Ποιοι και με ποιες διαδικασίες ξεχωρίζουν τις καλές από τις κακές καταλήψεις;
Ενα πράγμα δεν διευκρίνισαν επαρκώς οι «αλληλέγγυοι της άλλης πλευράς». Ποια ξενοδοχεία είναι προς κατάληψη και ποια όχι; Υπάρχει κάποιος συντροφικός κανόνας; Πρέπει να μαρκάρονται οι περιουσίες των «προοδευτικών», για να αποφεύγουν την «αλληλεγγύη» των συντρόφων, ή το αντίστροφο, να μπαίνει δηλαδή ένα αστέρι στα οικήματα των αντιδραστικών για να καταλαμβάνονται αδαπάνως; Οπως πάντα η «Πρόοδος» προσφέρει ροζ γενικότητες και ποτέ συγκεκριμένο πρόγραμμα: «Ενας άλλος κόσμος είναι εφικτός» κι από κει και πέρα όποιον πάρει ο χάρος.
Η ιστορία ξεκινά με το πάθημα της ηθοποιού Αλίκης Παπαχελά και επί μακρόν «αλληλέγγυας» σε κάθε δράση της Αριστεράς. Είναι ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου City Plaza στη οδό Αχαρνών. Αυτό το οίκημα αποφάσισε να καταλάβει μια ομάδα «αλληλέγγυων», από αυτούς που δεν ξέρουμε ούτε από πού κρατά η σκούφια τους, ούτε τι σκοπούς έχουν. Η κ. Παπαχελά αρχικώς επικρότησε την ενέργεια με το γνωστό «Like» στο Facebook. Μέχρι που έμαθε ότι στόχος της ενέργειας ήταν η ίδια και ορθώς εξερράγη: «Το ξενοδοχείο είναι ιδιοκτησίας μου, δεν είναι εγκαταλελειμμένο, προσπαθώ εδώ και χρόνια να το πουλήσω. Τα τελευταία χρόνια των μνημονίων με τους ανήκουστους φόρους, δε, έχουν φθάσει τα χρέη πάνω απ’ τον ουρανό. Το να καταλαμβάνεις ιδιωτικό χώρο, να αρνείσαι να τον εγκαταλείψεις όταν σ’ το ζητάει ο ιδιοκτήτης, να τον ξεφτιλίζεις λεκτικά και να του λες ότι τα δικαιώματά του είναι τίποτα μπροστά στων προσφύγων δεν είναι ούτε αλληλεγγύη ούτε δικαιοσύνη ούτε χτύπημα του καπιταλισμού. Αν σκοτώνοντας εμένα, νομίζετε ότι θα έρθει παγκόσμια ειρήνη, δικαιοσύνη και ανθρωπιά, είστε μακριά νυχτωμένοι. Ντροπή μόνο και μετάνιωμα για πολλά που πίστεψα στη ζωή μου…».
Οι αντιδράσεις υπήρξαν πολλές και ποικίλες. Υπήρξε, φυσικά, η χαιρεκακία των απέναντι που εκφράστηκε με ευφυολογήματα και βιτριολικές επιθέσεις εναντίον της ιδιοκτήτριας, αλλά περισσότερο ενδιαφέρον είχαν οι αντιδράσεις των «αλληλέγγυων της άλλης πλευράς», οι οποίοι ναι μεν θεωρούν ότι οι καταλήψεις είναι θεάρεστο πράγμα, αλλά «όχι κι αυτή, ρε παιδιά». Οπως έγραψε και ο συγγραφέας Νίκος Σαραντάκος: «Πιστεύω ότι είναι μια λανθασμένη ενέργεια, έστω κι αν έγινε με καλό σκοπό και ευγενή κίνητρα. Προφανώς δεν είναι κατακριτέα κάθε κατάληψη, ιδίως όταν επιχειρεί και ένα πρόβλημα υπαρκτό να λύσει αλλά και να δείξει την αντίφαση, ότι υπάρχουν δεκάδες κλειστά δημόσια κτίρια στην Αθήνα και ταυτόχρονα η ανάγκη να στεγαστούν πρόσφυγες» (Facebook 24.4.2016).
