Γιάννης Λούλης, «Στις ρίζες του κακού. Πώς και γιατί εκτροχιάστηκε η μεταπολίτευση»
Τα βιβλία μιας ζωής συμπυκνώνει στο τελευταίο του πόνημα ο κ. Γιάννης Λούλης, το οποίο έχει τίτλο «Στις ρίζες του κακού. Πώς και γιατί εκτροχιάστηκε η μεταπολίτευση» (εκδ. Καστανιώτη).
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το τετρακοσίων σελίδων βιβλίο είναι μια σύνοψη της Μεταπολίτευσης υπό την κριτική ματιά του συγγραφέα. Υπάρχει φυσικά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και «το ιδανικό ξεκίνημα της μεταπολίτευσης», η οποία «ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Η χώρα έκανε μία από τις ομαλότερες μεταβάσεις από ένα αυταρχικό καθεστώς στη Δημοκρατία. (…) Ο Καραμανλής είχε την εικόνα του “ισχυρού ηγέτη”. Θεωρούνταν αποφασιστικός, πείσμων και άνθρωπος της πράξης. Στα γνώριμα χαρακτηριστικά του, όμως, είχαν προστεθεί και κάποια νέα. Στη Γαλλία ο Καραμανλής είχε εμπλουτίσει την όλη εικόνα, παρουσία και σκέψη του… Ο Καραμανλής της μεταπολίτευσης ήταν ένας “άλλος Καραμανλής”. Η μετάλλαξη αυτή ανταποκρινόταν απόλυτα στη νέα φάση του πολιτικού βίου της χώρας. Καθρέφτιζε μια πολιτική ωρίμανση, τουλάχιστον στο επίπεδο των φιλελευθέρων πολιτικών δομών».
Ομως, σύμφωνα με τον κ. Λούλη: «Αν και το ξεκίνημα της Μεταπολίτευσης σφραγίστηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο κεντρικός κορμός της περιόδου αυτής υπήρξε ο Ανδρέας Παπανδρέου και το κόμμα του. Τα περισσότερα χρόνια θα κυβερνούσε το ΠΑΣΟΚ ως νέο κόμμα μιας νέας εποχής. […] Η πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης, εκείνη της σταθεροποίησης (1974-1977), έκλεινε τον κύκλο της. Η περίοδος 1977-1981 ήταν καθαρά μεταβατική. […] Γρήγορα κατέστη προφανές πως από την ώρα που το ΠΑΣΟΚ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση το 1977, το ήπιο κλίμα της πρώτης φάσης της Μεταπολίτευσης δεν θα μπορούσε να διαρκέσει. Ηταν φανερό ότι ο Παπανδρέου χάραζε όχι μόνο μια ριζοσπαστική πορεία, αλλά κυρίως μια διαδρομή που ήταν λαϊκιστική και συγκρουσιακή. […] Από το 1981 έως το 1989 η Ελλάδα έμπαινε απότομα και βαθιά στην εποχή του λαϊκισμού. Αυτή ήταν η εποχή που θα κυριαρχούσε το σύνθημα “ο λαός στην εξουσία”! Ενώ και όταν θα ολοκληρωνόταν η συγκεκριμένη περίοδος, πέρα από τη μεγάλη ζημιά στην οικονομία, το μικρόβιο του λαϊκισμού θα διαπότιζε κατά καιρούς τον δημόσιο βίο».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατά τον συγγραφέα «θα κινούνταν –και ορθώς– προς μια φιλελευθεροποίηση της οικονομίας. Αυτό ήταν ζωτικό για τη χώρα, ειδικά μετά τον νοσηρό κρατισμό της προηγούμενης περιόδου. Ομως γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι αν και η γενική κατεύθυνση ήταν σωστή, δεν υπήρχε μια συγκροτημένη στρατηγική οικονομικής φιλελευθεροποίησης. Ενώ και ο ίδιος ο Μητσοτάκης ήταν στη ρητορική του αποφασιστικός έως και συγκρουσιακός ως προς τις τομές που προειδοποιούσε ότι θα έκανε, στην πράξη αποδείχτηκε άτολμος. Υπήρχαν συνεχείς ταλαντεύσεις, αναδιπλώσεις και καθυστερήσεις…».
«Ο Σημίτης ξεκίνησε θετικά την πρώτη θητεία του καθώς ήταν φανερό πως θα επιχειρούσε ένα νοικοκύρεμα των δημοσιονομικών. Ταυτόχρονα όμως, όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν αντιληπτό ότι δεν επρόκειτο να αναδειχτεί σε πρωθυπουργό-μεταρρυθμιστή. Δεν θα άνοιγε νέους δρόμους. (…) Ο Κώστας Σημίτης ήταν τελικά ένας εκ φύσεως ιδιαίτερα συντηρητικός πολιτικός».
