H πραγματικότητα είναι τόσο σύνθετη που ουδείς μπορεί να προϋπολογίσει τις επιπτώσεις από την δημοσίευση μιας φωτογραφίας.
Δεν είναι νέο το ηθικό δίλημμα των δημοσιογράφων για τη δημοσίευση ή μη αποκρουστικών φωτογραφιών, σαν αυτή του πτώματος ενός τρίχρονου παιδιού με το πρόσωπό του θαμμένο στην άμμο που ξέβρασε η θάλασσα στην Αλικαρνασσό. Πάντα το αντιμετωπίζουμε, ειδικά όταν η πραγματικότητα ξεπερνά και την πιο νοσηρή φαντασία. Αλλοτε με περισσή ευκολία, όπως κατήγγειλε η συνάδελφος Ξένια Κουναλάκη («Το δόγμα του σοκ», Καθημερινή 3.9.2015), και άλλοτε με μεγάλα τραύματα που οδήγησαν ακόμη και στην αυτοκτονία. Ο Νοτιοαφρικανός φωτορεπόρτερ Κέβιν Κάρτερ, για παράδειγμα, δεν άντεξε τις ηθικές επιπλοκές από μια διάσημη φωτογραφία του σε καταυλισμό του Σουδάν. Το 1993 έστρεψε τον φακό του σε ένα σκελετωμένο κοριτσάκι ενώ πίσω του στεκόταν ένα όρνιο, σαν να περίμενε να τραφεί από το πτώμα του. Η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες όλου του κόσμου. Δεν ξέρουμε πόσο επηρέασε την πολιτική των κρατών για να αυξηθεί η βοήθεια προς τους πεινασμένους των καταυλισμών, αλλά σίγουρα τσάκισε τον εύθραυστο ψυχισμό του φωτογράφου. Διατυπώθηκαν ερωτήματα εάν ο Κέβιν Κάρτερ έπρεπε να τραβήξει τη φωτογραφία, εάν βοήθησε το κοριτσάκι ή εάν κατά κάποιο τρόπο το χρησιμοποίησε για να κερδίσει τελικά το βραβείο Πούλιτζερ. Τρεις μήνες μετά την απονομή, ο φωτορεπόρτερ αυτοκτόνησε. Ηταν μόλις 33 ετών.
Σύμφωνα με τη δική του αφήγηση, ο Κάρτερ μετά τη λήψη της φωτογραφίας απλώς έδιωξε το όρνιο. Στους φωτορεπόρτερ είχε ειπωθεί ότι δεν πρέπει να αγγίζουν τους λιμοκτονούντες από τον φόβο των μεταδοτικών ασθενειών. Επιπλέον, η περίπτωση της μικρής στη φωτογραφία δεν ήταν μοναδική. Στον καταυλισμό που επισκέφθηκαν οι δημοσιογράφοι υπήρχαν τουλάχιστον άλλα είκοσι άτομα που πέθαιναν από την πείνα και, φυσικά, ένας φωτορεπόρτερ δεν μπορούσε να κάνει οτιδήποτε γι’ αυτό. Η συναισθηματική φόρτιση που δημιούργησε η φωτογραφία ήταν τόσο μεγάλη, οι επικρίσεις τόσο πολλές που τα λογικοφανή (αν μη τι άλλο) επιχειρήματά του έπεσαν στο κενό. Μέχρι που το ηθικό δίλημμα έγινε συντριπτικό.
Στη βάση αυτού του διλήμματος υπάρχει το ερώτημα για τον ρόλο του δημοσιογράφου. Από τη μια μεριά υπάρχει η αγγλοσαξονική παράδοση, που θέλει τον δημοσιογράφο ουδέτερο ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο κοινό του. Σύμφωνα με αυτή τη σχολή, το πρώτιστο καθήκον του δημοσιογράφου είναι να αποτυπώνει όσο πληρέστερα μπορεί την πραγματικότητα, ώστε η καλά ενημερωμένη κοινωνία να λύνει μόνη τα ηθικά διλήμματά της. Η μαρξιστική σχολή θέλει τον δημοσιογράφο όχι να προσπαθεί να αποτυπώσει τον κόσμο, αλλά να τον αλλάξει. Η θέση αυτή είναι απότοκος της «11ης θέσης για τον Φώυερμπαχ» του Καρλ Μαρξ: «Οι φιλόσοφοι έχουν απλά ερμηνεύσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το θέμα είναι να τον αλλάξουμε».
