Οφείλουμε να ξαναδούμε ολόκληρο το νομικό πλαίσιο που αφορά την ελευθερία του λόγου στην Ελλάδα· από το Σύνταγμα μέχρι την νομολογία.
Η αλήθεια είναι πως δυσκολεύτηκα να διαβάσω το βιβλίο της Χριστίνας Βρεττού «Η αιχμηρή κριτική ως συνταγματικό δικαίωμα». Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι υπάρχει μια παράδοση -να το πω «αποκρυφισμού»;- στα κείμενα των νομικών, που δυσκολεύει εμάς τους απλούς ανθρώπους να τα καταλάβουμε.
Αν σκεφθείτε ότι τρόμαξα να κατανοήσω ακόμη και κείμενα αγωγών ή μηνύσεων στα οποία ήμουν διάδικος, μπορείτε να φανταστείτε πόσο δύσκολο ήταν να καταλάβω ένα βιβλίο που συμπυκνώνει αναγκαστικά με ελλειπτικό τόπο νομολογίες τριών νομικών παραδόσεων.
Κατανόησα όμως αυτό που λέει στην εισαγωγή ο κ. Νίκος Αλιβιζάτος και στο εισαγωγικό κεφάλαιο η κ. Βρεττού, ότι όσο πιο ανατολικά πάμε τόσο λιγότερο προστατεύεται η ελευθερία του λόγου.
Δηλαδή οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, απέχουν αρκετά από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και είναι έτη φωτός μακρυά από την ελληνική νομολογία.
Αυτό, κατά ένα παράδοξο τρόπο επιβαρύνει τα νομικά κείμενα· τα κάνει ακόμη πιο στρυφνά. Και θα σας εξηγήσω τι εννοώ.
Ενώ μπόρεσα να καταλάβω τι παίχθηκε την υπόθεση New York Times Co. v. Sullivan δεν μπόρεσα να καταλάβω την υπ’ αριθμόν 1496/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία στο βιβλίο περιγράφεται ως εξής: «η συγκεκριμένη υπόθεση αφορούσε την παρουσίαση σε δελτίο ειδήσεων τηλεοπτικού σταθμού πανελλήνιας εμβέλειας ρεπορτάζ, σχετικά με πράξη ξυλοδαρμού κατηγορούμενου από Πρόεδρο Δικαστηρίου…»
Ορίστε;
Ποιος σταθμός;
Ποιος κατηγορούμενος;
Αυτό που αναφέρθηκε στην απόφαση για τον ακατονόμαστο αυτόν τηλεοπτικό σταθμό είναι ότι «βαρύς έπεσε ο πέλεκυς της δικαιοσύνης στο κεφάλι του πενηνταεπτάχρονου ΩΩ».
Να προσέξουμε λίγο αυτό: ακόμη και σε ένα νομικό βιβλίο που εξετάζει την ελευθερία του λόγου, λογοκρίνεται η υπόθεση! Δεν μπορώ να ψάξω το βίντεο του σταθμού· δεν ξέρω καν ποιος σταθμός είναι. Το κυριότερο: δεν μπορώ να κρίνω την απόφαση -κάτι που ως πολίτης το δικαιούμαι- αλλά ούτε να μάθω ως δημοσιογράφος ή ως δικηγόρος ποια είναι τα όρια της θεμιτής δημοσιογραφικής παρουσίασης ενός θέματος. Οι δικαστικές αποφάσεις, και δη των ανωτάτων δικαστηρίων, επειδή είναι «νόμοι» πρέπει να συζητώνται εκτενώς, ακόμη και για εκπαιδευτικούς λόγυς.
Ενώ ξέρω ότι υπήρξε ένας Επίτροπος για θέματα δημόσιας ασφάλειας στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα ονόματι L.B. Sullivan που έκανε μήνυση στους New York Times και κατέληξε σε μια συγκεκριμένη απόφαση, δεν μπορώ να ξέρω ποιος είναι ο «πενηνταεπτάχρονος ΩΩ», ούτε καν για λόγους ελέγχου της απόφασης. Πως μπορώ ξέρω αν ο διάδικος ΩΩ δεν είχε προηγούμενα με τους δικαστές που αποφάσισαν γι’ αυτόν;
Επιπλέον: Σκέφτεστε μια απόφαση του τύπου New York Times Co. v. A man 40 years old;
Η κατάσταση με τους λογοκριτικούς νόμους και τις λογοκριτικές αποφάσεις έχει καταντήσει γελοία και σε βάρος του κύρους της Δικαιοσύνης. Έγραφα στις 20 Φεβρουαρίου του 2008:
«Τέτοια θαύματα μόνο στην Ελλάδα μπορεί να γίνουν. Μέχρι την περασμένη Τετάρτη ο Τύπος έγραφε για τον “κ. Χρήστο Νικολουτσόπουλο, δικηγόρο της 35χρονης συμβασιούχου” ενώ τώρα γράφει για τον “50χρονο εργατολόγο, δικηγόρο της κ. Εύης Τσέκου”. Μέχρι προχθές η φωτογραφία του κ. Νικολουτσόπουλου δημοσιευόταν στις εφημερίδες κανονικά και η φωτογραφία της κ. Τσέκου θολή. Τώρα η φωτογραφία του κ. Νικολουτσόπουλου δημοσιεύεται θολή και η φωτογραφία της κ. Τσέκου κανονικά». Τι είχε αλλάξει; Η κ. Τσέκου έπαψε να είναι κατηγορούμενη, ενώ ασκήθηκε δίωξη κατά του κ. Νικολόπουλου.
