Παρουσίαση του βιβλίου των Κώστα Κουτσομύτη, Ευάγγελου Μαυρουδή «Το Κόκκινο Ταγκό».
Για την λογοτεχνία του βιβλίου αρμοδιότερος εμού είναι Ο Μιχάλης Πιτένης που ασκεί την τέχνη. Εγώ, ως επισκέπτης της λογοτεχνίας (και ομολογουμένως όχι και πολύ συχνός) μπορώ να μιλήσω μόνο μόνο για μία αρετή του βιβλίου. Παρ’ όλο που είναι πυκνό σε γεγονότα και λογοτεχνικές κατασκευές διαβάζεται άνετα σε δυο μέρες. Διαβάζεται ευχάριστα σε δυο μέρες. Για την ακρίβεια δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια. Δεν είναι από τα βαριά πονήματα από τον εμφύλιο που δεν θα αγγίξουν τους πολλούς. Δεν είναι ελαφρύ μυθιστόρημα που θα το προσπεράσουν οι ειδικοί. Είναι το δημιουργικό ενδιάμεσο, η ιστορία που γίνεται λαϊκό αφήγημα. Και δεν είναι μεγάλο, όπως φοβόταν ο Κώστας Κουτσομύτης, που λείπει ΚΑΙ από εδώ απόψε. Άλλο τόσο να ήταν πάλι θα διαβαζόταν πολύ ευχάριστα.
Υπάρχουν τρεις οπτικές που μπορεί να προσεγγίσει κάποιος το βιβλίο με την τρίτη νομίζω να είναι η σημαντικότερη. Η πρώτη είναι να το δούμε ως αφήγημα μιας περιπετειώδους περιόδου της ελληνικής ιστορίας με την οποία ως κοινωνία ακόμη δεν έχουμε κάνει τους λογαριασμού μας εξ ου και τα συνθήματα «ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, Μελιγαλάς», «Βάρκιζα τέλος» οι ανιστόρητοι παραλληλισμοί περί «γερμανοτσολιάδων» «νέας γερμανικής κατοχής», «Σόιμπλε Ες-Ες» κ.λπ.
Δυστυχώς η μελέτη της ιστορίας του Εμφυλίου βρίσκεται στην εφηβική της ηλικία -εξ ου και τα πάθος με την οποία προσεγγίζεται- αφού όμως έχει περάσει δύο νηπιακές ηλικίες. Η πρώτη νηπιακή ηλικία εκτείνεται μέχρι το 1974, όταν κυρίαρχο είναι είναι το παραμύθι της Δεξιάς. Η δεύτερη νηπιακή ηλικία εκτείνεται μέχρι περίπου τις αρχές του 21ου αιώνα, όταν κυρίαρχο γίνεται το παραμύθι της Αριστεράς. Μπαίνει στην εφηβική της ηλικία όταν, την περασμένη δεκαετία, μια νέα γενιά ιστορικών αμφισβητεί την κυρίαρχη -Αριστερή πλέον- αφήγηση και ξεκινά μια μεγάλη διαμάχη από τις σελίδες της εφημερίδας «Τα Νέα» για κάτι που φαίνεται ασήμαντο: πότε ξεκίνησε ο Εμφύλιος;
Ξεκίνησε το 1946 με την επίθεση που έκαναν οι κυνηγημένοι από το Δεξιό παρακράτος ΕΛΑΣίτες στο σταθμό χωροφυλακής του Λιτόχωρου και συνεπώς ο Εμφύλιος ήταν παράγωγο της Λευκής Τρομοκρατίας που πράγματι ασκούσαν οι ακροδεξιές ομάδες; Ή μήπως ξεκίνησε το 1943 όταν έγιναν οι εκκαθαρίσεις από τον ΕΛΑΣ άλλων αντάρτικων ομάδων, οι δολοφονίες επιφανών αντιστασιακών όπως του Δημήτριου Ψαρρού, κάτι που δείχνει ότι το σχέδιο του ΚΚΕ ήταν η ανεμπόδιστη κατάληψη της εξουσίας μετά την απελευθέρωση;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη· η ιστορία είναι ένα συνεχές που δεν χωράει στα εννοιολογικά εργαλεία που χρειάζονται οι ιστορικοί και χρειαζόμαστε όλοι για να μάθουμε. Πάντως η αλήθεια είναι ότι το αδελφικό αίμα χύνεται πολύ πριν το Λιτόχωρο.
