Τα θρησκευτικά δεν έκαναν καλούς Χριστιανούς, ούτε του ιεράρχες της εκκλησίας.
Δεν νομίζουμε ότι ο ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών βοήθησε ιδιαίτερα τον μητροπολίτη Αιγιαλείας να κατανοήσει το βαθύτερο μήνυμα της Αγάπης, που βρίσκεται στο επίκεντρο του χριστιανικού δόγματος. Δηλαδή ο κ. Αμβρόσιος μπορεί να ξέρει απ’ έξω κι ανακατωτά το εβραϊκό γενεαλογικό δένδρο –ποιον γέννησε ο Αβραάμ και ποιος ακολούθησε τον Ισαάκ–, αλλά το το βασικό μήνυμα του Ιησού απουσιάζει από τον λόγο του. Πώς αλλιώς θα εκστόμιζε το φριχτό «Ενώπιόν σας, παρακαλώ τον Εσταυρωμένο Χριστό να σαπίσει το χέρι του Φίλη αν υπογράψει τέτοια διατάγματα αθεΐας»; Με άλλα λόγια τα Θρησκευτικά στα σχολεία απέτυχαν να κάνουν καλούς χριστιανούς ακόμη και τους ιεράρχες της Εκκλησίας, πόσο δε μάλλον τα παιδιά, που δεν τα έχουν και σε πολύ μεγάλη υπόληψη· ίσως επειδή είναι υποχρεωτικά.
Αλλά και ο εξαιρετικά ταπεινός και ευσεβέστατος Αρχιεπίσκοπος, μάλλον παραβλέπει στην επιστολή που έστειλε στα κόμματα την ρήση του Ιησού «Απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» ή όπως θα το παραφράζαμε σήμερα «τα της Παιδείας στην Πολιτεία και τα της Θρησκείας στην Eκκλησία». Και ναι μεν έχει απόλυτο δίκιο όταν γράφει ότι «η Εκκλησία της Ελλάδος, στον τομέα της θρησκευτικής αποστολής Της, εκπροσωπεί την θρησκευτική πλειοψηφία των κατοίκων αυτής της χώρας», αλλά πρέπει να υπογραμμιστεί το «στον τομέα της θρησκευτικής αποστολής Της». Για όσα αφορούν τα ζητήματα πολιτικής μόνο η Πολιτεία αποφασίζει, διά των συντεταγμένων οργάνων της. Για τη δομή των μαθημάτων το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο προτείνει, η Βουλή αποφασίζει και ο υπουργός Παιδείας εκτελεί. Και επειδή έχει γίνει της μόδας τα τελευταία χρόνια οι κάθε μορφής Αγανακτισμένοι να αυτοχρίζονται «λαός», πρέπει να επαναλάβουμε τη σημαντική διάκριση που έκανε ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Αντώνης Μανιτάκης: Σε μια Δημοκρατία ο λαός είναι «έτσι όπως τον εννοεί το Σύνταγμα, ως οργανωμένο σύνολο πολιτών, ως πολιτική ενότητα και υποκείμενο με βούληση, ως εκλογικό σώμα που εκλέγει τους αντιπροσώπους που τον κυβερνούν». Δεν είναι οι αυθαίρετα οριζόμενες κοινότητες που συγκροτούνται βάσει κάποιων διεκδικήσεων.
Χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να κρίνει κάποιος τις παιδαγωγικές αρετές ή τα παιδαγωγικά ελλείμματα «του νέου εκπαιδευτικού υλικού κειμένων και μουσικών έργων και τις σχετικές οδηγίες, δηλαδή το βασικό όχημα εφαρμογής των νέων Προγραμμάτων Σπουδών», όπως γράφει στην επιστολή του ο Αρχιεπίσκοπος. Τα ΜΜΕ, προσεγγίζοντας ρηχά το θέμα, όπως κάνουν πάντοτε άλλωστε, έμειναν σε διάφορα τραγούδια (χωρίς καν να αναφέρονται στα συμφωνικά κομμάτια) που προτείνει το νέο πρόγραμμα. Πρέπει όμως να επισημάνουμε μία βασική αντίφαση στην επιστολή του Αρχιεπισκόπου. Ενώ ξεκινά με τη δήλωση ότι «ουδέποτε ισχυρίσθηκε η Ιερά Σύνοδος ότι το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος υποχρεώνει την Πολιτεία να “κατηχεί” τα παιδιά μέσα στις σχολικές αίθουσες, ώστε να γίνουν χριστιανοί ή ότι η Εκκλησία αναμένει τέτοιου είδους εξυπηρετήσεις από το Κράτος στο πλαίσιο του μαθήματος των Θρησκευτικών», καταλήγει στηλιτεύοντας ότι «το κέντρο βάρους έφυγε από την θεολογική ανάλυση, ο μαθητής παρατηρεί την θρησκεία απέξω, από την άποψη άλλων επιστημών και τεχνών, όχι ως αντικείμενο της θεολογικής επιστήμης». Και πού είναι το κακό να μπορεί ο μαθητής στο σχολείο να «παρατηρεί την θρησκεία από έξω» και στο κατηχητικό «από μέσα»;
Αυτή, εξάλλου, ήταν και η εντολή του Ιησού προς τους ιεράρχες του: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη». Δεν τους είπε να χτυπούν πένθιμα τις καμπάνες επειδή αλλάζει το ένα μάθημα στα κοσμικά σχολεία.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 2.10.2016