Ο μεταμοντερνισμός των νέων «σοφιστών» παρεισέφρησε διά των μαθητών τους στα ελληνικά πανεπιστήμια, συναντήθηκε με το χαχαμπούχα «επαναστατικό» πρόταγμα της εγχώριας Αριστεράς και παρήγαγε υβρίδια ασύλληπτου ανορθολογισμού.
Κάποιος, παραφράζοντας τον Σαρτρ, είχε πει «η κόλαση είναι οι Γάλλοι». Ο μεταμοντερνισμός των νέων «σοφιστών» παρεισέφρησε διά των μαθητών τους στα ελληνικά πανεπιστήμια, συναντήθηκε με το χαχαμπούχα «επαναστατικό» πρόταγμα της εγχώριας Αριστεράς και παρήγαγε υβρίδια ασύλληπτου ανορθολογισμού. Με μνημειώδεις μπούρδες περί «υποκειμενικής και αντικειμενικής βίας» (Ζίζεκ) ή περί «απροϋπόθετου πανεπιστημίου» (Ντεριντά) χιλιάδες παιδιά εθίστηκαν στον εύκολο παραλογισμό και κάποια από αυτά προχώρησαν παραπέρα· άσκησαν «υποκειμενική βία» ή διά των καταλήψεων γονάτισαν τα ΑΕΙ για να τα κάνουν… απροϋπόθετα.
Αυτός ο… απροϋπόθετος παραλογισμός έχει εμποτίσει βαθιά την ελληνική κοινωνία και διά της επανάληψης έγινε σχεδόν «φυσιολογικός». Κανείς δεν τον αμφισβητεί –και από τον φόβο ότι θα χαρακτηριστεί νεοφιλελεύθερος– με αποτέλεσμα να έχουμε υπουργό Παιδείας έναν άνθρωπο που πιστεύει ότι «η κιμωλία και ο πίνακας… Ακόμη κι αν –ή επειδή– είναι κακής ποιότητας και λερώνουν» είναι απαραίτητα συστατικά της Παιδείας. «Προτζέκτορες, επιδιασκόπια και λοιπά υποκατάστατα αποστειρώνουν τη διδακτική σχέση. Την εξαϋλώνουν, τείνοντας τελικά να την καταργήσουν» (Αριστείδης Μπαλτάς «Η διδακτική σχέση», 6.4.2014).
Η αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας, στο Πανεπιστήμιο Paris ΙΙ, κ. Αναστασία Τσουκαλά έγραψε ένα άρθρο στο αριστερίστικο περιοδικό Unfollow με τίτλο «Υπέρ της βίας στα γήπεδα» (τ. Μαρτίου 2015) που πέρασε απαρατήρητο. Επιχειρηματολογεί ότι «η ενίσχυση της επιτήρησης εντός των γηπέδων (σ.σ. με μέτρα όπως το ηλεκτρονικό εισιτήριο και οι κάμερες επιτήρησης) ενέχει επίσης πολλαπλούς κινδύνους… Εδραιώνει τον γενικευμένο έλεγχο μιας πολυπληθούς κατηγορίας ατόμων με μόνο κριτήριο την οπαδική τους ταυτότητα. Καθώς η εφαρμογή της συνεπάγεται την επέκταση της επιτήρησης και στους “εν δυνάμει ταραχοποιούς”, καθιστά εφικτή την επιβολή μιας σειράς εξωδικαστικών κυρώσεων και περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων σε άτομα που δεν έχουν διαπράξει κανένα αδίκημα, αλλά, βάσει της αποκλίνουσας συμπεριφοράς τους, θεωρούνται από τις διωκτικές αρχές ως εν δυνάμει επικίνδυνα. Χιλιάδες οπαδοί ανά την Ευρώπη υφίστανται κατ’ αυτό τον τρόπο συχνά αυθαίρετες επιβολές εξωδικαστικών μακροχρόνιων απαγορεύσεων εισόδου σε γήπεδα, που, σε συνδυασμό με διάφορους άλλους περιοριστικούς όρους, θίγουν αισθητά την ελευθερία κίνησής τους τόσο εντός της χώρας τους όσο και στο εξωτερικό…».
Η προτροπή της καθηγήτριας του γαλλικού πανεπιστημίου στον υπουργό Αθλητισμού είναι η τυπική νεοαριστερή. Αφού δεν μπορούμε να εξαλείψουμε το πρόβλημα, η Πολιτεία πρέπει να παραμείνει άπραγη: «Ελλείψει ουσιαστικών στρατηγικών αντιμετώπισης της οπαδικής βίας, καλύτερα τα εξαγγελθέντα μέτρα να παραμείνουν στο επίπεδο της συμβολικής πολιτικής και να μην εφαρμοστούν ποτέ, όπως έχει εξάλλου συμβεί στο παρελθόν. Εφόσον η Πολιτεία δεν είναι σε θέση να βελτιώσει την κατάσταση, ας αποφύγει τουλάχιστον να την επιδεινώσει. Είναι προτιμότερη η εν δυνάμει ελεγχόμενη οπαδική βία εντός των γηπέδων από την ανεξέλεγκτη εξάπλωσή της εκτός γηπέδων και την εκτεταμένη επιτήρηση όλων των φιλάθλων». Λες και τώρα που δεν υπάρχουν τα μέτρα επιτήρησης εντός των γηπέδων, οι χούλιγκαν μένουν άπραγοι.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 8.5.2015