Η λογική όμως αυτή αφήνει ένα κενό. Ποιοι και με ποιες διαδικασίες ξεχωρίζουν τις καλές από τις κακές καταλήψεις; Ο Αλέξης Τσίπρας είχε δώσει παλιότερα μια θολή (αλλά ενδιαφέρουσα, από την άποψη της τρικυμίας που επικρατεί στο σύμπαν των αριστερών δοξασιών) θεωρία. Ερωτηθείς «αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα έκανε κατάληψη στο Harvard, επειδή διδάσκει εκεί ο Γιώργος Παπανδρέου», απάντησε: «Η κλίμακα της αντίστασης και της διαμαρτυρίας νομιμοποιείται από την αποδοχή της από το κοινωνικό σύνολο και από το δημοκρατικό των διαδικασιών μας μέσα από τις οποίες λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις… Το ερώτημά σας είναι λίγο οξύμωρο, διότι στο Harvard θα ήταν λίγο δύσκολο να γίνει κατάληψη» (16.9.2012).
Ας ξεπεράσουμε το τελευταίο «οξύμωρο» του κ. Τσίπρα. Στην Ελλάδα τού «μπάτε, σκύλοι, αλέστε…» κάθε κατάληψη είναι εύκολη· είτε ξενοδοχείου, είτε ΑΕΙ, είτε ακόμη και κάποιου υπουργείου. Παραμένουν τα δύο άλλα κριτήρια για τα οποία τότε ρωτούσαμε: «Πώς πιστοποιείται “αποδοχή (σ.σ.: μιας παρανομίας, όπως είναι η κατάληψη) από το κοινωνικό σύνολο”; Πώς ορίζεται το “δημοκρατικό των διαδικασιών μας μέσα από τις οποίες λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις”; Δηλαδή: με δεδομένο πως είναι διάχυτη η αίσθηση ότι πολλοί Ελληναράδες κρυφογελούν κάτω από τα ανατολίτικα μουστάκια τους για τα πογκρόμ εναντίον μεταναστών, σύμφωνα με τη θεωρία του κ. Τσίπρα το μόνο που πρέπει να πιστοποιήσουμε για το “δίκιο ή άδικο” του αγώνα της Χρυσής Αυγής είναι αν τα μέλη στην Τ.Ο. Ραφήνας ψήφισαν πριν εφορμήσουν στο πανηγύρι;» («Καθημερινή» στις 23.9.2012).
Αλλά, φανταζόμαστε, ότι και οι καταληψίες του City Plaza κάποια εσωτερική διαδικασία έκαναν πριν μπουκάρουν στο ξενοδοχείο. Μαζεύτηκαν δέκα (;), είκοσι (;), τριάντα (;) άτομα και αποφάσισαν ομόφωνα (;), με πλειοψηφία (;) την κατάληψη. Νομιμοποιεί αυτό την πράξη τους; Ή μήπως αυτή καθαγιάζεται διότι οι παρανομούντες διακηρύσσουν ότι οι σκοποί τους είναι αγαθοί, κάτι που η ιδιοκτήτρια αμφισβητεί καταγγέλλοντας ότι οι «αλληλέγγυοι» είναι πληρωμένοι από επίδοξους αγοραστές που θέλουν να της αρπάξουν το ξενοδοχείο για ένα κομμάτι ψωμί;
Δεν ξέρουμε ποια είναι η αλήθεια, διότι όλα αυτά γίνονται στο ημίφως της «επαναστατικής» συνωμοτικότητας. Πιθανώς να υπάρχουν συμφέροντα και «χρήσιμοι αλληλέγγυοι» που τα υπηρετούν, όπως και «χρήσιμοι ηλίθιοι» που υπηρετούν τους δεύτερους. Στο φως της νομιμότητας τουλάχιστον θα μπορούσαμε να έχουμε απαντήσεις. Στο ημίφως της «επανάστασης», πολλά άνθη του κακού ευημερούν.