Κι αυτό δεν είναι καν το χειρότερο απ’ όσα του προσάπτει ο κ. Λούλης. Το σημαντικό είναι ότι τον θέτει περίπου ισοϋψή με τον διάδοχό του, τον κ. Κώστα Καραμανλή: «Σημίτης και Καραμανλής είχαν αρκετά κοινά σημεία, πέρα από εκείνα που προσλαμβάνονταν σε επίπεδο εικόνας. Κανένας από τους δύο δεν ήταν τολμηρός ριζοσπάστης. Ως χαρακτήρες ήταν συντηρητικοί, προσεκτικοί και συνετοί στις κινήσεις τους. Δεν άνοιγαν νέους δρόμους παίρνοντας το σχετικό ρίσκο». Συνεπώς οι πρωθυπουργίες τους ήταν «χαμένες ευκαιρίες για τη χώρα».
Για τον πρωθυπουργό που αναγκάστηκε να διαχειριστεί την πρώτη φάση της κρίσης, «ο Παπανδρέου, και ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ως πρωθυπουργός, θα συνέχιζε να χαρακτηρίζεται από την απουσία καθαρού στίγματος. Θα παρέμενε ένα αίνιγμα. Οχι διότι έκρυβε κάτι βαθύτερο. Αλλά διότι στερούνταν ξεκάθαρης κατεύθυνσης. Αυτό το τελευταίο θα χαρακτήριζε και την αποτυχημένη πρωθυπουργία του».
Η κυβέρνηση Σαμαρά «εξαρχής ένα άρρωστο σχήμα (…) ήταν, κατά βάση, νεοδημοκρατική στη σύνθεσή της. Στηριζόταν από τρία κόμματα, με τα δύο να μη μετέχουν σ’ αυτήν! (…) Ο Σαμαράς δεν τόλμησε να ανοίξει την κυβέρνησή του σε ικανούς μη κομματικούς ανθρώπους…».
Το 2015 «οι οργισμένοι ψηφοφόροι δεν ψήφιζαν “ιδεολογικά”. Δεν επέλεξαν τον Τσίπρα ως “αριστερό”. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η απήχηση του Τσίπρα θα μίκραινε. Δεν θα μεγάλωνε! Η άνοδος του Τσίπρα συντελέστηκε όχι διότι ήταν αριστερός, αλλά διότι ήταν διαφορετικός ως πολιτικό προϊόν. Οταν εκτοξευόταν ο Τσίπρας, κυριαρχούσε πλέον το “όλοι ίδιοι είναι”. Σε τέτοιες εποχές κυριαρχούν πρόσωπα. Οχι ιδεολογίες…».
Η αλήθεια είναι πως αδικούμε το βιβλίο με την εξαιρετικά αποσπασματική ανθολόγησή του. Υπάρχει ολόκληρη θεωρία πίσω του που επαναλαμβάνεται σε κάθε κεφάλαιο για κάθε περίοδο που πραγματεύεται. Αυτή, εν ολίγοις, θα λέγαμε ότι ήταν η προσδοκία της τόλμης που έδινε σε έναν ηγέτη τις εκλογές και η διάψευση που τον έκανε να τις χάνει.
Το σημαντικότερο στοιχείο του βιβλίου, όμως, είναι η σύγκριση που κάνει με δύο χώρες οι οποίες εξήλθαν από την καταχνιά του αυταρχισμού και έγιναν Δημοκρατίες την ίδια περίοδο με την Ελλάδα. Η διαφορά και το μεγάλο εμπόδιο να ευημερήσει και η Ελληνική Δημοκρατία, όπως της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, οφείλονται κατά τον συγγραφέα στη… βραχεία δικτατορία. Μπορεί η Ελλάδα να «πέτυχε τον στόχο [του εκδημοκρατισμού] πιο ομαλά, πιο παστρικά και πιο ολοκληρωμένα», αλλά το πρόβλημα ήταν ότι στη Μεταπολίτευση «η χώρα είχε περάσει στη νέα φάση της με εμπροσθοφυλακή τον κορμό του προδικτατορικού πολιτικού προσωπικού της και τις νοοτροπίες που αυτό κουβαλούσε». Σε Ισπανία και Πορτογαλία «μετά από δεκαετίες δικτατοριών, ανέδειξαν στη δημοκρατική φάση τους μια νέα γενιά πολιτικού προσωπικού χωρίς αμαρτήματα από το παρελθόν του σε μια δυσλειτουργούσα δημοκρατία. Αντίθετα, η Ελλάδα επανέφερε στο προσκήνιο ένα πολιτικό προσωπικό το οποίο είχε τραυματίσει θανάσιμα τον κοινοβουλευτισμό, κουβαλώντας παλιές συνήθειες και πρακτικές». Και επιπλέον, οι χώρες της Ιβηρικής: «Δυσκολεύτηκαν στη δημοκρατική πορεία τους, αλλά μέσα από τις δυσκολίες τους αντιλήφθηκαν την αξία της συναίνεσης και του ήπιου κλίματος». Αυτό πλήρωσε ακριβά η χώρα όταν το χρειαζόταν περισσότερο: την περίοδο της οικονομικής κρίσης…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 12.11.2017