Το πιο αστείο είναι ότι τα κανάλια έδειχναν ξανά και ξανά το ίδιο βίντεο με τους δύο να κατεβαίνουν τα σκαλιά της Ευελπίδων και την μία εβδομάδα είχαν ψηφιδωτό στο πρόσωπο της κ. Τσέκου και την άλλη στο πρόσωπο Νικολουτσόπουλου».
Δεν μπορώ επίσης να κατανοήσω γιατί στο βιβλίο στην μία υπόθεση αναφέρεται κάποιος «πενηνταεπτάχρονος ΩΩ» ενώ σε κάποια άλλη υπόθεση αναφέρεται ονομαστικώς η κ. Μαργαρίτα Παπανδρέου. Πως θα προστατευτεί το κύρος του Αρείου Πάγου από τον κακόβουλο που θα σκεφτεί ότι οι Ανώτατοι Δικαστές προστατεύουν από την «βορά της δημοσιότητας» τον δικό τους (δικαστής είναι ο ΩΩ), ενώ ρίχνουν στην ίδια «βορά της δημοσιότητας» μία ηλικιωμένη κυρία επειδή ο γιος της τούς έκοψε τον μισθό; Δεν μπόρεσα βέβαια να καταλάβω γιατί σε άλλη απόφαση ο πρώην πρύτανης του Πολυτεχνείου ημιπροστατεύεται αφού αναφέρεται με τα αρχικά του Ν.Μ. Αλλά άγνωσται αι βουλαί του Αρείου Πάγου.
Μήπως πρέπει να αποκτήσουμε σταθερούς κι αντικειμενικούς κανόνες, για να αποκτήσουν κύρος και οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης; Ένας αντικειμενικός κανόνας αφορά την λογοδοσία των διωκτικών και δικαστικών αρχών.
Το έχω γράψει πολλάκις και θα το επαναλάβω: Η δίωξη ενός ατόμου δεν είναι αποκλειστικά ιδιωτική του υπόθεση. Αφορά και τον ίδιο, αλλά έχει να κάνει και με τις δικαστικές αρχές. Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι ο Ελληνας πολίτης δεν έχει δικαίωμα να μάθει ποιος διώκεται, έχει απόλυτο δικαίωμα να μάθει ποιον διώκουν οι δικαστικές αρχές. Αυτό ακούγεται σαν σοφιστεία, αλλά δεν είναι. Οι φορολογούμενοι πληρώνουν αστυνομικούς, εισαγγελείς κ.λπ. και έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν τι κάνουν αυτές οι αρχές. Διώκουν κάποιους; Διώκουν αυτούς που πρέπει; Μήπως αφήνουν κάποιους στο ακαταδίωκτο; Μήπως διώκουν καταχρηστικά κάποιους άλλους; Αυτά είναι εύλογα ερωτήματα, που μόνο στο φως της δημοσιότητας μπορούν να απαντηθούν. Με τη δημοσιότητα αφενός ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος κατάχρησης εξουσίας και αφετέρου οι φορολογούμενοι κρίνουν αν και κατά πόσον τα χρήματά τους πιάνουν τόπο.
Υπάρχει δυσανεξία στον λόγο στην Ελλάδα η οποία μεταγράφεται (με πιο στρυφνή γλώσσα) στα νομικά κείμενα. Κάτι έχει να κάνει με την παράδοσή μας που στο επίκεντρό της είναι το «η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει» ενώ στην αγγλοσαξωνική παράδοση υπάρχει το «Sticks and stones will break my bones But words will never harm me».