Αυτό που προσφέρει ο νόμος είναι η διαδικασία επιλογής του κοινωνικά αγαθού από την ατομική δολιότητα. Η νομιμότητα δεν φτιάχτηκε για να δημιουργήσει τον παράδεισο επί γης, αλλά για να αποτρέπει την κόλαση. Σε μια κοινωνία που ομάδες «αλληλέγγυων» αποφασίζουν –έστω με εσωτερικές διαδικασίες– τι είναι «σωστό», ουδείς μπορεί να είναι ασφαλής· ακόμη και αν αυτός είναι συμπαθών τις μεθόδους τους. Αυτό έμαθε η εμπειρία στην κ. Παπαχελά.
Και η ιδιοκτησία μπορεί να δημιουργήσει μύριες στρεβλώσεις (όπως έγραφε και ο κ. Σαραντάκος: «Υπάρχουν δεκάδες κλειστά δημόσια κτίρια στην Αθήνα και ταυτόχρονα η ανάγκη να στεγαστούν πρόσφυγες»), αλλά είναι ένας κοινωνικός θεσμός που απέτρεψε άσκοπες συγκρούσεις για την κατοχή ή χρήση μοναδικών πραγμάτων. Οι άνθρωποι αντί να σκοτώνονται π.χ. για τα κομμάτια γης, τα οριοθετούσαν. Αυτό φάνηκε ανάγλυφα στην κραυγή-καταγγελία της κ. Παπαχελά: «Και για πείτε μου, ποιοι είστε και με τι δικαίωμα ορίζετε τη δική μου ζωή; Πήγα να ορίσω εγώ τη δική σας; Ηρθα να κάνω κατάληψη στο σπίτι σας και να βάλω όποιον θέλω και να σας προπηλακίσω κιόλας; Εδειρα κανέναν όπως προπηλακίσατε και δείρατε την επί χρόνια γραμματέα της εταιρείας και προσωπική μου φίλη, που ήρθε και σας φώναζε να φύγετε γιατί είναι ιδιωτικός ο χώρος;».
Αλλά και αν το κτίριο ήταν δημόσιο (και «δεν πείραζε η κατάληψη», όπως λένε οι «άλλοι αλληλέγγυοι», που αντιτίθενται μόνο σε κάποιες καταλήψεις) πάλι θα υπήρχε ο κίνδυνος συγκρούσεων. Μπορεί το ίδιο κτίριο να ήθελαν και ακροδεξιοί «αλληλέγγυοι» που φροντίζουν «μόνο άστεγους Ελληνες». Χωρίς τον νόμο πώς θα λυνόταν η διαφορά; Με τα μπράτσα; Ε, λοιπόν, τον αιματηρό τρόπο επίλυσης των διαφορών προσπαθεί να αποφύγει η Δημοκρατία και γι’ αυτό έκανε τον νόμο ως προϊόν της πλειοψηφίας.
Η μεγαλύτερη ζημιά στον τόπο προήλθε από τη θολούρα που καλλιεργεί η καφενειακή Αριστερά. Αυτή που διαστρέφει όλα τα νοήματα και στο τέλος οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το άσπρο από το μαύρο, το καλό από το κακό, το κοινωνικό από το αλήτικο, την επανάσταση από τον τραμπουκισμό. Δυστυχώς, η «δημοκρατική» παιδεία του «μπάτε σκύλοι» παράγει γενιές και γενιές ημιμαθών, που τελικώς διαμορφώνουν αντιδημοκρατικές συμπεριφορές και στάσεις. Είναι χαρακτηριστική η δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας: στο ερώτημα «η Δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα παρά τα προβλήματά της» συμφωνεί το 39,5% όσων έχουν ηλικία άνω των 55 ετών και μόνο το 21% όσων είναι 18-34 ετών.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 30.4.2016