Η αλήθεια επίσης είναι πως οι δύο αφηγήσεις του Εμφυλίου για πρώτη φορά συγκρούονται επί ίσοις όροις, αφού τα προηγούμενα χρόνια μία από τις δύο ήταν απαγορευμένη. Είτε τυπικά απαγορευμένη (όπως γίνεται την μετεμφυλιακή περίοδο), είτε οιονεί απαγορευμένη όπως γίνεται μετά την πτώση της Χούντας. Ποιος τολμούσε να μιλήσει για εγκλήματα του ΕΛΑΣ ή ακόμη, ακόμη του Δημοκρατικού Στρατού; Τον περίμενε η ρετσινιά του ακροδεξιού, του αντικομμουνιστή, του απόγονου των δοσίλογων…
Για εμάς -τους 50 και κάτι- που ζήσαμε και τις δύο παιδικές ηλικίες της μελέτης του Εμφυλίου, που διδαχθήκαμε και τις δύο αφηγήσεις, ξέρουμε πολύ καλά ότι και οι δύο είναι λάθος, διότι και οι δύο είναι ηρωικές. Η μία αφορούσε τους άσπιλους πατριώτες που πολέμησαν τους προδότες κομμουνιστοσυμμορίτες, και η άλλη αφορούσε τους άσπιλους αγωνιστές που πολέμησαν τους «μοναρχοφασίστες». Δηλαδή επί της ουσίας δεν διαβάζαμε ιστορία, αλλά απλώς ακούγαμε εμβατήρια. Είτε το «Αντηχεί ο Γράμμος τα τραγούδια. Ξημερώνει η Λευτεριά…» ή «Βροντάει ο Όλυμπος και πάλι, Στη Γκιώνα πέφτουν κεραυνοί…»
Μας διηγούνταν το πιο τραγικό συμβάν της σύγχρονης ιστορίας (να θυμίσουμε ότι ο Εμφύλιος είναι ο πόλεμος που έχει τους περισσότερους νεκρούς από την αρχή του ελληνικού κράτους) με παιάνες και εμβατήρια. Πως να μην το νοσταλγούν διάφορα χαζά που κατά καιρούς καίνε την Αθήνα φωνασκώντας «ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, Μελιγαλάς»;
Η δεύτερη οπτική με την οποία μπορεί κάποιος να δει το βιβλίο είναι η λογοτεχνική βιογραφία ενός ανθρώπου που άφησε το στίγμα του στην ελληνική ιστορία. Μεγάλο στίγμα, κυριολεκτικώς και μεταφορικώς. Ο Νίκος Ζαχαριάδης είναι αναμφισβήτητα ο μεγάλος πατερούλης του ελληνικού Κομμουνιστικού Κινήματος. Στο βιβλίο δίδεται γλαφυρά αυτή η εικόνα από το πρώτο κεφάλαιο, όταν ο «ηγέτης», ο «αρχηγός» (αφού επιστρέψει με Ντακότα των Άγγλων) γίνεται ενθουσιωδώς δεκτός στον Ριζοσπάστη όπως περιγράφεται αναλυτικά και πολύ γραλυρά στις σελίδες σελ. 38-39 του βιβλίου.
Υπάρχει μεγάλη συζήτηση για το αν οι άνθρωποι διαμορφώνουν την ιστορία ή ιστορία διαμορφώνει τους ανθρώπους, αλλά στην περίπτωση του Ζαχαριάδη μάλλον πρέπει να συνομολογήσουμε το πρώτο. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι χώρες, όπως η Ιταλία και η Γαλλία που είχαν ισχυρά αντάρτικα και ισχυρά κομμουνιστικά κινήματα, δεν κύλησαν στον Εμφύλιο, παρά το γεγονός ότι οι εκεί «επαναστατικές πρωτοπορίες» το σκέφτηκαν. Είναι και το Λιτόχωρο, αν θεωρήσουμε ότι εκεί βρίσκεται η έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου.
Την επόμενη της επίθεσης 31 Μαρτίου 1946 ο «Ριζοσπάστης» καταγγέλλει ότι «οι αρχές και οι συμμορίες σκηνοθετούν δήθεν επιθέσεις κομμουνιστών». Η κυβέρνηση, γράφει, «πριν αρχίσει η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του χθεσινού πραξικοπήματος («πραξικόπημα είναι οι εκλογές του 1946 που απέχει το ΚΚΕ) … φρόντισε να εφοδιάσει τον Τύπο με διάφορα ψεύδη και προκλήσεις, ώστε να εμφανίζεται η αντίθετη ακριβώς από την πραγματικότητα εικόνα. Ετσι ανακοινώθηκε χθες ότι στις 30/3 κομμουνιστική συμμορία χτύπησε το σταθμό χωροφυλακής Λιτόχωρου Κατερίνης με αποτέλεσμα το φόνο 10 χωροφυλάκων και στρατιωτών και άλλα προκλητικά ψεύδη για δήθεν επιθέσεις εναντίον της δεξιάς…». Αυτή ήταν η γραμμή του ΚΚΕ μέχρι να την αλλάξει ο Ζαχαριάδης από την Πράγα. Εκεί ο ηγέτης του ΚΚΕ θα δώσει στις 9 Απριλίου, μια εντελώς διαφορετική διάσταση: «Τα γεγονότα στο Λιτόχωρο είναι ένα μήνυμα για το μοναρχοφασισμό και τους Αγγλους… Οπου η δολοφονική δράση οργιάζει … οι χωριάτες παίρνουν τα βουνά… Κάνουν πως απορούν γιατί ο Μπαρούτας που του ρήμαξαν το σπίτι παλεύει με το ντουφέκι στο χέρι… Δεν πρέπει ν’ απορεί κανένας αν αύριο εμφανιστεί και δεύτερος Μπαρούτας και μεθαύριο γίνουν δεκάδες και εκατοντάδες…».
