Στο δυσεπίλυτα προβλήματα οι κρατικιστές κάθε απόχρωσης έχουν μια απλή όσο και πατερναλιστική λύση. Την απαγόρευση της οικονομικής δραστηριότητας δικαίων και αδίκων.
To πιο ενδιαφέρον στοιχείο στη συζήτηση για την απελευθέρωση του ωραρίου των καταστημάτων και το μόνο επιχείρημα που απέμεινε στους πολέμιούς της είναι η «προστασία των εργαζομένων». Αυτό έχει πραγματική βάση. Οπως σε όλα τα πράγματα, στην Ελλάδα έχουμε το πιο αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των εργαζομένων και την πιο χαλαρή εφαρμογή του. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην έλλειψη προσωπικού στις επιθεωρήσεις εργασίας, ή στο γεγονός ότι οι ποινές για παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας είναι εξοντωτικές, με αποτέλεσμα τα όργανα ελέγχου να κάνουν πολλές φορές τα στραβά μάτια, αφού ξέρουν ότι η πιστοποίηση μιας παράβασης μπορεί να σημαίνει και το τέλος μιας επιχείρησης. Οφείλεται και στη δομή της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα. Η χώρα μας έχει το υψηλότερο ποσοστό πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ενωση (το 96,5% αυτών απασχολούν 1-9 άτομα) και οι εργαζόμενοι σε αυτές τις πολύ μικρές επιχειρήσεις φτάνουν το 57,6% στο σύνολο της απασχόλησης, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε.-27 είναι 29,8% (Eurostat 2010).
Αυτό, όπως είναι φυσικό, κάνει δύσκολη αστυνόμευση των 720.000 πολύ μικρών επιχειρήσεων που υπάρχουν στην Ελλάδα. Η δυσκολία επιχειρείται να καλυφθεί από τους εκάστοτε υπουργούς Εργασίας με φαντασμαγορικές πολιτικές αυστηροποίησης των ποινών. Οι ποινές γίνονται δρακόντειες και οι πολιτικές καταλήγουν μπούμερανγκ. Αλλά επειδή δεν υπάρχει συνέχεια πολιτικών στην Ελλάδα το αυτεπίστροφον σκάει στο κεφάλι του επόμενου υπουργού Εργασίας, ο οποίος υπό την πίεση της κοινής γνώμης «να κάνει κάτι επιτέλους» αυστηροποιεί έτι περαιτέρω τις ποινές μέχρι να ξαναγίνουν μπούμερανγκ κ.ο.κ.
Στο δυσεπίλυτο αυτό πρόβλημα οι κρατικιστές κάθε απόχρωσης έχουν μια απλή όσο και πατερναλιστική λύση. Την απαγόρευση της οικονομικής δραστηριότητας δικαίων και αδίκων. Απαγορεύουν τη λειτουργία των καταστημάτων όποτε κι όπως μπορούν. Δηλαδή, σαν να απαγορευόταν η κυκλοφορία όλων των οχημάτων στα Σαββατοκύριακα επειδή εκείνες τις μέρες βγαίνουν στους δρόμους και οι άπειροι οδηγοί, με αποτέλεσμα να συμβαίνουν περισσότερα του μέσου όρου ατυχήματα.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει ταχύτατα, η απάντηση δεν μπορεί να είναι η φοβική ακινησία. Μπορεί τα προβλήματα της μετάβασης να είναι πολλά και μεγάλα, αλλά η συντηρητική αντιμετώπιση δημιουργεί μεγαλύτερα. Το πρόβλημα όμως της χώρας συνίσταται στο γεγονός πως αυτός ο συντηρητισμός είναι διαπαραταξιακός. Δεξιοί και Αριστεροί, εργοδότες κι εργαζόμενοι (τουλάχιστον σε επίπεδο συλλογικής έκφρασης) επιμένουν ότι τα πράγματα πρέπει να συνεχίσουν όπως παλιά, άσχετα αν οι συνθήκες έχουν αλλάξει και εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες έρχονται πλέον με κρουαζιερόπλοια και τριγυρνούν τις Κυριακές σε νεκρές πόλεις. Το 2013 ήρθαν στην Ελλάδα 4,6 εκατομμύρια επιβάτες (δηλαδή το 14,8% από τον συνολικό αριθμό επισκεπτών στη χώρα) ενώ τα προσωρινά στοιχεία δείχνουν ότι το 2014 θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο. Μόνο τον Αύγουστο υπήρξε στην Αθήνα αύξηση των επισκεπτών κατά 46%!
