Λίγο πριν πεθάνει ο Στάλιν είχε προλάβει να ενοχοποιήσει μια ομάδα σπουδαίων γιατρών ότι δήθεν ήθελαν να τον εξοντώσουν. Λόγω της εβραϊκής καταγωγής των περισσοτέρων, οι οποίοι φυλακίστηκαν και ετοιμάζονταν να περάσουν από δίκη, η Πράβδα αλλά και το σατιρικό Κροκοντίλ, ενορχήστρωσαν μια αντισημιτική υστερία. Ωστόσο, και χωρίς τους «κακούς» γιατρούς ο Στάλιν πέθανε ξαφνικά με αποτέλεσμα οι επίγονοί του, σχετικώς απροετοίμαστοι, να επιδοθούν σε μια ανηλεή μάχη για τη διαδοχή. Απ’ αυτή τη μάχη, δεν βγήκε νικητής ο πολύς Λαυρέντι Μπέρια, ο άνθρωπος που εργάστηκε αόκνως διεκπεραιώνοντας τα εγκλήματα της Εποχής του Τρόμου… Ο αμερικανός ιστορικός Τζόσουα Ρούμπινσταϊν παραδίδει στους αναγνώστες ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα.
Joshua Rubenstein, Οι τελευταίες ημέρες του Στάλιν, μετάφραση από τα αγγλικά: Μιχάλης Μακρόπουλος, Ψυχογιός, Αθήνα 2017, 360 σελ.
Στις 9 Μαρτίου 1953, ημέρα της κηδείας του Στάλιν, «όλη η Ρωσία έκλαψε», όπως έγραψε ο ποιητής Γεβγκένι Γεφτουσένκο. Απλώς δεν θα μάθουμε ποτέ το γιατί. «Κατά το ήμισυ από θλίψη και κατά το άλλο ήμισυ από ανακούφιση» εκτιμά ο Τζόσουα Ρούμπινσταϊν στο συναρπαστικό αφήγημα, Οι τελευταίες μέρες του Στάλιν. Κάποιοι, που αναγκάστηκαν να πάνε στην κηδεία, έκλαιγαν τον ρώσο συνθέτη Σεργκέι Προκόφιεφ, που είχε πεθάνει την ίδια μέρα με τον Στάλιν, στις 5 Μαρτίου 1953, και προφανώς την περίπτωσή του την είχε καταπιεί η μεγάλη δημοσιότητα.
Ο αντιφρονών στα χρόνια του τρόμου Αντρέι Σινιάφσκι έγραψε, εξομολογούμενος τη δική του αντίδραση στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Στάλιν:
Το κουδούνι χτύπησε… Ένας στενός μου φίλος ήταν στην πόρτα. Δίχως να βγάλω άχνα, με το κλειδί στην τσέπη μου, τον οδήγησα μακριά από τα μάτια των γειτόνων μου, κάτω στο υπόγειο. Διπλοκλείδωσα την πόρτα. Σταθήκαμε αντίκρυ ο ένας στον άλλον με τα μάτια μας να λάμπουν. Χαμογελάσαμε… Κρυφοί συνωμότες. Ανταλλάσσοντας ευτυχισμένα χαμόγελα όταν όλοι οι άλλοι ήταν δακρυσμένοι. Ήταν γιορτή; Χορός μεταμφιεσμένων; Ένας τελευταίος χαιρετισμός κι έπειτα έφυγε αθόρυβα, σιωπηλός ακόμα…
Αυτοί που σίγουρα ανακουφίστηκαν ήταν το 1,2% του πληθυσμού, οι 2.526.401 κρατούμενοι σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκ των οποίων οι 438.788 ήταν γυναίκες. Οι 35.505 από αυτές είχαν παιδιά και 62.886 ήταν έγκυες. Τα νούμερα έχουν τέτοια ακρίβεια διότι προέρχονται από τον καθ’ ύλην αρμόδιο. Τα ανέφερε ο Λαβρέντι Πάβλοβιτς Μπέρια, επικεφαλής του σοβιετικού μηχανισμού ασφαλείας και των μυστικών υπηρεσιών υπό τον Στάλιν, στο Πρεζιντέντιουμ (Πολιτμπιρό με την παλιά ονομασία), μετά το θάνατο του «Πατερούλη».