Αυτό μετεγγράφεται και στα Συντάγματα των χωρών, όπου στο Αμερικανικό αναφέρεται «Congress shall make no law abridging the freedom of speech, or of the press» ενώ το ελληνικό Σύνταγμα θέλει την Βουλή να «ορίζει με νόμο τις προϋποθέσεις και τα προσόντα για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος».
Δεν γνωρίζω πόσοι κατανοούν την άτοπον αυτής της διάταξης «να ορίζει νόμος τις προϋποθέσεις και τα προσόντα» όσων δημόσια γράφουν, αλλά ξέρω ότι αυτό το άταφο πτώμα του Συντάγματος επιβίωσε τριών συνταγματικών αναθεωρήσεων και μάλλον θα επιβιώσει και μιας τέταρτης.
Κι όχι μόνο αυτό. Το άρθρο 14 που ευφημίζεται «περί της ελευθερίας του Τύπου» έχει 52 λέξεις που προστατεύει την ελευθερία του Τύπου κι άλλες 525 με απαγορεύσεις.
Με άλλα λόγια: αν ω μη γένοιτο γίνει δικτατορία το καθεστώς δεν θα αναστείλει το άρθρο 14. Απλώς θα το εφαρμόσει.
Οφείλουμε να ξαναδούμε ολόκληρο το νομικό πλαίσιο που αφορά την ελευθερία του λόγου στην Ελλάδα· από το Σύνταγμα μέχρι την νομολογία. Όχι για να μην φοβάμαι να πω την άποψή μου αλλά γιατί το ασφυκτικό πλέγμα λογοκριτικών διατάξεων και αποφάσεων κάνει κακό στην χώρα.
Το «Μακεδονικό» είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για τα καταστροφικά αποτελέσματα που έχει η νομοθετημένη και οιονεί ανελευθερία του λόγου στην Ελλάδα. Οι καταδίκες, οι προπηλακισμοί, οι εκφοβισμοί ανθρώπων που είχαν διαφορετική άποψη για το εθνικό ζήτημα οδήγησαν την πολιτική ηγεσία σε ακραίες και αδιάλλακτες θέσεις.
Αυτές, προϊόντος του χρόνου, περιθωριοποίησαν διπλωματικά τη χώρα, με τεράστιο οικονομικό και πολιτικό κόστος, και φυσικά επιδείνωσαν το πρόβλημα αντί να το λύσουν. Σήμερα όλες οι χώρες του κόσμου ονομάζουν την πΓΔΜ «Μακεδονία», ενώ οι Ελληνες διπλωμάτες αντί να ασχολούνται με σοβαρότερα εθνικά ζητήματα τρέχουν από φόρουμ σε φόρουμ για να διορθώνουν όσους ομιλητές ή διοργανωτές αποκαλούν την ακατονόμαστη χώρα με το συνταγματικό της όνομα.
Αν, τότε, κάποιοι άνθρωποι δεν καταδικάζονταν, δεν προπηλακίζονταν κ. λπ. και κάποιοι άλλοι δεν φοβούνταν να μιλήσουν μπορεί να ανέπτυσσαν «ακραίες θέσεις», όπως π. χ. ότι «η Μακεδονία είναι σλαβική», «βουλγαρική», «κονγκολέζικη» κ. λπ. Αυτή η θέση όμως θα ζυμωνόταν με την αντίθετη «ακραία θέση», ότι «η Μακεδονία είναι ελληνική» και θα προέκυπτε ένας ενδιάμεσος τόπος και πιθανότατα θα υιοθετούσαμε μια σύνθετη ονομασία. Οι πολιτικές ηγεσίες δεν θα ασπάζονταν την αδιέξοδη θέση του «Οχι στη Μακεδονία και στα παράγωγά της» κι εμείς σήμερα δεν θα τρέχαμε να επιτύχουμε κάποιο παράγωγο της ονομασίας.
Σε ένα ζωντανό δημόσιο διάλογο πάντα θα ακούγονται ακραίες θέσεις. Αυτές τον γονιμοποιούν, ακόμη και διά της απορρίψεώς τους. Οπως έγραφε στο βιβλίο «Περί Ελευθερίας» ο Τζον Στιούαρτ Μιλ «αν οι ιδέες που ακούγονται είναι σωστές, τότε η κοινωνία θα έχει κέρδος με το να τις ασπαστεί. Αν αυτές οι ιδέες είναι λάθος, τότε η κοινωνία πάλι θα έχει κέρδος απορρίπτοντάς τες και ισχυροποιώντας ταυτόχρονα τις δικές της σωστές πεποιθήσεις».
Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου της Χριστίνας Βρεττού «Η αιχμηρή κριτική ως συνταγματικό δικαίωμα», Αθήνα 11.12.2014