Αυτή η ροή επισκεπτών μπορεί να αποτελέσει μια επιπλέον πηγή εσόδων για τον χειμαζόμενο κλάδο του λιανικού εμπορίου, και πηγή συναλλάγματος. Πόση; Δεν ξέρουμε αν δεν επιτραπεί στην αγορά να δοκιμάσει. Κάποιοι επιχειρηματίες μπορεί να βρουν νέες υπηρεσίες, νέους τρόπους πώλησης και νέα θελκτικά στους τουρίστες προϊόντα να πουλήσουν. Κάποιοι άλλοι μπορεί όχι, και να εκτιμήσουν ότι είναι προτιμότερη η «κυριακάτικη αργία». Δεν υπάρχει τρόπος να ξέρει η κεντρική ή η περιφερειακή διοίκηση τι θα σκεφτούν για να κερδίσουν οι έμποροι. Μόνο διά της δοκιμής και λάθους θα διαμορφωθεί ένα νέο τοπίο στην αγορά και θα εκμεταλλευτούμε στο έπακρον αυτό που ονομάζουμε «βαριά βιομηχανία της χώρας».
Δυστυχώς όμως το «νέο» τρομάζει κι εκείνους που έπρεπε να επιχειρούν και να εκμεταλλεύονται τα νέα ανοίγματα και τους συνδικαλιστές των εμπόρων και τους πολιτικούς κάθε απόχρωσης. Σίγουρα το «νέο» δεν θα είναι όπως το «παλιό». Θα κλείσουν επιχειρήσεις (σάμπως σήμερα δεν κλείνουν;), αλλά θα ανοίξουν κι άλλες.
Γράφαμε και παλαιότερα ότι αν ποτέ προχωρήσουν τα σχέδια για τα αυτοκίνητα υδρογόνου, η πιθανότερη αντιμετώπιση πολιτικών, συνδικαλιστών, αλλά και των ελληνικών ΜΜΕ, θα είναι περίπου η εξής: «Καταστρέφονται χιλιάδες μικρομεσαίοι. Σε απόγνωση οι βενζινάδες όλης της χώρας». Κάποιοι πιο φιλεργατικοί μπορεί να τιτλοφορήσουν την είδηση ως εξής: «Στον δρόμο εκατοντάδες εργαζόμενοι των διυλιστηρίων». Στη σημερινή συγκυρία ο πιθανότερος τίτλος θα ήταν «Ο θάνατος του εμποράκου βενζίνης».
Είναι περίεργο αλλά οτιδήποτε κι αν γίνει σ’ αυτή τη χώρα προβάλλονται μόνον οι κίνδυνοι και αποσιωπώνται οι ευκαιρίες. Η αλήθεια είναι πως κάθε αλλαγή, μικρή ή μεγάλη, αναδιατάσσει το σκηνικό. Μπορεί να έχει και οικολογικές επιβαρύνσεις. Μπορεί να πλήξει κάποιους τομείς της οικονομίας που δεν ήθελαν, ή δεν πρόλαβαν να εκσυγχρονιστούν. Μπορεί να δημιουργήσει προσωρινά ανεργία σε κάποιους κλάδους. Ολα αυτά συνέβησαν πολλάκις στην οικονομική ιστορία του ανθρώπου. Για παράδειγμα, όταν εφευρέθηκε ο ηλεκτρικός λαμπτήρας εκατοντάδες κηροποιεία κινδύνευσαν και η συντριπτική πλειονότητά τους έκλεισε. Πολλοί που απασχολούνταν σε αυτόν τον κλάδο έμειναν χωρίς δουλειά. Πιθανώς κάποιοι να θεωρούν ότι λόγω της ηλεκτρικής ενέργειας επιβαρύνθηκε το περιβάλλον με την ανέγερση των θερμοηλεκτρικών σταθμών και των υδροηλεκτρικών φραγμάτων.
