Αν ψάξουμε τα δυστυχήματα, θα δούμε ότι η «μοίρα» παίζει μικρό ρόλο. Κάποιος, κάπου, κάποτε, αδιαφόρησε για κάτι και έγινε το κακό.
Ολοι οι θάνατοι νέων ανθρώπων είναι άδικοι, αλλά πιο άδικοι είναι όσοι προκύπτουν από προχειρότητα, αυτή που μοιρολατρικά βαφτίζουμε «η κακιά στιγμή». Το δυστύχημα που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του τραγουδιστή Παντελή Παντελίδη ήταν συνάρτηση πολλών κακών: της ταχύτητας με την οποία εκινείτο ο οδηγός, της πιθανής ολισθηρότητας του δρόμου, συν μια λυγισμένη προστατευτική μπάρα, από αυτές που βλέπουμε σε όλους τους δρόμους. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση που αποκάλυψε η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» (22.2.2005), αυτό που ελαφρά τη καρδία αποκαλούμε «μοιραίο», προέκυψε από «μια λυγισμένη λαμαρίνα. Αυτή πέρασε μέσα από την οροφή του τζιπ και προκάλεσε το θανατηφόρο τραύμα στον δημοφιλή τραγουδιστή (το μόνο που είχε) και σακάτεψε την 30χρονη συνεπιβάτιδά του στο πίσω κάθισμα».
Είναι ίσως τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι αυτές οι «προστατευτικές μπάρες» μπαίνουν στις άκρες του δρόμου για να σώζουν ζωές και όχι για να γίνονται λαιμητόμοι. Αυτό, βεβαίως, γίνεται όταν τοποθετούνται σωστά και επισκευάζονται ύστερα από κάποιο ατύχημα. Πιθανότατα δεν ήταν μία η «κακιά στιγμή» για τον 33χρονο Παντελή Παντελίδη, ήταν πολλές: δεκάδες γραφειοκράτες σε κάποια δημόσια υπηρεσία δεν ενδιαφέρθηκαν για να φτιάξουν τη «λυγισμένη λαμαρίνα», χιλιάδες οδηγοί που πέρασαν από εκεί δεν κατήγγειλαν την αδιαφορία. Τι να πρωτοκαταγγείλουν άλλωστε; Ολόκληρη η ζωή μας περιβάλλεται από γεννήτριες «κακών στιγμών». Οι κακοτεχνίες είναι κυρίαρχο στοιχείο της χώρας.
Αν ψάξουμε τα δυστυχήματα, θα δούμε ότι η «μοίρα» παίζει μικρό ρόλο. Κάποιος, κάπου, κάποτε, αδιαφόρησε για κάτι και έγινε το κακό. Θυμάται κανείς, το 2006, τη 40χρονη που σκοτώθηκε οδηγώντας επειδή έπεσε μια μεγάλη ταμπέλα, από αυτές που κρέμονται στις εθνικές οδούς. Από την έρευνα διαπιστώθηκε πως ήταν καιρό ξεβιδωμένη. Μετά το δυστύχημα οι αρμόδιοι δήλωσαν αναρμόδιοι και οι υπόλοιποι ελεεινολογούσαμε το «σύστημα» (γενικώς) με μόνιμη επωδό «μα πώς είναι δυνατόν να συνέβη αυτό;». Θυμάται κανείς τον χαμό που έγινε όταν 21 νέα παιδιά σκοτώθηκαν στα Τέμπη, επειδή δεν ήταν δεμένο ένα φορτίο νταλίκας; Το κυριότερο: ελέγχει κανείς αν σήμερα δένονται σωστά τα φορτία για να μην αλαφιάσουμε και πάλι στο μέλλον, ρωτώντας «μα πώς είναι δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο;».
Το κακό δεν μπορεί να αποκλειστεί από τη ζωή. Συμβαίνει και στις καλύτερες κοινωνίες. Εκεί όμως λαμβάνουν τα μέτρα τους για να το περιορίσουν. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, μαθαίνουν από τις τραγωδίες· δεν αρκούνται στο «έλα, μωρέ, τώρα…» πριν, και «ήταν μια κακιά στιγμή» μετά. Φτιάχνουν νέα συστήματα και διαδικασίες ασφάλειας, τα ελέγχουν διαρκώς αν λειτουργούν και τα βελτιώνουν. Στην Ελλάδα, όλα αυτά θεωρούνται περιττά. Κάτι σαν κακό χούι των κουτόφραγκων, αυτών που πνιγμένοι στη λεπτομέρεια των «safery features» δεν ξέρουν να ζήσουν, όπως οι Ελληνες. Ισως γι’ αυτό και δεν πεθαίνουν, όπως οι Ελληνες.
Ετσι παντού στον δυτικό κόσμο αξιολογούν τις δημόσιες υπηρεσίες και τους υπαλλήλους για την αποτελεσματικότητά τους. Στην Ελλάδα, ο έλεγχος των δομών και των ανθρώπων που είναι επιφορτισμένοι με την ασφάλειά μας είναι ποινικοποιημένη. Απλώς, όταν γίνεται το κακό, απλώς αναρωτιόμαστε για λίγο «μα πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό;».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 23.2.2016