Προδημοσίευση του νέου βιβλίου του Μίμη Ανδρουλάκη για τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Είναι πολύ πυκνό σε ιστορικά γεγονότα το νέο βιβλίο του κ. Μίμη Ανδρουλάκη· επιχειρεί να χωρέσει σε 440 σελίδες την πολυσχιδή και συναρπαστική προσωπικότητα του Ελευθέριου Βενιζέλου. Είναι πυκνότερο σε ό,τι αφορά τις υπόγειες ανθρώπινες σχέσεις των πρωταγωνιστών της εποχής: έρωτες, μίση, πάθη, ζήλιες, όλα εκείνα τα υπόγεια περιστατικά του ανθρώπινου βίου που αν και διαμορφώνουν την πραγματικότητα περνούν στο περιθώριο της ιστοριογραφίας. Οι ερωτικές περιπέτειες του εθνάρχη, η συγκρατημένη ζήλια της συζύγου του Ελενας Σκυλίτση, η αφοσίωση των ανθρώπων του, μαζί με τον φθόνο των αντιπάλων του, διαπλέκονται με τις μεγάλες διαπραγματεύσεις που έκαναν πραγματικότητα το όραμα της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών πραγματικότητα· έστω για λίγο…
Δύσκολα μπορεί να επιλέξει κάποιος μερικές σελίδες για την παρουσίαση ενός τόσο πυκνού σε γεγονότα και ανθρώπινες σχέσεις βιβλίου. Ολόκληρη η εποχή είναι ένας τεράστιος καμβάς σχέσεων και αντιθέσεων, σε ένα μικρό χωριό που ονομάζεται Ελλάδα και η οποία, για μια ακόμη φορά κατά ένα περίεργο τρόπο, πρωταγωνιστεί στις διεθνείς εξελίξεις, στη λύση του τότε Ανατολικού Ζητήματος. Υπάρχει, για παράδειγμα, η Πηνελόπη Δέλτα που υποστηρίζει ένθερμα τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αλλά ταυτοχρόνως είναι τρελά ερωτευμένη με τον θανάσιμο αντίπαλό του, Ιωνα Δραγούμη. Ολα αυτά εμφανίζονται στις σελίδες του βιβλίου σαν κουτσομπολιά στις συζητήσεις των πρωταγωνιστών, αλλά όλα είναι, σύμφωνα με τη δήλωση του συγγραφέα, ιστορικώς τεκμηριωμένα έπειτα από πολυετή έρευνα.
Αυθαίρετα λοιπόν (και υπό τον καημό για το έλλειμμα ηγεσίας που ζει η χώρα) θα επιλέξουμε εκείνο το απόσπασμα που δείχνει το σθένος του Ελευθέριου Βενιζέλου απέναντι στη λαϊκή παρόρμηση για άμεσα αποτελέσματα. «Είχες έλθει παράκλητος του Στρατιωτικού Συνδέσμου, το 1910», του λέει κάποια στιγμή η νεόνυμφη Ελενα Σκυλίτση, «αναγεννητής, ο κόσμος σε αποθέωνε με μια κραυγή-απαίτηση για ριζική, οριστική συνταγματική λύση με το ξερίζωμα της μοναρχίας. “Συντακτική, Συντακτική Συνέλευση!”, εσύ τον έκοβες απότομα: “Αναθεωρητική!”, αυτός: “Συντακτική, Συντακτική”, πάλι εσύ κόντρα: “Αναθεωρητική!” ξανά και ξανά, κόντρα στην κόντρα, ένας διάλογος-σύγκρουση του Αρχηγού με τον λαό, ώσπου, όπως περιέγραφε ο Ντίλον, ύψωσες το δεξί σου χέρι και το κατέβασες ως αστροπελέκι του Δία πάνω απ’ τα κεφάλια τους: “Είπα, Αναθεωρητική!” κι ακολούθησε απόλυτη σιωπή. “Πρώτη φορά επεβλήθη ηγέτης διά της σιγής”, επανέλαβε ο Βρετανός δημοσιογράφος τη φράση ενός Ελληνα συναδέλφου του».
«Εκείνες τις στιγμές δεν είσαι εσύ αλλά το κάλεσμα της Ιστορίας» ανταπαντά ο Βενιζέλος. «Δεν είναι πρώτη φορά που πήγαινα κόντρα στο ρεύμα. Στις Αρχάνες του Ηρακλείου, στις 5 Αυγούστου του 1897, συγκέντρωσαν δέματα ξύλα να με κάψουν ζωντανό, όταν ως Πρόεδρος της Επαναστατικής Συνέλευσης αρνήθηκα να βάλω σε ψηφοφορία το δίλημμα: “Ενωση ή Αυτονομία;” ενώ η Ελλάδα διαπραγματευόταν ακόμη την ειρήνη μετά την ταπεινωτική της συντριβή στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο. “Λίγο χρόνο ακόμη αναμονή”, επέμενα. “Οχι, ή υπογράφεις τώρα ή σε καίμε ζωντανό!” ωρύονταν υπό την πίεση και του αποκλεισμού της Κρήτης από τους στόλους των Μεγάλων Δυνάμεων. Βιάζονταν να επιστρέψουν στα χωράφια και στα μαγαζιά τους. “Κάψτε με, μωρέ, δεν υπογράφω!”. Τότε το ρεύμα ήταν με την Αυτονομία.
