Παρουσίαση του βιβλίου «Μακεδονικός Αγώνας. Η ένοπλη φάση του (1903-1908)» του Κωνσταντίνου Γκιουλέκα
Λέγονται πολλά για τους πολιτικούς. Τα περισσότερα είναι αλήθεια. Κυρίως όσα αφορούν την πνευματική τους συγκρότηση. Παλιά φοβόμασταν ότι δεν μπορούν να γράψουν. Βλέποντας την σημερινή σύνθεση της Βουλή αναρωτιόμαστε αν ξέρουν και να διαβάζουν.
Δεν ήταν τα πράγματα πάντοτε έτσι. Όχι ότι παλιότερα ήταν σοφοί όσοι έμπαιναν στην Βουλή. Όμως ήξεραν την διαφορά Μυτιλήνης Λέσβου, ποιοι ήταν σύμμαχοι των ναζί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι το μονοξείδιο του άνθρακα σκοτώνει και το διοξείδιο το έχουμε στις γκαζόζες. Δεν ήταν όλοι οι πολιτικοί σοφοί, αλλά όλοι ήθελαν τουλάχιστον να δείξουν ότι αγαπούν τα γράμματα, ότι διαβάζουν ιστορία, και κυρίως ότι μαθαίνουν από αυτή. Δεν θέλω να ακούγομαι σαν τους «παππούδες που νοσταλγούν τις παλιές καλές εποχές». Κακές ψυχρές κι ανάποδες ήταν αυτές οι εποχές στα περισσότερα -μέσα στις λάσπες ζούσε ο περισσότερο κόσμος και οι άνθρωποι πέθαιναν πολύ νωρίς- αλλά ο βαθμός εγγραμματοσύνης στην Βουλή ήταν υψηλότερος του μέσου όρου της κοινωνίας. Σήμερα συμβαίνει το αντίθετο κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στους 20 βουλευτές της Χρυσής Αυγής.
Η αλήθεια είναι ότι πριν την σημερινή πνευματική έρημο υπήρξε ένα ενδιάμεσο στάδιο βιβλιοπαραγωγής των πολιτικών. Το πληθωριστικό, θα το λέγαμε, όπως ήταν όλα στην «εποχή της αστακομακαρονάδας». Ο Ρόναλντ Ρίγκαν είχε πει ότι «H πολιτική είναι ένα θαυμάσιο επάγγελμα. Aν επιτύχεις θα έχεις πολλές απολαβές. Αν αποτύχεις, μπορείς κάλλιστα να γράψεις ένα βιβλίο.» Aν δούμε την ελληνική βιβλιοπαραγωγή την περασμένης δεκαετίας θα διαπιστώσουμε πως στην χώρα μας δεν χρειαζόταν να αποτύχει κάποιος στην πολιτική για να εκδόσει ένα βιβλίο. Aντιθέτως, ο μεγάλος αριθμός εκδόσεων που έκαναν οι πολιτικοί έδειχνε ότι για να επιτύχει κάποιος στην πολιτική μάλλον πρέπει να εκδόσει ένα βιβλίο. Έτσι οι προθήκες των βιβλιοπωλείων γέμιζαν με πονήματα ενεργών ή συνταξιούχων πολιτικών, προς χαρά εκείνων που επιχειρούσαν στην βιομηχανία χαρτοπολτού. Διότι είναι άλλο πράγμα η συγγραφή ενός βιβλίο και άλλο η συλλογή σε τόμο ή τόμους των ομιλιών, συνεντεύξεων και άρθρων των πολιτικών, κείμενα για τα οποία οι πολίτες αδιαφορούσαν όταν πρωτοδιατυπώθηκαν, πόσο μάλλον τώρα που έχουν φύγει από την επικαιρότητα.
