Η Δημόσια Ιστορία στη χώρα μας είναι σαν τον δημόσιό της διάλογο. Πάει με τις μπάντες. Από εμπεδωμένη άποψη της «καταραμένης Δεξιάς που κατέστρεψε την Ελλάδα» (κάτι που καλλιέργησε επιτυχώς σύμπασα η Αριστερά), περνάμε σταδιακά στο «καταραμένο ΠΑΣΟΚ που κατέστρεψε την Ελλάδα» , κάτι που καλλιεργείται αμφίπλευρα -από τη Δεξιά και από την Αριστερά- και για διαφορετικούς λόγους. Βασικός στόχος της κριτικής είναι η δεκαετία του ’80 που παρουσιάζεται ως το μελανό κεφάλαιο της Μεταπολίτευσης. Αν και αυτήν τη δεκαετία φούντωσαν πολλά αρνητικά δαιμόνια (με κορυφαία τον λαϊκισμό και τη διόγκωση του κράτους), αυτά δεν ήταν καινά δαιμόνια. Προϋπήρχαν…
Για παράδειγμα, οι εθνικοποιήσεις σημαντικών τομέων της οικονομίας γίνονται κατά τη διακυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1977-1980), ενώ στη δεκαετία του ’80 η χώρα βιώνει απλώς τον επίλογο της κατάρρευσης της μέχρι τότε προστατευμένης ελληνικής βιομηχανίας και έχουμε την κρατικοποίηση των προβληματικών επιχειρήσεων. Βεβαίως η διαχείριση αυτών των προβληματικών ήταν ένα διαρκές σκάνδαλο με κομματικές προσλήψεις και κομισάριους ως διοικητές, αλλά η κρατικοποίησή τους ήταν τότε πολιτικός μονόδρομος. Πέρα από κάποιες ελάχιστες φιλελεύθερες φωνές στη Νέα Δημοκρατία, υπήρχε γενική συναίνεση ότι «το κράτος πρέπει να κάνει κάτι γι’ αυτό». Οι φιλελεύθερες ιδέες ήταν υπό διωγμόν και στη Νέα Δημοκρατία. Να σημειώσουμε εδώ ότι το 1983 το Πειθαρχικό της Ν.Δ. επέβαλε «επιεικώς» στον κ. Στέφανο Μάνο την ποινή της «εγγράφου επιπλήξεως και τον αποκλεισμό του από τα όργανα του κόμματος επί εξάμηνο», διότι μίλησε για την ανάγκη αποκρατικοποιήσεων, απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος, κατάργησης ελέγχου των τιμών κ.ά.Βεβαίως στη δεκαετία του ’80 το κράτος μεγαλώνει δραματικά και για να χωρέσουν και «τα δικά τους παιδιά» αλλά και για να ικανοποιηθούν κοινωνικές ανάγκες πρόνοιας, όπως ήταν το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Να σημειώσουμε εδώ ότι οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα το 1980 ήταν 29% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος των δεκαπέντε ευρωπαϊκών χωρών -που μετά έγινε Ευρωπαϊκή Ενωση- ήταν 45,6% (Χρυσάφης Ιορδάνογλου, «Κράτος και ομάδες συμφερόντων», εκδ. Πόλις). Το 1989 οι δαπάνες «εξευρωπαΐζονται» ως ποσοστό του ΑΕΠ (όχι όμως ως προς τη διάρθρωσή τους: οι σπατάλες είναι τεράστιες) αλλά δεν «εξευρωπαΐζονται» τα έσοδα του κράτους. Το 1980 οι φόροι ήταν 21,8% του ΑΕΠ, 7,2 μονάδες λιγότερες των δαπανών. Το 1990 τα φορολογικά έσοδα παρέμεναν τα χαμηλότερα στην ΕΟΚ: 26,4% του ΑΕΠ, έναντι 34,8% στη Γερμανία ή 42% στη Γαλλία ή 41,9% στο Βέλγιο κ.ο.κ.