Γενικώς, με τον Στάλιν νεκρό, διαχύθηκε ένας φόβος, διαφορετικός από τον τρόμο που επικρατούσε όταν ήταν ζωντανός. Ο αντιφρονών φυσικός Αντρέι Ζαχάρωφ θυμόταν για εκείνες τις μέρες: «Οι άνθρωποι φοβούνταν πως η κατάσταση θα χειροτέρευε – αλλά πώς θα μπορούσε να γίνει χειρότερη; Μερικοί, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν έτρεφαν ψευδαισθήσεις για τον Στάλιν και το καθεστώς, ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο μιας γενικής κατάρρευσης, ενός αλληλοσπαραγμού, ενός ακόμη κύματος μαζικής καταστολής, ως κι ενός εμφύλιου πολέμου…» Η υψίφωνος Γκαλίνα Βισνέφσκαγια ένιωσε ότι καταρρέει: «Η ζωή είχε φτάσει σε ένα τέλος… Το έθνος είχε κυριευτεί από πανικό, από σύγχυση, από τον φόβο για το άγνωστο. Για τριάντα χρόνια ακούγαμε μόνο Στάλιν, Στάλιν, Στάλιν…»
Αντισημιτισμός
Ανακούφιση από τον θάνατο του Στάλιν ένιωσαν και τα εκατομμύρια των Εβραίων που ζούσαν στην Σοβιετική Ένωση και τις δορυφορικές της «Λαϊκές Δημοκρατίες», οι οποίοι έβλεπαν την ιστορία να εξελίσσεται ως μια ακόμη τραγωδία. Ο αντισημιτισμός –υπό τη μουτσούνα του «αντισιωνισμού»– είχε αρχίσει να διογκώνεται τα τελευταία χρόνια του Στάλιν. Βεβαίως, υπήρχε έντονος αντισημιτισμός στην Ανατολική Ευρώπη πριν από το ξέσπασμα του Κόκκινου Δικτάτορα. Αλλά από το 1948 μέχρι το 1953 ήταν «τα μαύρα χρόνια», όπως βάφτισαν την περίοδο οι Εβραίοι της ΕΣΣΔ. Η Εβραϊκή Αντιφασιστική Επιτροπή, που συνεστήθη για να βοηθήσει στον μεγάλο αγώνα κατά των Ναζί διαλύθηκε το 1948 με την κατηγορία των «ανατρεπτικών ενεργειών». Οι επικεφαλής τους συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν. Ανάμεσα στις κατηγορίες που τους απαγγέλθηκαν περιλαμβανόταν η «αγάπη για τον ιουδαϊκό εθνικισμό» και «η συκοφάντηση της Σοβιετικής Ένωσης». Από το 1948 και μετά εκτελέστηκαν 238 συγγραφείς, που έγραφαν σε γλώσσα γίντις, 99 ηθοποιοί, και 19 μουσικοί. Συνολικά 443 άνθρωποι του πνεύματος και καλλιτέχνες εβραϊκής καταγωγής εκτελέσθηκαν, βασανίσθηκαν μέχρι θανάτου ή εξαφανίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Το 1949 η καθηγήτρια κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Όλγα Φράιντεμπεργκ έγραφε στο ημερολόγιό της.
