Σχεδός κάθε υπουργός «αναμορφώνει» το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων για τα ΑΕΙ.
Τι στην ευχή; Γινάτι έχουν βάλει να σπαταλούν τους φόρους μας; Μετά τον υπουργό Εσωτερικών Πάνο Σκουρλέτη που αποφάσισε διπλές εκλογές με κόστος 70-100 εκατ. ευρώ –διότι «όταν συμπίπτουν οι δημοτικές και οι ευρωεκλογές, αυτό λειτουργεί παραμορφωτικά για τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο των αυτοδιοικητικών εκλογών»– και ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου αποφάσισε διπλές Πανελλαδικές Εξετάσεις. O προϋπολογισμός του υπουργείου Παιδείας για τις περυσινές εξετάσεις (2016) ήταν 13 εκατ. ευρώ. Σε δύο χρόνια το ποσό αυτό θα διπλασιαστεί. Ακόμη κι αν αυτές είναι προαιρετικές, θα πρέπει να οργανωθούν, τμήματα, επιτηρητές, διορθωτές κ.λπ.
Και αν βλέπαμε κάποια προκοπή θα λέγαμε «ας πάει και το παλιάμπελο, αφού πρόκειται για την εκπαίδευση των παιδιών μας». Αλλά έπειτα από κάθε «γκράντε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», σαν αυτή που κάνει και ο κ. Γαβρόγλου, μένουμε με την απορία: με Πανελλαδικές τα βάζουμε, με Πανελλήνιες τα βγάζουμε, τι έχουν τα έρμα και μένουν αγράμματα; Ετσι οι πρωθυπουργοί «καταργούν τις εισαγωγικές εξετάσεις σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ» και οι υπουργοί Παιδείας τις ανακατεύουν. Γράφαμε πριν από δεκατρία χρόνια όταν η τότε νέα υπουργός Παιδείας της Νέας Δημοκρατίας Μαριέττα Γιαννάκου εξήγγειλε κι αυτή την αναδιάρθρωση των εξετάσεων: «Ωραία! Κάναμε τα εννιά εξεταστέα μαθήματα έξι (για όσους γνωρίζουν μαθηματικά, αυτό είναι ευθέως ανάλογο του τρία, δύο). Πριν από τέσσερα χρόνια, ο κ. Ευθυμίου είχε κάνει τα δεκατρία-εννιά, ενώ ο αυστηρός κ. Γεράσιμος Αρσένης αύξησε το 1997 σε δεκατρία τα τέσσερα που είχε θεσμοθετήσει ο κ. Γιώργος Παπανδρέου. Εν τω μεταξύ η κ. Μαριέττα Γιαννάκου καταργεί τις εξετάσεις στη Β΄ Λυκείου, που είχε επαναφέρει ο κ. Γεράσιμος Αρσένης το 1997, τις οποίες είχε καταργήσει το 1980 ο κ. Γιάννης Βαρβιτσιώτης, που είχε θεσπίσει πριν απ’ αυτόν ο κ. Γεώργιος Ράλλης» («Ανακατεύοντας τις εξετάσεις» 21.6.2004).
Από τότε οι «δέσμες» έγιναν κατευθύνσεις, το λύκειο άλλαξε οριστικώς κάνα δυο φορές και τώρα ξανά μανά αλλάζει το εξεταστικό σύστημα. Εν τω μεταξύ, τα αυτόνομα πανεπιστήμια της Κύπρου (κρατικό και ιδιωτικά) διαφημίζουν με επιτυχία τα προγράμματα σπουδών τους προσελκύοντας ξένους φοιτητές. Εκεί η ανώτατη εκπαίδευση, αν και έχει ζωή τριών δεκαετιών (το πρώτο πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 1989), παράγει το 2,5% του ΑΕΠ της Μεγαλονήσου. Το αντίστοιχο ποσό για την Ελλάδα θα ήταν 4,5 δισ. ευρώ, μιάμιση φορά δηλαδή τα έσοδα του ΕΝΦΙΑ.