Και φυσικά υπάρχει και το «όπλο παρά πόδα», η πιο εγκληματική αποστροφή που εκστόμισε ο Ζαχαριάδης μετά την ήττα. Δεν ήταν εγκληματικό για την χώρα μόνο, αλλά ήταν φριχτό για χιλιάδες αγωνιστές της Αριστεράς που υπέφεραν τα πάνδεινα από το μετεμφυλιακό κράτος. Η ιστορία δεν γράφεται με «αν» αλλά η ανάπηρη μετεμφυλιακή Δημοκρατία δεν θα ήταν τόσο αυταρχικό καθεστώς και πιθανότατα δεν θα επιβίωνε 25 χρόνια αν δεν υπήρχε έστω ως πρόσχημα, ο φόβος για νέο γύρο της ένοπλης αντιπαράθεσης. Μην ξεχνάμε ότι με αυτό -έστω ως πρόσχημα- φτιάχτηκε τα σχέδιο Περικλής, τον φόβο του Τρίτου Γύρου είχαν ως δικαιολογία οι χουντικοί για το πραξικόπημα. Το βιβλίο τελειώνει τον Εμφύλιο με την συναρπαστική αλλά και άκρως κινηματογραφική διαφυγή του Νίκου Ζαχαριάδη με τον φίλο του Αλέκο Κουτσογιάννη στην Αλβανία.
Η τρίτη οπτική στο βιβλίο είναι όπως προείπα και η πιο σημαντική: είναι η οπτική της ψυχολογίας ενός πολιτικού χώρου, τον οποίο οι συγγραφείς γνωρίζουν πολύ καλά από τις προσωπικές τους διαδρομές στην Αριστερά.
Το βιβλίο ξεκινά με τον «Λουκά, τον μικρό κακομούτσουνο νάνο», ο οποίος είναι εντεταλμένος από το κόμμα να παρακολουθεί ποιος μπαίνει και ποιος φεύγει από την χώρα από το Χασάνι, μετέπειτα αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Ο μικρός κακομούτσουνος νάνος όμως ταυτόχρονα είναι και χαφιές της Ασφάλειας, άλλοτε για να σώσει το τομάρι του, κι άλλοτε για να σώσει την αγαπημένη του. Κι αν ο Λουκάς είναι ένα λογοτεχνικό κατασκεύασμα υπάρχει υπάρχει το κεφάλαιο για τις ολομέλειες των «μεγάλων μαχαιριών» στο Βουκουρέστι αμέσως μετά την ήττα στον Εμφύλιο, όπου όλοι κατονομάζονταν απ’ όλους χαφιέδες, οπορτουνιστές ή και αντισοβιετικοί και τανάπαλιν. «Ο πρώην αρχιστράτηγος Μάρκος είχε καταγγείλει τον Νίκο σαν χαφιέ και πράκτορα των Εγγλέζων», ο Παρτσαλίδης απομονώθηκε στην Κεντρική Επιτροπή ως «οπορτουνιστής και αντισοβιετικός», «Ο Καραγιώργης καθαιρέθηκε από το κομματικό αξίωμα του και παγιδευμένος από ένα σχήμα λόγου στο οποίο είχε αναφέρει το όνομα του Στάλιν χωρίς να χρειάζεται, διαγράφτηκε από το κόμμα σαν υβριστής του Σοβιετικού Ηγέτη». Παραδόθηκε στην Σεκιουρίτατε και ακόμη δεν ξέρουμε τι απέγινε.
Νομίζω ότι το πιο σημαντικό από όλα τα ταγκό που «ακούγονται», το πιο κόκκινο ταγκό του βιβλίου, είναι αυτό ρο σφιχταγκάλιασμα των προσωπικών φιλοδοξιών μαζί με το επαναστατικό πρόταγμα, ένα ταγκό που χαντάκωσε την χώρα και δυστυχώς ακόμη ακούγεται, έστω κι αν ο ήχος του σιγά, σιγά σβήνει…
Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου των Κώστα Κουτσομύτη, Ευάγγελου Μαυρουδή «Το Κόκκινο Ταγκό» Κοζάνη 18.11.2016