Τα ηθικά και πνευματικά πογκρόμ έχουν εξαπλωθεί σαν πανώλη στις πόλεις της Ρωσίας… Διανοούμενοι με εβραϊκό όνομα υποβάλλονται σε ηθικό λιντσάρισμα. Θα έπρεπε να δει κανείς το πογκρόμ που διαπράττεται στο τμήμα μας. Ομάδες σπουδαστών ψάχνουν στα έργα εβραίων καθηγητών, κρυφακούν προσωπικές συζητήσεις, ψιθυρίζουν στις γωνιές. Δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να κρύψουν πως είναι αποφασισμένοι να επαγρυπνούν. Οι εβραίοι δεν μορφώνονται πλέον, δεν γίνονται δεκτοί στα πανεπιστήμια ή για μεταπτυχιακές σπουδές. Το πανεπιστήμιο έχει ρημάξει. Οι καλύτεροι καθηγητές έχουν απολυθεί. Η εξολόθρευση όσων διανοούμενων απομένουν εξακολουθεί χωρίς σταματημό… Πλήττουν τους λόγιους με ό,τι μέσο έχουν στην διάθεσή τους. Τους πετάνε έξω από τη δουλειά, τους αναγκάζουν να αποσυρθούν, τους καταδικάζουν στην ανυπαρξία εξοστρακίζοντας τους…
Κανείς δεν γνωρίζει το λόγο των αντισημιτικών ξεσπασμάτων του Στάλιν όταν πλέον ήταν εμφανώς άρρωστος και στα τελευταία του. Κάποιοι το αποδίδουν στη θρησκευτική του παιδεία (είχε σπουδάσει θεολόγος), άλλοι στο γεγονός ότι βασικοί του αντίπαλοι στο κόμμα, τους οποίους ξεπάστρεψε, όπως ο Λέον Τρότσκι, ήταν εβραϊκής καταγωγής· άβυσσος η ψυχή του γηραιού δικτάτορα. Από το 1949, ειδικοί ανακριτές από τη Μόσχα που βρίσκονταν στην Πράγα ανακάλυψαν μια «συνωμοσία» με εβραϊκό δάκτυλο. Ο Ρούντολφ Σλάσκι και 13 συγκατηγορούμενοί του
επιβεβαίωσαν τη φανταστική συνωμοσία και έκαναν έκκληση στο δικαστήριο να τους επιβάλει την πιο αυστηρή τιμωρία… [Το δικαστήριο] καταδίκασε ένδεκα από τους κατηγορούμενους σε θάνατο. Το γεγονός ότι στους τρεις χαρίστηκε η ζωή ήταν η μόνη έκπληξη… [Οι καταδικασμένοι] απαγχονίστηκαν νωρίς το πρωί στις 3 Δεκεμβρίου του 1952. Οι σοροί τους αποτεφρώθηκαν και η τέφρα σκορπίστηκε στο πλάι ενός παγωμένου δρόμου, ώστε ο οδηγός ενός αυτοκινήτου, ένας μυστικός αστυνομικός, να αυξήσει την έλξη των ελαστικών του […] Η Πράβντα είχε καθημερινή κάλυψη της δίκης, τονίζοντας την ενοχή των κατηγορουμένων και τη σχέση τους με σιωνιστικές και «αστικές εβραϊκές εθνικιστικές συνωμοσίες». Όπως ανακοίνωσε το Ράδιο Βουκουρέστι σε μια αντιπροσωπευτική δήλωση: «Έχουμε εγκληματίες ανάμεσά μας, σιωνιστές πράκτορες και πράκτορες του διεθνούς εβραϊκού κεφαλαίου. Θα τους ξεσκεπάσουμε και είναι καθήκον μας να τους εξολοθρεύσουμε».
Αυτού του τύπου οι δηλώσεις απηχούσαν τις προθέσεις του Στάλιν. Την 1η Δεκεμβρίου δήλωσε, στη διάρκεια μιας συνεδρίασης του Πρεζιντέτιουμ, ότι «κάθε εβραίος είναι εθνικιστής και πράκτορας της αμερικανικής αντικατασκοπείας. Οι εβραίοι εθνικιστές πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ έσωσαν το λαό τους. Εκεί μπορείς να γίνεις πλούσιος, αστός και ούτω καθεξής. Πιστεύουν ότι είναι υποχρεωμένοι στους Αμερικανούς». Όπως παρατήρησε ο αντιφρονών ιστορικός Ρόι Μεντβέντεφ, ο Στάλιν «έβαζε στην άκρη όλα τα ιδεολογικά παραπετάσματα και έκανε τον αντισημιτισμό ένα ανοιχτό, φανερό κομμάτι της κρατικής πολιτικής»
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, το επίσημο πρακτορείο της ΕΣΣΔ, Τας, ανακοίνωσε στα μέσα Ιανουαρίου του 1953 ότι «οι υπηρεσίες κρατικής ασφάλειας ξεσκέπασαν μια τρομοκρατική ομάδα από γιατρούς που είχαν ως στόχο τους να βάλουν τέλος στη ζωή ενεργών δημοσίων προσώπων της Σοβιετικής Ένωσης, υπονομεύοντας την υγεία τους μέσω της ιατρικής τους αγωγής». Το άρθρο είχε τα ονόματα εννιά γιατρών, έξι εκ των οποίων ήταν εβραίοι και «όλοι κατείχαν ανώτερες θέσεις στη σοβιετική ιατρική ελίτ». Στο άρθρο κατονομαζόταν και ένας δέκατος γιατρός, ο έβδομος εβραίος, ο Μπόρις Σιμέλιοβιτς, ιατρικός διευθυντής του φημισμένου μοσχοβίτικου νοσοκομείου Μπότκιν, όπου επέβλεπε την θεραπεία ηγετών του Κόμματος και της κυβέρνησης. Δεν αναφερόταν όμως ότι ο Σιμέλιοβιτς είχε εκτελεσθεί από τον περασμένο Αύγουστο, ως ηγετικό στέλεχος της Εβραϊκής Αντιφασιστικής Επιτροπής.
