Οταν το κράτος, λόγω ανωτέρας βίας, δεν μπορεί να προσφέρει όσα έχει υποσχεθεί και με δεδομένο το βολονταριστικό δόγμα ότι «αν υπάρχει πολιτική βούληση, όλα γίνονται», οι πολίτες αναζητούν όλο και πιο «ισχυρούς» άνδρες για να νιώσουν την ψευδαίσθηση της «ασφάλειας».
Είναι σύνθετο το φαινόμενο της ακροδεξιάς ανόδου, αλλά η Αριστερά όλα τα αλέθει για να καταλήξει στο προειλημμένο συμπέρασμα: για όλα φταίει ο νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος γεννά την Ακροδεξιά. Ή ακόμη χειρότερα: «η Ακροδεξιά μοιράζεται με τον νεοφιλελευθερισμό την ίδια κοινωνική φιλοσοφία» (Αλέξης Τσίπρας «Ομιλία στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο για το μέλλον της Ε.Ε.» 16.3.2019).
Οπως κάθε προϊόν του λαϊκισμού, η θεωρία αυτή είναι απλοϊκή. Λέει ότι ο νεοφιλελευθερισμός δημιουργεί οικονομικές ανισότητες και αυτές με τη σειρά τους τρέφουν την Ακροδεξιά. Η ανάλυση, όμως, με βάση τις προκαταλήψεις δημιουργεί περίεργα κενά. Δεν εξηγεί, για παράδειγμα, πώς γίνεται στην πιο νεοφιλελεύθερη χώρα της Ευρώπης, τη Βρετανία, το ακροδεξιό κόμμα UKIP να συγκεντρώνει μόνο το 1,8% των ψήφων, ενώ στη Δανία με το ισχυρό κοινωνικό κράτος το ακροδεξιό Dansk Folkeparti να παίρνει 21,1%. Για την ακρίβεια, τα υψηλότερα ποσοστά της Ακροδεξιάς εμφανίζονται σε χώρες με μεγάλη κρατική παρέμβαση (π.χ. Γαλλία 34%), και ισχυρό κοινωνικό κράτος όπως Φινλανδία 17,8%, Σουηδία 12,9%, Αυστρία 46,2%.
Σύμφωνα με την ίδια προκατάληψη, η άνοδος της Ακροδεξιάς εις βάρος των Σοσιαλδημοκρατών οφείλεται στο γεγονός ότι η Κεντροαριστερά είναι περισσότερο Κέντρο και λιγότερο Αριστερά. Με άλλα λόγια, όπως γράφαμε και παλιότερα, «τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα καταψηφίζονται επειδή είναι άπιστα στα αριστερά ιδεώδη. Ετσι, οι λαοί προκειμένου να τιμωρήσουν τους «γιαλαντζί» αριστερούς (δηλαδή τους Σοσιαλδημοκράτες), δεν προτιμούν τους αυθεντικούς αριστερούς (κομμουνιστικά και άλλα αριστερά σχήματα), αλλά τους ακροδεξιούς. Με άλλα λόγια, η θεωρία λέει ότι τα λαϊκά στρώματα αγαπούν τόσο πολύ την Αριστερά, ώστε ψηφίζουν Ακροδεξιά» («Ο δρόμος προς την ακροδεξιά», «Καθημερινή» 30.3.2014).
Ο φιλόσοφος Φρίντιχ Χάγιεκ μεγάλωσε στην Αυστρία και έζησε την άνοδο του ναζισμού στον γερμανόφωνο χώρο κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. «Ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός», έγραψε στο κλασικό του έργο «Ο δρόμος προς τη Δουλεία» (εκδ. Παπαδόπουλος), «αναπτύχθηκαν από την εμπειρία μιας ολοένα και πιο ρυθμισμένης οικονομίας. Η διαδικασία παρακμής του κράτους δικαίου εκτυλισσόταν σταθερά στη Γερμανία και για καιρό πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, καθώς και ότι μια αρκούντως προχωρημένη πολιτική στην κατεύθυνση του ολοκληρωτικού σχεδιασμού (της οικονομίας) είχε κάνει ήδη μεγάλο μέρος δουλειάς που τελείωσε ο Χίτλερ… Η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού δεν ήταν μια αντίδραση στα σοσιαλιστικά ρεύματα της προηγούμενης περιόδου, αλλά αναγκαία συνέπεια αυτών των τάσεων».
Το πρόβλημα είναι ότι οι πολίτες εθίζονται στην κρατική προστασία. Οταν το κράτος, λόγω ανωτέρας βίας, δεν μπορεί να προσφέρει όσα έχει υποσχεθεί και με δεδομένο το βολονταριστικό δόγμα ότι «αν υπάρχει πολιτική βούληση, όλα γίνονται», οι πολίτες αναζητούν όλο και πιο «ισχυρούς» άνδρες για να νιώσουν την ψευδαίσθηση της «ασφάλειας». Και ποιοι είναι οι καλύτεροι γι’ αυτή τη δουλειά; Οι ακροδεξιοί, που δεν τρέφουν και μεγάλη συμπάθεια στις δημοκρατικές διαδικασίες, οι οποίες εκ των πραγμάτων θέτουν φραγμούς στη άσκηση της εξουσίας, «για το καλό του λαού», βεβαίως, βεβαίως… Ή όπως το έγραψε ο Χάγιεκ, «μολονότι τα σοσιαλιστικά κόμματα είχαν τη δύναμη να πετύχουν τα πάντα εάν είχαν θελήσει να χρησιμοποιήσουν βία, δίστασαν να το κάνουν. Χωρίς να το αντιλαμβάνονται, είχαν θέσει στον εαυτό τους ένα καθήκον το οποίο μπορούσαν να επιτελέσουν μόνο οι αδίστακτοι (σ.σ.: φασίστες), οι οποίοι ήταν έτοιμοι να αγνοήσουν τους φραγμούς της κρατούσας ηθικής…».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 27.4.2019