Τα λέω όλα αυτά για να τονίσω πόσο σπάνια και σημαντική είναι η πρωτοβουλία του τρισυπόστατου (σύμφωνα με το επίσημο βιογραφικό του είναι Δικηγόρος, Δημοσιογράφος, Βουλευτής) Κώστα Γκιουλέκα να συγκεντρώσει σπαράγματα της ιστορίας σε αυτούς τους μεγάλους τόμους. Το έκανε με το δίτομο έργο «ΕΠΟΣ 1940-’41. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ Ημέρα με την Ημέρα Από τις εφημερίδες της εποχής», βασισμένο στην προσωπική του συλλογή από εφημερίδες και ντοκουμέντα της εποχής, το οποίο βραβεύτηκε με ειδικό βραβείο από το ίδρυμα δημοσιογραφίας «Αθ. Μπότση». Το επαναλαμβάνει τώρα για τον Μακεδονικό Αγώνα κατά την ένοπλη φάση του (1903-1908) αλλά με εκτενείς εισαγωγές για το πως διαμορφώθηκε η κατάσταση στα Βαλκάνια και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν τον ένοπλο αγώνα.
Το καλό με αυτά τα εικονογραφημένα λευκώματα δεν είναι ότι σου μαθαίνουν ιστορία. Είναι ότι σε μεταφέρουν σε εκείνες τις ιστορικές περιόδους. ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΩΡΑ γράφει με μεγάλα γράμματα το Εμπρός 2-3-1906· ένα απόκομμα εφημερίδας που έπιασα τυχαία. Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΝ (με μικρότερα γράμματα) ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ. ΚΑΤΑΔΙΩΞΙΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΩΝ ΣΥΜΜΟΡΙΩΝ ΥΠΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ.
Τρεις μέρες μετά (5.3.1906) διαβάζουμε πάλι σε απόκομμα του Εμπρός «ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΦΛΩΡΙΝΑΝ. Συμποκή ελληνομακεδόνων και στρατού.» «Χθες εκ του χωρίου Γραδεσνίτσας (του Μπουφκόλους) 6 χωρικοί εξήλθον όπως κόψωσι ξύλα συνοδευόμενοι υπό 4 στρατιωτών. (Τούρκων εννοεί) Εις το δάσος οι στρατιώται περιπολούντες αντελήφθησαν 3 ελληνομακεδόνες μετά των οποίων συνεπλάκησαν. Κατόπιν ανταλλαγής πυροβολισμών ο Κωνσταντίνος Μαναρώλης βαρέως τραυματισμένος περιήλθε εις χείρας των Τούρκωνοι δε έτεροι δύο Χρήστος Καστοριανός και Ευάγγελος Τσερκέζης, παραδόθησαν».
Στην ίδια σελίδα διαβάζουμε ότι δύο ημέρες μετά (7.3.1906) το Εμπρός δημοσιεύει την είδηση περί συμπλοκής του τουρκικού στρατού με «σερβική συμμορία». «Μοναστήριον. Το Σάββατον εις το χωριόν Δρένοβον της περιφέρειας Περλεπέ ο τουρκικός στρατός πληροφορηθείς ότι εκρύπτετο σερβική συμμορία έσπευσεν επί τόπου και την περικύκλωσε. Εις την επίθεσην ταύτην οι Σέρβοι απήντησαν δια ζωηρού πυρός η δε συμπλοκή διήρκησε μιαν ολόκληρον ημέραν. Κατ’ αυτήν 11 Οθωμανοπί στρατιώτες εφονεύθησαν εκ των Σέρβωβ δε 6 και 3 πληγωθέντες συνελλήφθησαν αιχμάλωτοι. Οι λοιποί άνδρες της Σερβικής συμμορίας κατόρθωσαν κατόρθωσαν να διαφύγωσι εις τα πέριξ δάση…»
Τα συναρπαστικά αυτά αναγνώσματα δεν είναι απλώς γλαφυρές περιγραφές μαχών. Δείχνουν και μαι σύνθετη πολιτική πραγματικότητα στην Μακεδονία που απέχει από την δική μας ανάγνωση της ιστορίας. Η αναφορά επί παραδείγματι των ελληνομακεδόνων, σημαίνει ότι υπήρχαν κι άλλοι Μακεδόνες στην περιοχή, και αυτοί που ήταν σύμμαχοι το 1912 ήταν συμμορίτες το 1906. Αυτός ο πλούτος της Ιστορίας αφυδατώθηκε για να φτιαχτεί ένα εύπεπτο για τις μάζες εθνικό αφήγημα το οποίο -ναι!- εκείνη την εποχή το χρειαζόταν το ελληνικό κράτος για να φτιάξει το έθνος. Δεν μπορούμε να κρίνουμε την ιστορία με τα σημερινά μέτρα, αλλά δεν πρέπει πλέον και να την αφυδατώνουμε, τόσο που δεν κάνει νόημα στις νέες γενιές. Και η ιστορία που διδάσκεται ως άσπρο-μαύρο ως μια αέναη πάλη του καλού με το κακό είναι α-νόητη για τις νέες γενιές. Δεν μπορούν να καταλάβουν πως οι Συμμορίτες Σέρβοι του 1906 έγιναν καλοί Σέρβοι το 1912 ξαναγίνονται κακοί όταν υποδαυλίζουν τον σλαβομακεδονικό αλυτρωτισμό, από την δεκαετία του 1920 μέχρι τώρα.