Η μεγάλη αναπηρία όμως της χώρας δεν είναι η κληρονομιά του μεγάλου κράτους. Αυτό διορθώνεται, όπως έγινε και σε πολλές χώρες της Ευρώπης μετά τη δεκαετία του ’90. Μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το συγκεντρωτικό κράτος, το οποίο δεν είναι κληρονομιά της δεκαετίας του ’80, αλλά στήνεται από τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις έχοντας σαφή πολιτική στόχευση. Είναι αστείο, αλλά όλα σχεδόν όσα υπερασπίστηκε και υπερασπίζεται σήμερα η Αριστερά ως «λαϊκές κατακτήσεις» είναι Δεξιά δημιουργήματα και μάλιστα όχι της καλύτερης Δεξιάς. Ενα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «επετηρίδα» των εκπαιδευτικών για την κατάργηση της οποίας έγιναν πραγματικές μάχες με τα ΜΑΤ έξω από τα σχολεία το 1998. Το κεκτημένο όμως της «επετηρίδας» (όπως αποκάλυψαν οι Χάρης Αθανασιάδης και Νίκος Μαραντζίδης στο άρθρο τους «Συγκρούσεις του παρελθόντος και αβεβαιότητες του μέλλοντος», 1999) θεσπίστηκε το 1937 από τη δικτατορία Μεταξά για να αποκλειστεί ο διορισμός, από τα αποκεντρωμένα εποπτικά συμβούλια των σχολείων, όσων είχαν «ανατρεπτικά φρονήματα».
Κατά τον ίδιο τρόπο, οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις της Δεξιάς φοβούνταν ότι στους αποκεντρωμένους θεσμούς που είχε το ελληνικό κράτος -όπως ήταν οι δήμοι, τα πανεπιστήμια, οι τράπεζες κ.λπ.- μπορούσαν να εκλεγούν ή να ανελιχθούν άτομα που είχαν αριστερές απόψεις. Συγκεντρώνοντας τα πάντα στο κεντρικό κράτος, το οποίο ήλεγχαν οι νικητές του Εμφυλίου, τέτοιος κίνδυνος δεν υπήρχε. Η αλήθεια επίσης είναι ότι, ενώ η διακηρυγμένη πολιτική του κράτους ήταν μόνο εναντίον του κομμουνισμού, οι διαγκωνισμοί και οι φιλοδοξίες σε κατώτερο επίπεδο απέκλειαν και όσους βαφτίζονταν «συνοδοιπόροι του τέρατος». Κάποιος, για παράδειγμα, που εποφθαλμιούσε κάποια θέση μπορούσε εύκολα να διαβάλει τον πιο άξιο ανθυποψήφιό του, διότι όλοι είτε είχαν κάποιον συγγενή που ήταν κομμουνιστής είτε κάποια στιγμή είπε κάτι εκτός της «εθνικής γραμμής». Είναι δε περίεργο ότι σε μια χώρα που είχε πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων για την πρόσληψη στο Δημόσιο διαβάλλεται το ΠΑΣΟΚ ως πατέρας του κομματικού κράτους. Στην πραγματικότητα, ο Ανδρέας Παπανδρέου παρέλαβε ένα εν πολλοίς κομματικό κράτος (δεν πρόλαβαν να κάνουν πολλά στην περίοδο 1974-1981 οι κυβερνήσεις Κωνσταντίνου Καραμανλή) και το έκανε δικομματικό ή καλύτερα διακομματικό. Φυσικά η πρόσληψη Πρασίνων ως αντιστάθμισμα στην κυριαρχία των Βένετων δεν απαντούσε στις ανάγκες του σύγχρονου Δημοσίου, αλλά σάμπως απαντούσε η διάρθρωση του Δημοσίου με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων μετά τον Εμφύλιο;
Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι η πολιτική διαχείριση του μετεμφυλιακού κράτους άφησε ως κληρονομιά συγκεντρωτικούς θεσμούς, οι οποίοι ακόμη και σήμερα είναι η μεγάλη αναπηρία του ελληνικού κράτους. Οι θεσμοί της Τοπικής Αυτοδιοίκησης μαράζωσαν και τώρα οι τοπικές κοινωνίες (μέσα από λάθη, διαφθορά, εκλογική τιμωρία) προσπαθούν να τους αναστήσουν. Τα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια, που υπήρχαν πριν από τη δεκαετία του ’40, έγιναν παραρτήματα του υπουργείου Παιδείας κι ακόμη σήμερα προσπαθούμε με πολλά πισωγυρίσματα να τα ξεκολλήσουμε. Ακόμη και εθιμικές νησίδες αυτονομίας καταπατήθηκαν, όπως ήταν η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας. Πολύ πριν η Τράπεζα της Ελλάδος γίνει ανεξάρτητη αρχή, με τον διοικητή της αμετακίνητο από τις κυβερνήσεις, η Εθνική Τράπεζα ήταν προπύργιο των αστών της χώρας και ο διοικητής παρέμενε αμετακίνητος καθ’ όλη τη θητεία του. Οπως γράφει στην Ιστορία του ο Σπύρος Μαρκεζίνης: «Ο πρωθυπουργός ήθελε καταρχήν άμεση απαλλαγή της Εθνικής από την εποπτεία του (κεντρώου) Γ. Πεσμαζόγλου, προέδρου του Δ.Σ., και υπέδειξε την απομάκρυνσή του, καθώς και την αντικατάσταση του διοικητού (επίσης φιλελεύθερου) Στ. Κωστόπουλου».
Τελικώς διά της συγχώνευσης με την Τράπεζα των Αθηνών η Εθνική έγινε ένα από τα παρακλάδια της κεντρικής κυβέρνησης.
Στο πλαίσιο ενός μικρού σημειώματος για μια τόσο σύνθετη δεκαετία, δεν θα αναφερθούμε στα πολλά και μεγάλα αρνητικά της περιόδου, όπως ο νόμος πλαίσιο για τα ΑΕΙ, η ενίσχυση των συνδικαλιστικών ελίτ διά της εργατικής νομοθεσίας, η αντικατάσταση της στρεβλής ιεραρχίας στο Δημόσιο με μια ακόμη χειρότερη κ.λπ. Αυτά συζητιούνται και με το παραπάνω. Δεν θα αναφερθούμε επίσης στις κοινωνικά φιλελεύθερες τομές της περιόδου, όπως ήταν η αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου· μην ξεχνάμε ότι μέχρι το 1982 οι μοιχοί διαπομπευόταν τυλιγμένοι σε σεντόνια στα αστυνομικά τμήματα. Αυτά ουδόλως συζητιούνται. Απλώς πρέπει να επισημάνουμε ότι, αποτυπώνοντας λάθος και με υπερβολές τις ιστορικές περιόδους, καταλήγουμε να διορθώνουμε τα λάθος προβλήματα. Η δεκαετία του ’80 ήταν επιζήμια για τη χώρα όχι επειδή γκρέμισε τις στρεβλές ιεραρχίες που είχαν οικοδομηθεί μετά τον Εμφύλιο, αλλά επειδή τις αντικατέστησε λαϊκιστικά με χειρότερες. Για παράδειγμα, η παντοκρατορία της «έδρας» στα ΑΕΙ έπρεπε να τελειώσει. Αλλά δεν έπρεπε να αντικατασταθεί από την παντοκρατορία των μειοψηφιών, ασχέτως αν αυτές είχαν δημοκρατικό προσωπείο.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ εκείνη τη δεκαετία είναι ότι παρέλαβαν ένα «δεξιό» συγκεντρωτικό κράτος για να παραδώσουν ένα «σοσιαλιστικό» συγκεντρωτικό κράτος. Βεβαίως υπήρξαν ρωγμές αποκέντρωσης (όπως ήταν η ενίσχυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης το 1984, κάτι που οδήγησε δύο χρόνια μετά στην εκλογή Εβερτ, Ανδριανόπουλου Κούβελα και στο σπάσιμο του κρατικού μονοπωλίου στα ερτζιανά), αλλά αυτά δεν ήταν παρά αναλαμπές. Η βασική φιλοσοφία παρέμεινε ανέπαφη κι απλώς συμπεριέλαβε και τους «άλλους», τους ηττημένους του Εμφυλίου.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 20.7.2014