Αυτό ήταν το σήμα για να ξεχειλίσει ο βόθρος της αντισημιτικής προπαγάνδας σε όλα τα κομμουνιστικά έντυπα της εποχής. «Ποιον υπηρετούσαν αυτά τα τέρατα;», αναρωτήθηκε σε πρωτοσέλιδο άρθρο ο αρχισυντάκτης της Πράβδα. «Ποιος διηύθυνε την εγκληματική και καταστροφική δραστηριότητα αυτών των ελεεινών που πρόδωσαν την πατρίδα;» Οι κατηγορούμενοι γιατροί, έγραφε το «σατιρικό» έντυπο Κροκοντίλ, «ήξεραν πως να αλλάξουν την έκφραση στα μάτια τους, ώστε να χαρίσουν ανθρώπινη όψη στην λυκίσια μορφή τους […] αυτοί είναι η προσωποποίηση της χυδαιότητας και της βδελυγμίας, ίδια φάρα με τον Ιούδα Ισκαριώτη…» Στο οπισθόφυλλο του ίδιου περιοδικού δημοσιεύτηκε ολοσέλιδη γελοιογραφία που ξύπνησε μνήμες από το ναζιστικό περιοδικό Der Strümmer.
Αλλά και εκτός της σοβιετοκρατούμενης Ευρώπης τα υποτακτικά στην Μόσχα Κομμουνιστικά κόμματα πλειοδότησαν σε κατάρες κατά των «συνωμοτών γιατρών». «Στις 27 Ιανουαρίου, η εφημερίδα L’Humanité δημοσίευσε τη δήλωση από μια ομάδα γάλλων γιατρών, ανάμεσά τους και δύο εβραίων, που δήλωναν τη στήριξή τους στους Σοβιετικούς αξιωματούχους, στον “πόλεμό” τους ενάντια στις εγκληματικές ενέργειες του κατηγορούμενου ιατρικού προσωπικού». Στο βιβλίο δεν αναφέρεται η στάση που κράτησε η ημέτερη Αυγή, όργανο τότε της κοινοβουλευτικής ΕΔΑ (στην οποία εκφραζόταν πολιτικά και το παράνομο ΚΚΕ), αλλά τρεις μήνες μετά, στις 7 Μαρτίου 1953, είχε οκτάστηλο τίτλο «Εμπρός στην Σορό του Μεγάλου Νεκρού» και υπότιτλους: «την τιμητική φρουρά της απαρτίζουν οι επιφανέστεροι σοβιετικοί ηγέται. Εκατομμύρια λαού παρελαύνουν από χθες το απόγευμα σε ένα ευλαβικό προσκύνημα».