Ολα τα παραπάνω εμπεριέχουν σπέρματα αλήθειας. Πραγματικά άλλαξαν πολλά λόγω του ηλεκτρισμού σ’ αυτή τη χώρα: Από το τοπίο στη σημερινή λίμνη Πλαστήρα μέχρι τις σεξουαλικές συνήθειες των ανθρώπων. Κάθε πρόοδος αλλάζει πράγματα. Αν ασπαζόμασταν τη μίζερη λογική της κινδυνολογίας που κυριαρχεί σήμερα, θα έπρεπε να ζούμε σε σπηλιές και να τρώμε ωμό κρέας. Ξέρετε πόσους κινδύνους και πόσες πυρκαγιές ενέχει η ανακάλυψη της φωτιάς;
Και η απελευθέρωση της αγοράς στην Ελλάδα ενέχει κινδύνους. Η ίδια η ζωή ενέχει κινδύνους. Δεν παγώνει η πρόοδος, όπως δεν παγώνει και η ζωή. Είναι σίγουρο ότι όποιοι μικρομεσαίοι δεν μπορούν να μετεξελιχθούν στο νέο περιβάλλον θα σβήσουν. Αν δεν διαφοροποιήσουν το προϊόν ή τη μέθοδο πώλησης, δεν θα επιβιώσουν. Αλλά αυτές οι επιχειρήσεις δεν θα επιβίωναν, είτε απελευθερωνόταν το εμπόριο από τα διοικητικά δεσμά είτε όχι. Οι μόνοι χαμένοι θα ήταν οι καταναλωτές, που δεν θα αγοράζουν φθηνά σε ώρες που τους βολεύουν. Οι ανάγκες αυτών, όλως παραδόξως, στη δημόσια συζήτηση που γίνεται κάθε φορά για το εμπόριο μονίμως αποσιωπώνται.
Η κρίση ήταν μια βροντερή καμπάνα πως όλα τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν στην Ελλάδα. Εδειξε ότι μια χώρα δεν μπορεί να έχει καταναλωτικό πρότυπο του 21ου αιώνα (όλοι μας θέλουμε το αυτοκίνητό μας, το smartphone, το tablet κ.λπ.) και παραγωγικές δομές δομές της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Στο τέλος της ημέρας είναι οι παραγωγικές δομές που θα ορίσουν το επίπεδο της κατανάλωσης κι αυτό γίνεται στα πέντε χρόνια της ύφεσης. Χωρίς τα δανεικά η κατανάλωση προσαρμόζεται στα παραγωγικά κυβικά μας.
Το να κλείνουμε τα μάτια στην πραγματικότητα δεν βλάπτει την πραγματικότητα. Βλάπτει μόνο εμάς. Συνεπώς η πολιτική δεν μπορεί να είναι το πάγωμα των οικονομικών δομών σε καταστάσεις του ’50 ή του ’60. Πρέπει να είναι η απελευθέρωση της αγοράς μαζί με πραγματικό ρυθμιστικό ρόλο του κράτους που θα προστατεύει πραγματικά τους εργαζόμενους από τις υπαρκτές αυθαιρεσίες των μικρομεσαίων -κατά κανόνα- εργοδοτών.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 4.1.2015