Αφού λοιπόν δοκιμάσαμε τόσο πολλά, γιατί δεν ακολουθούμε τη συμβουλή εκείνου του γκουρού της πληροφορικής που είπε «αν όλα αποτύχουν ανοίξτε το manual». Στη δική μας περίπτωση το εγχειρίδιο είναι η εμπειρία των άλλων χωρών, με πλησιέστερη την Κύπρο. Βεβαίως εκεί δεν έχουν έναν επηρμένο υπουργό που του μυρίζει το εκπαιδευτικό σύστημα της Φινλανδίας (αναδεικνύεται επί σειρά ετών το καλύτερο του κόσμου) και το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ διότι «έχουν κι αυτά προβλήματα», θυμίζοντας το ανέκδοτο με εκείνο τον φουκαρά που πήγε να φάει σε μια έπαυλη και μετά εξιστορούσε στους φίλους του τα προβλήματα των πλουσίων: «Χάλια ήταν. Το κρασί παλιό, το χαβιάρι μαύρο, το τυρί μουχλιασμένο…». Τελικώς, ο κ. Γαβρόγλου, που δηλώνει ότι «η Φινλανδία μαζί με το Χάρβαρντ κοντεύουν να αποκτήσουν μια μεταφυσική ιερότητα στην Ελλάδα», προέκρινε ένα κεντρικό σύστημα εξετάσεων με λιγότερα μαθήματα και λιγότερη ύλη, έτσι ώστε στο τέλος να αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατόν ένας πρωθυπουργός που τελείωσε το ΕΜΠ να μη γνωρίζει ότι η στροφή 360 μοιρών σηματοδοτεί την ίδια κατεύθυνση.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η ανώτατη εκπαίδευση πρόκοψε εκεί όπου ξέφυγε από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κεντρικού κράτους, εκεί όπου υπάρχουν αυτόνομα κρατικά και ιδιωτικά ΑΕΙ και όχι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, όπως επιτάσσει το άρθρο 16 του Συντάγματος. Μέχρι όμως να αλλάξει το σύστημα, μπορούν να αλλάξουν πολλά. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά το σύστημα των εξετάσεων εισαγωγής στα ΑΕΙ, γράφαμε παλιότερα («Οι εξετάσεις και η αποκέντρωση», «Καθημερινή» 28.1.2009) «η αποκέντρωση θα μπορούσε να γίνει σταδιακά. Η αλήθεια είναι ότι ιστορικά ένα πράγμα έκανε αδέκαστα το ελληνικό κράτος: εισαγωγικές εξετάσεις. Από το 1964 και μετά και με την εξαίρεση δύο ετών (1980 και 2006 που παρατηρήθηκαν κάποια παρατράγουδα) ουδείς έχει να προσάψει το παραμικρό στην εν λόγω διαδικασία. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να διαφυλάξουμε, ως νησίδα στον ωκεανό της ρουσφετολογίας του ελληνικού κράτους. Γι’ αυτό το υπουργείο Παιδείας μπορεί να λειτουργήσει ως εξεταστικός μηχανισμός όλων των μαθημάτων που οι διάφορες σχολές των ΑΕΙ ζητούν. Κάθε τμήμα θα προκηρύσσει τις θέσεις του και θα ζητεί από τους υποψηφίους να διαγωνιστούν σε συγκεκριμένα μαθήματα που θα είναι διαφορετικά και θα τα σταθμίζει με διαφορετικό συντελεστή. Αλλα μαθήματα μπορεί να ζητάει το Θεολογικό και άλλα η Φιλοσοφική. Ακόμη και ομοειδή τμήματα μπορούν να διαφέρουν. Το Μετσόβιο, για παράδειγμα, που έχει μεγάλη ζήτηση, μπορεί να δυσκολεύει τις εξετάσεις του ζητώντας περισσότερα μαθήματα απ’ ό,τι μια σχολή της περιφέρειας. Οι μαθητές μπορούν να επιλέγουν εξέταση μόνο στα μαθήματα που αντιστοιχούν στις σχολές που επιθυμούν, αλλά προκειμένου να μεγιστοποιήσουν τις πιθανότητες εισαγωγής τους σε κάποια σχολή δεν θα επιλέξουν τον μικρό αριθμό των τεσσάρων ή πέντε μαθημάτων. Τα οφέλη της χωλής έστω αυτής αποκέντρωσης θα είναι πολλαπλά. Τα ΑΕΙ θα παίρνουν τους καλύτερα προετοιμασμένους –σύμφωνα με τις ανάγκες που αυτά προσδιορίζουν– φοιτητές. Οι υποψήφιοι δεν θα αποστηθίζουν τέσσερα ή πέντε εγχειρίδια· θα είναι αναγκασμένοι να δίνουν βάρος σε περισσότερα μαθήματα. Αν μάλιστα η εξέταση γίνει εφ’ όλης της ύλης του μαθήματος, τότε αναγκαστικά θα πρέπει να δίνουν βάρος στην κριτική σκέψη».
Αλλά αυτό το σύστημα σημαίνει υπουργούς με λιγότερη εξουσία και λιγότερη δημοσιότητα. Μην ξεχνάμε ότι ο υπουργός Παιδείας γίνεται πρωτοσέλιδος και αποκτά χρόνο στα κανάλια όποτε ανακοινώνει τη ριζική αναμόρφωση του Λυκείου και των εξετάσεων, επειδή το ενδιαφέρον των ελληνικών οικογενειών είναι μεγάλο. Γι’ αυτό έχουμε και τόσες πολλές αλλαγές. Και κάθε φορά είναι “οριστικές”…».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 3.9.2017