Πεθαίνοντας στην κηδεία του Στάλιν
Μπορεί να μην ήταν εκατομμύρια, αλλά σίγουρα ήταν εκατοντάδες χιλιάδες που πήγαν να προσκυνήσουν τη σορό. Κάποιοι υπολόγισαν την ουρά να εκτείνεται στα 12 με 15 χιλιόμετρα. Τα μέτρα ασφαλείας ήταν δρακόντεια. Παραπλεύρως της ουράς στους κάθετους δρόμους είχαν τοποθετηθεί φορτηγά και, κατόπιν, τεθωρακισμένα. Και οι άνθρωποι στριμώχνονταν για να φτάσουν στην αίθουσα που ήταν ο «Μεγάλος Νεκρός» της Αυγής. «Νέοι χείμαρροι χύνονταν σε τούτη την ανθρωποπλημμύρα», κατέγραψε ο ποιητής Γεβγένι Γιεφτουσένκο, oοποίος περιγράφει ένα τελετουργικό απολύτως φρικιαστικό:
Το πλήθος μετατράπηκε σε πελώρια δίνη. Συνειδητοποίησα πως με έσπρωχναν καταπάνω σε ένα μεγάλο φανάρι, το ζύγωνα ασταμάτητα. Ξαφνικά είδα ότι μια κοπελίτσα σπρωχνόταν πάνω στον στύλο. Το πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο και ούρλιαζε. Τα ουρλιαχτά της όμως δεν ακούγονταν ανάμεσα σε όλες τις άλλες κραυγές και τα βογκητά. Μια κίνηση του πλήθους με πήγε προς το κορίτσι· δεν άκουσα μα ένιωσα με το κορμί μου το σπάσιμο των εύθραυστων οστών της, καθώς τσακιζόταν πάνω στο φανάρι. Έκλεισα έντρομος τα μάτια, γιατί δεν μπορούσαν να αντέξω την εικόνα των τρελά γουρλωμένων, παιδικών γαλάζιων της ματιών και παρασύρθηκα παραπέρα. Όταν κοίταξα ξανά, το κορίτσι δεν φαινόταν πλέον. Το πλήθος πρέπει να το είχε ρουφήξει από κάτω. Κάποιος άλλος πιεζόταν πάνω στο φανάρι με το κορμί του να συστρέφεται και τα χέρια του να ‘ναι ανοιχτά σαν πάνω σε σταυρό. Εκείνη την στιγμή ένιωσα ότι πατούσα κάτι μαλακό. Ήταν ένα ανθρώπινο κορμί. […] Ήμαστε παγιδευμένοι ανάμεσα στους τοίχους των σπιτιών από την μια μεριά και σε μια σειρά στρατιωτικών φορτηγών από την άλλη…
Τη συνέχεια του περιστατικού τη συμπληρώνει ο ίδιος ο Τζόσουα Ρούμπινσταϊν:
Όταν ο Γιεφτουνσένκο και άλλοι ικέτεψαν τους στρατιώτες να μετακινήσουν τα φορτηγά, καθώς κεφάλια ανθρώπων τσακίζονταν πάνω στα ατσαλένια πλαϊνά τους, εκείνοι αρνήθηκαν. Δεν είχαν εντολές να το κάνουν.
Ο Γιεφτουσένκο δεν έφτασε στην αίθουσα των κιόνων, αλλά γύρισε σπίτι θεωρώντας ότι απ’ όλα αυτά είχε δει τον Στάλιν, «επειδή όλα όσα είχαν μόλις συμβεί – αυτά ήταν ο Στάλιν…»
Όταν, αργότερα, ο Νικίτα Χρουστσόφ πήρε την εξουσία, ανακοίνωσε ότι 109 άτομα έχασαν τη ζωή τους σε εκείνον το συνωστισμό. Ο αριθμός των νεκρών, πάντως, αμφισβητείται· κατ’ αρχήν, δεν αναφέρονται οι νεκροί στο Λένινγκραντ, στην Τιφλίδα κ.α., όπου επίσης διοργανώθηκαν τέτοιες πιεστικές εκδηλώσεις λατρείας. Ο συγγραφέας Αντρέι Σινιάφσκι σημείωσε:
Είχε σχεδιάσει έτσι έξυπνα το θάνατό του ώστε μια μεγάλη μερίδα από τους πιστούς του να θυσιαστεί σ’ αυτόν. Θυσιασμένοι προς τιμήν της θλιβερής αποδημίας του, μια ταιριαστή κορύφωση της ηγεμονίας του […] Είχε μπει στην Ιστορία η τελευταία πινελιά.