Η ιστορία είναι τόσο απλή όπως την περιγράφει η Ναταλία μελά στον συγγραφέα: «Η Ελλάς έπρεπε να μεγαλώσει. Έπρεπε να πάρουμε την Μακεδονία. Ήταν πολύ φυσικό να γίνει αυτό. Η Ελλάς χωρίς την Μακεδονία δεν μπορούσε να ζήσει…» Τόσο απλά κι αν το θέλετε κυνικά: εκείνη την εποχή που κατέρρεε η Οθωμανική αυτοκρατορία, η Ελλάδα δεν μπορούσε, δεν έπρεπε να μείνει έξω από την μοιρασιά. Ευτυχώς έτυχε να έχει διορατικές πολιτικές ηγεσίες και ωφελήθηκε απροσμένως τα μάλα. Αυτοί ήταν τότε οι όροι του παιγνιδιού και αυτό το παιγνίδι το έπαιξε καλά η Ελλάς: γεωγραφική επέκταση ανξαρτήτως της σύνθεσης των πληθυσμών. Αν οι αγώνες ήταν τότε απλώς απελευθερωτικοί, ο στρατός μας το 1912 έπρεπε να βαδίσει στο Μοναστήρι και όχι στην Θεσσαλονίκη. Πολύ σωστά λοιπόν βάδισε στην Θεσσαλονίκη, ασχέτως αν το ελληνικό στοιχείο (σε αντίθεση με το Μοναστήρι) ήταν μειοψηφικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον Τύπο της εποχής -όπως αναπαράγεται στο βιβλίο (όπως προείπαμε δεν περιορίζεται στην περίοδο 1903-1908)- τα δημοσιεύματα αναφέρουν την κατάληψη του Λαχανά, την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, την κατάληψη της Πρεβέζης, η κατάληψη του Αργυρόκαστρου κ.λπ.
Αυτή η «ωμή ανάγνωση της ιστορίας» -η οποία γίνεται εκ των πραγμάτων όταν κάποιος προσφεύγει στις πηγές, όταν δηλαδή αρχίζει και διαβάζει λευκώματα σαν του Κώστα Γκιουλέκα- μας χρειάζεται. Κατανοώντας τις προκλήσεις που είχε η χώρα τότε, μπορούμε ίσως να αντιληφθούμε τις προκλήσεις που έχουμε τώρα. Σήμερα δεν τίθεται θέμα εδαφικής επέκτασης, κι ας λέει ότι θέλει ο μεθυσμένος από εξουσία Ερντογάν. Η Ελλάδα θα ζήσει αν έχει το αναγκαίο οικονομικό πλεόνασμα για να χρηματοδοτήσει την συντήρηση των πολυτιμότερων στοιχείων της που είναι η γλώσσα και ο πολιτισμός της. Στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον -που θέλουμε δεν θέλουμε- θα ζήσουμε, έχει θέση μόνο ο πατριωτισμός της προκοπής. Να προκόψουν οι άνθρωποι, να προκόψει η οικονομία, να προκόψει η χώρα. Όλα τ’ άλλα που βαφτίζονται «εθνικά» είναι προς άγραν ψήφων…
Παρουσίαση του βιβλίου «Μακεδονικός Αγώνας. Η ένοπλη φάση του (1903-1908)» του Κωνσταντίνου Γκιουλέκα, Αθήνα 7.12.2016