, είναι αναγκαία για την ασφάλεια της ελεύθερης Πολιτείας, το δικαίωμα των πολιτών να φέρουν και να κρατούν όπλα δεν πρέπει να φαλκιδευτεί».
Η συζήτηση για την οπλοκατοχή, τον ρόλο του στρατού, τα όρια της κεντρικής εξουσίας σε αντίθεση με αυτήν των Πολιτειών, ακόμη καλά κρατεί. Πήρε αιματηρή στροφή στον Εμφύλιο Πόλεμο 1861-1865, όπου το ερώτημα (με αφορμή την δουλεία) ήταν αν μπορεί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση να επιβάλει νομοθεσία στις Πολιτείες. Το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ εξελίχθηκε με τα χρόνια, συγκεντρώνοντας όλο και περισσότερες εξουσίες στην κεντρική κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1807 ψηφίστηκε το «Insurrection Act», το οποίο προβλέπει ότι «σε κάθε περίπτωση ανταρσίας, ή παρεμπόδισης εφαρμογής του νόμου, είτε από τις ΗΠΑ, είτε από μεμονωμένη Πολιτεία (…) είναι νόμιμο για τον Πρόεδρο να αναπτύξει χερσαίες ή ναυτικές δυνάμεις (…) για την καταστολή της ανταρσίας ή την εφαρμογή του νόμου». Αυτός ο νόμος εφαρμόστηκε, με ή χωρίς την συγκατάθεση των Πολιτειών, είκοσι φορές στους 2,5 αιώνες της αμερικανικής ιστορίας· για την καταστολή της Κου-Κλουξ-Κλαν το 1871, για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων στα σχολεία της Αλαμπάμα το 1963, μέχρι την αποτροπή λεηλασιών μετά από φυσικές καταστροφές το 1989 κ.λπ.
Αποτελεί δε, ειρωνεία της ιστορίας ότι αυτός που τον εισηγήθηκε και πρώτος τον εφάρμοσε ήταν εκείνος που φοβόταν περισσότερο τις προεδρικές υπερεξουσίες, ο τρίτος πρόεδρος των ΗΠΑ Thomas Jefferson.
Δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας «Καθημερινή» στις 8.6.2020