Ένα μήνα μετά την κηδεία του Στάλιν, και ενώ το όνομά του σταδιακά εξαφανιζόταν από τις σελίδες της Πράβντα, εκδόθηκε «Ανακοινωθέν από το Υπουργείο Εσωτερικών της ΕΣΣΔ» που κατέρριπτε τα περί της συνωμοσίας των (εβραίων) γιατρών. Η σύλληψη των κατηγορουμένων είχε γίνει «χωρίς νόμιμη βάση», οι κατηγορίες ήσαν «ψευδείς», τα τεκμήρια εναντίον τους «αβάσιμα» και, το κυριότερο:
Εξακριβώθηκε ότι η κατάθεση των κρατουμένων, η οποία επιβεβαίωνε υποτίθεται τις κατηγορίες, αποσπάστηκε από τους αξιωματούχους του τμήματος ερευνών του πρώην Υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας με την χρήση μέσων τα οποία είναι ανεπίτρεπτα και ρητά απαγορευμένα από τον σοβιετικό νόμο.
Η Πράβντα ανέφερε ως υπευθύνους τον αναπληρωτή υπουργό Κρατικής Ασφάλειας, Σεμιόν Ιγνάτιεφ, και τον διευθυντή του υπουργείου, Μιχαήλ Ρούμιν, αλλά υπονοούσε ότι υπήρχαν αντισημιτικά κίνητρα στην υπόθεση:
Ελεεινοί τυχοδιώκτες του είδους του Ριούμιν προσπάθησαν […] να υποδαυλίσουν στη σοβιετική κοινωνία […] αισθήματα εθνοτικού ανταγωνισμού που είναι τελείως ξένα προς τη σοσιαλιστική ιδεολογία.
Η εξόντωση του Μπέρια
Ο «Μεγάλος Νεκρός» και κύριος ένοχος έμενε προς το παρόν στο απυρόβλητο, αλλά είχε σημάνει η ώρα του δεξιού του χεριού στον τρόμο, Λαβρέντι Μπέρια. Αν και ο υπουργός Κρατικής Ασφάλειας, υπεύθυνος μυστικών υπηρεσιών, συνοριοφυλακής κ.λπ. εμφανίστηκε μετά το θάνατο του Στάλιν ως ο πιο μεταρρυθμιστής στο Πολιτμπιρό, ήταν επικίνδυνος διότι ήλεγχε τις δυνάμεις ασφαλείας, μέχρι και τη φρουρά του Κρεμλίνου. Σχεδιάστηκε ολόκληρη επιχείρηση από τον υπουργό Άμυνας, Νικολάι Μπουλγκάνιν, για να εισέλθουν κρυφά στο Κρεμλίνο ελαφρά οπλισμένοι στρατιωτικοί, οι οποίοι σε μια συνεδρίαση του Πρεζίντιουμ συνέλαβαν τον Μπέρια. Στη συνεδρίαση αυτή αναπτύχθηκε κατά του Μπέρια όλο το σοβιετικό λεξιλόγιο της δεκαετίας του 1930, όταν γίνονταν οι δίκες της Μόσχας κατά των αντιπάλων του Στάλιν. Τώρα, ο άνθρωπος που πρωταγωνίστησε σε εκείνες τις διώξεις, ήταν «ο πλέον έκφυλος από τους έκφυλους», «πυγμαίος», «κοριός», «χαμαιλέοντας», «Βοναπάρτης έτοιμος να αναρριχηθεί στην εξουσία πάνω σε βουνά από πτώματα και ποταμούς αίματος».
Τον συνέλαβαν υπό την απειλή των όπλων κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης και βρήκαν πάνω του ένα χαρτί που με μεγάλα γράμματα έγραφε τη λέξη «Συναγερμός», σήμα προφανώς προς τη φρουρά του Κρεμλίνου αν γινόταν κάτι. Τον έκλεισαν σε ένα δωμάτιο για αρκετές ώρες, για να τον φυγαδεύσουν βράδυ, την ώρα που άλλαζε βάρδια η φρουρά.
Για να εμποδίσουν οποιαδήποτε απόπειρα δραπέτευσης του πήραν τη ζώνη κι έκοψαν τα κουμπιά του παντελονιού του, αναγκάζοντάς τον να χρησιμοποιεί και τα δυο του χέρια για να το κρατάει ψηλά – ήταν ένας ταπεινωτικός κι αποτελεσματικός τρόπος να αποτρέψουν οποιαδήποτε αιφνιδιαστική ενέργεια…
Δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Books’ Journal Δεκέμβριος 2017