Δεν υπάρχει κουλτούρα προστασίας του δημόσιου στην Ελλάδα, κι ας περπατούν χιλιόμετρα οι συνδικαλιστές για να προστατεύσουν τα δημόσια αγαθά από τη θανατηφόρο ιδιωτικοποίησή τους.
Πάλι η «κακούργα κενωνία» φταίει για την αθλιότητα του Πολυτεχνείου; Εντάξει! Το είπε με πιο λόγιο τρόπο ο πρώην συνάδελφος και νυν υπουργός Πολιτισμού κ. Νίκος Ξυδάκης: «Το γκράφιτι στο Πολυτεχνείο απεικόνισε την κρίση στη χώρα, στην πόλη, στην οδό Στουρνάρη. Η σκοτεινιά του αναδύεται από το ζοφερό μικροκλίμα της περιοχής». Αλλά πάλι και το «Αττικόν» κάηκε απεικονίζοντας κατά κάποιον τρόπο «την κρίση στη χώρα» ή, όπως έγραψε ο χρήστης του τουίτερ @anestis, «στο κάτω-κάτω το κάψιμο του Αττικόν τι ήταν, αν όχι μια εικαστική παρέμβαση;»
Βεβαίως, στη ζωή, όλα συνδέονται με όλα. Ετσι και ο βανδαλισμός του ιστορικού κτιρίου μπορεί να απεικονίζει τον ζόφο, την κρίση, το πένθος και άλλα φοβερά. Αλλά πάλι σαν πολλά δεν χώνουμε κάτω από το χαλί της οικονομικής ανέχειας; Μήπως, για παράδειγμα, αθωώνουμε υπόγειες ρατσιστικές και εθνικιστικές τάσεις της ελληνικής κοινωνίας, φορτώνοντας την άνοδο της Χρυσής Αυγής στην κρίση; Μήπως πίσω από το εμφανές της κρίσης υπάρχουν κι άλλες αποτυχίες του κοινωνικού μας βίου τις οποίες δεν θέλουμε να δούμε ώστε να διορθώσουμε; Διότι πέρα από τα κακομαθημένα που μαύρισαν ένα ιστορικό κτίριο, υπάρχουν και οι άλλοι που δεν το προστάτευσαν.
Ορθώς λοιπόν εξανέστη ο πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών κ. Πάνος Χαραλάμπους επειδή δεν είδαν και δεν έκαναν κάτι οι αστυνομικοί που περιπολούν την περιοχή. Ο ίδιος –σύμφωνα και με πληροφορίες που είχε από περιοίκους– υπολόγισε ότι ο βανδαλισμός έγινε από ομάδα τουλάχιστον είκοσι ατόμων, τα οποία ξόδεψαν πάνω από πέντε ώρες για να κάνουν το κομμάτι τους. «Τόσες περιπολίες γίνονται», είπε, «κανείς δεν είδε κάτι;» (Βήμα Fm 10.3.2015). Οταν ρωτήθηκε, όμως, για τα του οίκου του, γιατί οι –έστω λιγοστοί– φύλακες του κτιρίου δεν είδαν, δεν έκαναν κάτι –γιατί δεν έβαλαν μια φωνή, βρε αδελφέ!– άρχισε τα «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε». Οι «φύλακες εισόδου» είναι στην πόρτα (δίπλα, δηλαδή, από εκεί που έβαφαν οι μπογιατζήδες), αλλά «δεν έχουν καθήκον να βγουν έξω από την πόρτα»· βρίσκονται σε εσοχές και δεν μπόρεσαν να δουν τι γίνεται στο κτίριο για τη φύλαξη του οποίου πληρώνονται κ.ά. τέτοια τερπνά. Μέχρι που το γύρισε στη βαριά φιλοσοφία, το… νόημα του γκράφιτι στη σύγχρονη κοινωνία.
Η ουσία, βεβαίως, είναι άλλη. Οπως γίνεται με όλα τα πράγματα στην Ελλάδα, όταν εξελίσσεται κάτι όλοι αδιαφορούν. Μέχρι να ολοκληρωθεί η καταστροφή και οι ίδιοι να σχίζουν τα ιμάτιά τους ρωτώντας «μα πώς είναι δυνατόν να συμβεί αυτό;». Αδιαφόρησαν οι περιπολούντες αστυνομικοί· αδιαφόρησαν οι φύλακες, που ακόμη κι αν δεν έβλεπαν, δεν πήρε το αυτί τους κάτι; Εντελώς αθόρυβοι ήταν οι τοιχογράφοι; Αδιαφόρησαν οι περαστικοί και οι περίοικοι, ίσως με το δίκιο τους, αφού όλο και κάποιος επαναστατημένος νους θα σκεφτόταν ότι είναι «χαφιέδες του κράτους».
Δεν υπάρχει κουλτούρα προστασίας του δημόσιου στην Ελλάδα, κι ας περπατούν χιλιόμετρα οι συνδικαλιστές για να προστατεύσουν τα δημόσια αγαθά από τη θανατηφόρο ιδιωτικοποίησή τους. Η αδιαφορία όλων μας είναι εμφανής στην κατάσταση των πόλεων, των ακτών με τα χιλιάδες αυθαίρετα και σκουπίδια, στις ζημιογόνες δημόσιες επιχειρήσεις με τα «τροφεία» των εργαζομένων, σε ένα κράτος που χρεοκόπησε ενώ όλοι επέλεξαν να είναι «ανενημέρωτοι» για τις δαπάνες και τα έσοδά του.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 11.3.2015