Η θέση αυτή κυριάρχησε. Οχι με το καθαρό αριστερό πρόταγμα, που θέλει βασικό καθήκον των δημοσιογράφων να αλλάζουν τον κόσμο αντί να τον ενημερώνουν· αυτό το έκαναν μόνο οι αριστερές ηγεσίες της ΠΟΕΣΥ και της ΕΣΗΕΑ το 2003, που με επίσημες ανακοινώσεις τους ζητούσαν από τους δημοσιογράφους όχι να καλύπτουν όσο καλύτερα μπορούσαν τον πόλεμο, αλλά να… πολεμούν εναντίον του. Η θέση αυτή κυριάρχησε διότι από τους δημοσιογράφους δεν ζητείται πλέον να σταθμίζουν τις ειδήσεις ή τις φωτογραφίες με το βάρος της αλήθειας, αλλά με τις πιθανές επιπτώσεις που η δημοσίευση μπορεί να έχει. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επικρίσεις της κ. Κουναλάκη για τη δημοσίευση των φωτογραφιών εδράζεται στο ίδιο ηθικό πρόταγμα, εκείνων που τις δημοσίευσαν. Ενώ η εφημερίδα Independent τις δημοσίευσε «επειδή είναι υπερβολικά εύκολο να ξεχάσει κανείς την πραγματικότητα με την οποία βρίσκονται αντιμέτωποι οι πρόσφυγες», η καλή συνάδελφος σημείωσε ότι «οι εικόνες αυτές είναι παντού. Και το σοκ αμβλύνεται. Και η εξοικείωση επιτυγχάνεται. Και οι προθέσεις και τα επιχειρήματα όσων τις δημοσίευσαν ακυρώνονται. Και ο θάνατος ενός παιδιού δεν διακόπτει πια τη μεσημεριανή μας σιέστα. Και ξεχνάμε» («Καθημερινή» 3.9.2015).
Η αλήθεια είναι πως η πραγματικότητα είναι τόσο σύνθετη που ουδείς μπορεί να προϋπολογίσει τις επιπτώσεις· ποιος θα περίμενε ότι η φωτογραφία ενός λιμοκτονούντος παιδιού θα οδηγούσε τον φωτογράφο στην αυτοχειρία; Το πρόβλημα όμως είναι ότι αυτή «η λογοκρισία των πιθανών επιπτώσεων» φυτρώνει ακόμη κι εκεί που δεν τη σπέρνουν. Για παράδειγμα, είχε δημιουργηθεί σάλος το 2002 όταν δημοσιεύτηκαν οι φωτογραφίες νεκρών παιδιών από τον παλαιστινιακό καταυλισμό Tζενίν, μετά την εισβολή των στρατευμάτων του Αριέλ Σαρόν. Γράφαμε τότε: «Πέντε μέρες μετά επιτρέπεται στους δημοσιογράφους να μπουν και να καταγράψουν το έγκλημα. Oι φωτογραφίες είναι αποκρουστικές. Μόνο που τώρα κάποιοι δεν οργίζονται με το έγκλημα, αλλά με την αποτύπωσή του. Δεν ταιριάζει η φρίκη στη μακαριότητά μας;» («H λογοκρισία του αποτροπιασμού» 16.4.2002).
Αυτή «η λογοκρισία των πιθανών επιπτώσεων» όμως δεν εξυπηρετεί μόνο πολιτικές σκοπιμότητες. Αρχισε να αλλοιώνει και την ιστορία, σύμφωνα με τρέχον «πολιτικά ορθόν». Το 2005, το διάσημο τσιγάρο του φιλοσόφου Ζαν-Πολ Σαρτρ «εξαφανίστηκε» από αφίσα της εθνικής βιβλιοθήκης της Γαλλίας, όπως είχε γίνει και με αυτό του Αντρέ Μαλρό το 1996 σε γραμματόσημο των γαλλικών ταχυδρομείων. Τον Ιούλιο του 2009, η διαφημιστική εκστρατεία για άρωμα διάσημου γαλλικού οίκου που εμφάνιζε τον Αλέν Ντελόν να καπνίζει, αποσύρθηκε εσπευσμένα και αντικαταστάθηκε με «επεξεργασμένη» εκδοχή της, στην οποία το τσιγάρο είχε σβηστεί από το χέρι του Γάλλου ηθοποιού. Ανάλογη λογοκρισία είχε υποστεί και η κλασική ταινία «Ο θείος μου» του Ζακ Τατί. Σε αφίσα επ’ ευκαιρία της επανέκδοσής της από την κινηματογραφική λέσχη του Παρισιού, εμφανιζόταν ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής Ζακ Τατί να καπνίζει αμέριμνος την πίπα του, σήμα κατατεθέν του πρωταγωνιστή της σειράς ταινιών. Υστερα από διαμαρτυρία της διοίκησης του παρισινού μετρό, η αφίσα αποσύρθηκε για να «σβηστεί» η πίπα με ηλεκτρονικά μέσα.
Στον διάλογο του 2002 για τις φωτογραφίες της Τζενίν σημειώναμε: «Ηταν Aπρίλιος του 1945. Tα σοβιετικά στρατεύματα έχουν ήδη απελευθερώσει τους κρατουμένους του Αουσβιτς – Mπιρκενάου και οι Aμερικανοί μπαίνουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Nταχάου και Mπούχεβαλντ. H φρίκη που αντίκρισαν ήταν ανείπωτη, τόση που λέξεις δεν μπορούσαν να την περιγράψουν. Tότε οι αρχηγοί των συμμαχικών δυνάμεων πήραν μια μεγάλη απόφαση: εξανάγκασαν τους Γερμανούς κατοίκους της περιοχής, τους αιχμαλώτους στρατιωτικούς, καθώς και τα μέλη της ναζιστικής νεολαίας να μπουν μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για να δουν. Ηταν η πρώτη φορά που η Γερμανία ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τα πρόσφατα εγκλήματά της. Oι λέξεις δεν αρκούσαν για να περιγραφεί το Ολοκαύτωμα. Oι Γερμανοί έπρεπε να δουν…».
Εμείς πάλι όχι;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 13.9.2015