“Τυχοδιώκτη!” με αποκαλούσαν τότε οι Αγγλοι, πράκτορα της Ελλάδας, “αόρατο όργανο” των αδιάλλακτων της “Εθνικής Εταιρείας”! Θα μ’ έκαιγαν αν ένας καπετάνιος, ο Καλογερής ο Γιάννης από τα Κεραμιά, δεν μ’ αποσπούσε με τα όπλα απ’ τα χέρια τους. Κέρδισα λίγο χρόνο και στη συνέχεια στο Μελιδόνι Μυλοποτάμου με γενική ομοφροσύνη ψηφίσαμε την Αυτονομία της Κρήτης. “Ας κάνουμε ένα βήμα μπροστά κι ό,τι υπολείπεται θα συμπληρωθεί από το πλήρωμα του χρόνου”, τους είπα. Ο Καλογερής μ’ έσωσε…».
«Δεν είναι εύκολο να πηγαίνεις κόντρα στο ρεύμα. Πρέπει να σε νιώθουν δικό τους. Αλίμονο αν το κάνεις αφ’ υψηλού ως ελίτ ή δικτάτωρ ή από καθέδρας καθηγητής, ή αν τους κουνάς το δάχτυλο σαν εισαγγελέας. Η στρατηγική μου “ντουφέκι και παζάρι” περιελάμβανε αναγκαστικούς συμβιβασμούς, ελιγμούς, επιθέσεις και οπισθοχωρήσεις, στοιχεία που δεν ήταν εύκολα κατανοητά από τον κόσμο. Αυτό συνέβη και τον Φλεβάρη του 1905 όταν κηρύξαμε την επανάσταση στο Θέρισο, στους πρόποδες των Λευκών Ορέων. Σκέψου, Ελενάκι, πόσες φορές μέχρι σήμερα κάλεσα τον λαό “Στα όπλα!”. “Εμείς δεχτήκαμε τον πρίγκιπα Γεώργιο σαν αρραβώνα με την Ελλάδα, μια κι ήταν ο δευτερότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου της Ελλάδας, αλλά ο αρραβώνας παρατράβηξε”, είπα στον λαό και στους ναυάρχους των Μεγάλων Δυνάμεων, “η μνηστεία κακοφόρμισε, κατάντησε απεχθής. Καιρός να φύγει”…».
«Και τότε όμως έγραψε ο Ντίλον ότι υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις στη θέση σου για την Αυτόνομη Κρητική Πολιτεία… Ηθελαν να κηρύξετε άμεσα την Ενωση. Το αντίστροφο από το 1897, την ένοπλη στάση στ’ Ακρωτήρι».
«Τους εξήγησα ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων δεν επιτρέπει άμεσα την Ενωση. Το Κρητικόν είναι μέρος του ευρύτερου Ανατολικού Ζητήματος και δεν επιλύεται με μονομερείς ενέργειες. Η Αδέσμευτη Αυτονομία στην άμεση προοπτική της Ενωσης με ντε φάκτο σταδιακή απαγκίστρωση από τον Διεθνή Ελεγχο, ήταν η εφικτή επαναστατική λύση. Ντουφέκι και παζάρι! Ομως ακόμα κι ένας αχρείος μητροπολίτης, ο Ευμένιος, πριγκιπικός, με αναθεμάτισε!».
«Η πιο τραγική στιγμή με τους συμπατριώτες μου ήταν την άνοιξη του 1912. Ημουν πλέον λαοπρόβλητος πρωθυπουργός της Ελλάδας όταν στις εκλογές του Μάρτη στην Κρητική Πολιτεία οι βενιζελικοί πήραν 23 έδρες, 23 κι ο Μιχελιδάκης, 17 ο Κούνδουρος. Οι δύο αυτοί αντίπαλοί μου επιχείρησαν να με εκθέσουν, να με υπονομεύσουν για να εκβιάσουν υποτίθεται την Ενωση, να την επιβάλουν ντε φάκτο με τη συμμετοχή των Κρητικών βουλευτών στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Αν το είχα επιτρέψει θα προκαλούσα πρόωρο, μονομερή πόλεμο με την Τουρκία –ήταν casus belli–, θα τίναζα στον αέρα τις υπό εξέλιξη υπόγειες διεργασίες για τετραμερή βαλκανική Συμμαχία. Δηλαδή θα φτάναμε στην επανάληψη της ταπεινωτικής ήττας του στρατού μας το 1897. Εκείνες τις μέρες του ’12 θυμήθηκα –πρώτη φορά το λέω– πώς καταχέριασε την αντιπροσωπεία μας –είχα πάει με τον Φούμη– ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης κατά τη βεβιασμένη, παντελώς άωρη επανάσταση του 1889, ίσως και με αγγλικό δάκτυλο, με το ανεδαφικό αίτημα της άμεσης Ενώσεως με την Ελλάδα. “Τι θέλετε, να ρίξετε μερικές τουφεκιές στον αέρα, να χάσετε τα προνόμια της Σύμβασης της Χαλέπας, να καταλήξουν και οι υπόλοιποι Κρητικοί στην προσφυγιά, όσοι δεν σφαγούν από τον Σακήρ πασά; Η Ελλάς δεν μπορεί να σας βοηθήσει”. Και τότε η συντηρητική μειοψηφία των Καραβανάδων ήθελε να εκθέσει τη φιλελεύθερη πλειοψηφία μας, των Ξυπόλυτων. Εμψυχωμένος από το παράδειγμα του Τρικούπη πριν από είκοσι τρία χρόνια, επέμεινα στη Βουλή: “Δεν υπάρχει χωριστόν Κρητικό Ζήτημα έξω από τη διεθνή αλληλεξάρτηση. Είναι πολιτική μωρία διά της σπουδής να θυσιάσουμε τα κεκτημένα”. Τους απαγόρευσα λοιπόν την είσοδο. “Αίσχος! Προδότη!” ούρλιαζε το πλήθος και πετούσε νεράντζια και πέτρες στη Βουλή. Εχασα τότε μερικά από τα καλύτερα στελέχη του κόμματος…».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 6.12.2015