Είναι αστείο να ονειρευόμαστε «εγχώρια εθνικά σχέδια εξόδου από την κρίση», όταν ακόμη και η ΕΡΤ δεν έχει πυξίδα.
Δεν γνωρίζουμε αν αποτελεί «πάρτι εκατομμυρίων» η απόκτηση των δικαιωμάτων μετάδοσης από την ΕΡΤ των αγώνων της Football League (δηλαδή της Β΄ Εθνικής) «από την εταιρεία Sports Comm Αθλητική Ενημέρωση Α.Ε., έναντι του ποσού 700.000 ευρώ συν ΦΠΑ σε μετρητά και 730.000 ευρώ σε διαφημιστικό χρόνο για κάθε σεζόν» (απόφαση Δ.Σ. 22.12.2016). Κατά την εφημερίδα, που έφερε στην επιφάνεια το θέμα, «με τη χριστουγεννιάτικη απόφαση του Δ.Σ. της ΕΡΤ, τα συνολικά ποσά για τις δύο τηλεοπτικές σεζόν ανέρχονται σε 2.860.000 ευρώ για 128 συνολικά αγώνες…» («Πάρτι στην ΕΡΤ… στην υγεία των φορολογουμένων», «Βήμα» 9.4.2017).
Η απάντηση της ΕΡΤ ήταν ότι αγόρασε φθηνά, «αφού ο σταθμός που κατείχε τα τηλεοπτικά δικαιώματα της περυσινής χρονιάς είχε καταβάλει… σχεδόν 3.000.000 ευρώ ετησίως». Σημειώνει δε ότι: «Η επιλογή του χρόνου για το συγκεκριμένο δημοσίευμα δεν είναι καθόλου τυχαία: αυτές τις μέρες κρίνεται το μείζον ζήτημα της αγοράς των τηλεοπτικών δικαιωμάτων κορυφαίων αθλητικών γεγονότων, όπως το Μουντιάλ 2018, οι Ολυμπιακοί Αγώνες 2020, οι αγώνες της Εθνικής Ελλάδας στο μπάσκετ 2017-2021, οι αγώνες Ελληνικού Πρωταθλήματος Μπάσκετ 2017-2020 κ.ά., τα οποία η ΕΡΤ προτίθεται να εξασφαλίσει και να προσφέρει χωρίς αποκλεισμούς στους Ελληνες πολίτες… Η κατασυκοφάντηση της διοίκησης της ΕΡΤ… μόνο στόχο έχει να ωφελήσει τους ανταγωνιστές της και όλους όσοι επιθυμούν την ΕΡΤ μικρή, φοβική, ενοχική και εκτός της διεκδίκησης προϊόντων υψηλής αξίας».
Είναι απορίας άξιον γιατί η επιχείρηση διαχείρισης δικαιωμάτων της Football League αποφάσισε να πουλήσει στο κράτος φθηνά (2.860.000 ευρώ για δύο σεζόν) αυτό που πουλούσε στους ιδιώτες ακριβά (3.000.000 για ένα χρόνο) αλλά το πρόβλημα ημών των φορολογουμένων –που πληρώνουμε θέλουμε-δεν θέλουμε την ΕΡΤ– είναι άλλο. Πρωτίστως ο ρόλος της. Δηλαδή, είναι κοινός τόπος, ότι η Δημόσια Τηλεόραση είναι αναγκαία διότι ο ιδιωτικός τομέας δεν θέλει ή δεν μπορεί να καλύψει πτυχές του πολιτιστικού γίγνεσθαι το οποίο η κοινωνία θεωρεί αναγκαίες προς διάδοση. Τα ντοκιμαντέρ, οι πολιτιστικές εκδηλώσεις, οι συζητήσεις, οι συνεντεύξεις με ανθρώπους των γραμμάτων και τεχνών κ.λπ., επειδή δεν έχουν τηλεθέαση και συνεπώς δεν φέρνουν διαφημιστικά έσοδα, παρακάμπτονται από τα ιδιωτικά κανάλια που στόχο έχουν το «δυσώδες» (για την Ελλάδα) κέρδος. Γι’ αυτό λοιπόν χρειάζεται η δημόσια τηλεόραση και όχι για να ανταγωνίζεται με τα ιδιωτικά ποιος θα πρωτοδείξει ποδόσφαιρο ή μπάσκετ. Τα, αθλήματα αυτά είναι έτσι κι αλλιώς δημοφιλή και δεν χρειάζονται το κράτος να επιδοτεί την προβολή τους.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, δεν είχαμε ποτέ δημόσια τηλεόραση. Ηταν πάντοτε κρατική και συχνά κομπλεξική με την ιδιωτική. Εξ ου και η αναφορά ότι «κάποιοι θέλουν την ΕΡΤ… μικρή, φοβική, ενοχική και εκτός της διεκδίκησης προϊόντων υψηλής αξίας». Και όταν αναφέρουν «προϊόντα υψηλής αξίας», τι ακριβώς εννοούν; Η μετάδοση ενός αγώνα μπορεί να έχει μεγάλη ανταλλακτική αξία, αλλά για κρατικό μέσο μηδαμινή αξία χρήσης, όπως θα έλεγαν και οι μαρξιστές της κυβέρνησης. Αν υπήρχαν…
Είναι αστείο να ονειρευόμαστε «εγχώρια εθνικά σχέδια εξόδου από την κρίση», όταν ακόμη και η ΕΡΤ δεν έχει πυξίδα. Ενας οργανισμός που θέλει τα καλά του κράτους (δηλαδή να πληρώνεται από τη φορολογία μας και να μη χολοσκάει για τον ανταγωνισμό), αλλά είναι και ανταγωνιστικός προς τα ιδιωτικά κανάλια. Γι’ αυτό δεν μπορεί να επιτύχει, ούτε έτσι ούτε αλλιώς…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 16.4.2017