Γ. Θεοτοκάς: «όποιος λαός κλείστηκε στον εαυτό του, αποκτηνώθηκε και στέρεψε, ότι τα μόνα αποτελέσματα κάθε τοπικής αποκλειστικότητας είναι βλοσυρότητα (…) και αποχαύνωση ενώ (…) οι διασταυρώσεις των επιδράσεων ανανεώνουν και γονιμοποιούν απεριόριστα τους εθνικούς χαρακτήρες…»
Ο Βρετανός κωμικός Πάτρικ Μάρεϊ συνήθιζε να λέει ότι «οι πολιτικοί είναι σαν τις πάνες των μωρών. Πρέπει να αλλάζουν συχνά και μάλιστα για τους ίδιους λόγους». Στην Ελλάδα το αίτημα της ανανέωσης του πολιτικού συστήματος φουντώνει συχνά. Εκφράστηκε και το 1981, παρά το γεγονός ότι επισκιάστηκε από το αίτημα της συνολικότερης πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής· εκφράστηκε αυτόνομα στα μέσα της δεκαετίας του 1990 με το αίτημα για αποχώρηση των «δεινοσαύρων»· εκφράζεται σήμερα ποικιλοτρόπως και με νέα πολιτικά σχήματα όπως είναι «Το Ποτάμι», ακόμη και με τη σχεδόν ριζική ανανέωση του ψηφοδελτίου της «Ελιάς». Το εξέφρασε και πολύ παλιότερα η αποκαλούμενη «γενιά του ’30» (Ηλ. Βενέζης, Οδ. Ελύτης, Γ. Σεφέρης, Γ. Θεοτοκάς, Αγγ. Τερζάκης, Ανδρ. Εμπειρίκος κ.ά.).
Στη λεπτομερή πολιτική βιογραφία του Γιώργου Θεοτοκά που έγραψε ο κ. Λυκούργος Κουρκούβελας, αποτυπώνει τις αναζητήσεις εκείνης της γενιάς και το αίτημα της ανανέωσης διά χειρός του Γ. Θεοτοκά: «Κρούει η ώρα μιας νέας ελληνικής γενιάς, πιο ώριμης από τις προηγούμενες και μπορούμε να ελπίζουμε πιο δυνατής… Η μεγάλη αξία αυτής της γενιάς είναι ότι φέρνει ξανά στη νικημένη Ελλάδα μερικές πιθανότητες αυτοπεποίθησης και εξύψωσης, μερικές ελπίδες κατάχτησης της ζωής… Αμα το θελήσει θα καθαρίσει αυτό το έλος που μάς περιβάλλει και θα δώσει στον τόπο τις ψυχικές δυνάμεις του του λείπουν…» (Γ. Θεοτοκάς «Ελεύθερο Πνεύμα», α΄ έκδοση 1929).
Το εμβληματικό αυτό έργο του Θεοτοκά γράφτηκε σε μιαν άλλη εποχή, διάχυτης απογοήτευσης στην ελληνική κοινωνία, λίγο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. «Αυτή η στάση ζωής (η απογοήτευση και η απαισιοδοξία)» γράφει ο κ. Κουρκούβελας, «σύμφωνα με τον Γ. Θεοτοκά, έπρεπε πάση θυσία να καταπολεμηθεί. Οι πρεσβύτεροι, εξαιτίας της διάψευσης των ελπίδων και των προσδοκιών τους, καταστρέφουν τις ελπίδες της νέας γενιάς και συντηρούν τον μαρασμό της ελληνικής κοινωνίας. Η νέα γενιά, όμως, ήθελε να ζήσει με αισιοδοξία, να συγκρουσθεί με το πρόσφατο παρελθόν και να φέρει νέες προτάσεις και αξίες στη νεοελληνική ζωή».
Ο Γιώργος Θεοτοκάς ήταν ο πιο πολιτικός στοχαστής αυτής της γενιάς. Ηταν φιλελεύθερος, βενιζελικός, ευρωπαϊστής και σοσιαλιστής. Διαμόρφωσε τις αντιλήψεις του σε μια εποχή που όλα άλλαζαν στον κόσμο· ο καπιταλισμός βρισκόταν σε κρίση και οι ολοκληρωτισμοί ανθούσαν. Γι’ αυτό έγινε και φλογερός υπερασπιστής της ελευθερίας και της δημοκρατίας, την εποχή που –όπως και σήμερα– δέχονται διασταυρούμενα πυρά. «Δύο μήνες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο Γ. Θεοτοκάς εξαπέλυε επίθεση στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, προβάλλοντας την έννοια της ελευθερίας ως την πρωταρχική, απόλυτη αξία, πάνω στην οποία έπρεπε να βασιστούν οι δυτικές κοινωνίες. Διατεινόταν πως οι πνευματικές προϋποθέσεις των ολοκληρωτικών καθεστώτων είχαν εμφανιστεί στα τέλη του 19ου αιώνα με τις μορφές του Μαρξ και του Νίτσε. Ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες, ο Μαρξ και ο Νίτσε κατέληγαν στο ίδιο αρνητικό αποτέλεσμα, που ήταν η άρνηση της ανθρώπινης ατομικότητας και όλων των ηθικών αξιών: σε τελευταία ανάλυση στην άρνηση όλων των αξιών του ουμανισμού… Ο Γ. Θεοτοκάς πίστευε πως κάτω από την επίδραση αυτών των θεωριών, η ελευθερία και η δημοκρατία είχαν απαξιωθεί. “Η μόδα είναι με τον Στάλιν ή τον Τρότσκι, με τον Μουσολίνι ή τον Χίτλερ” (Μάιος 1933). Από την άλλη πλευρά, ισχυριζόταν ότι η δημοκρατία ήταν το πιο δύσκολο πολίτευμα, διότι η ορθή λειτουργία προϋπέθετε ανώτερη καλλιέργεια των κοινωνιών. Με οντολογικούς όρους, η δημοκρατία και η ελευθερία προϋπέθεταν την πρωταρχικότητα ηθικών αξιών έναντι ωφελιμιστικών αρχών…»
«Πιστεύουμε», έγραφε ο ίδιος ο Θεοτοκάς στο δοκίμιό του «Ελευθερία και βία» (Ιδέα Μάιος 1933) «πως η Ελευθερία της συνείδησης και του λόγου κ’ η ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος είναι αλληλένδετες με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και με την τιμή του έθνους… Το ίδιο θέλω να πω για την κατατρεγμένη και εξευτελισμένη ελευθερία. Τώρα που δεν είναι πια η λαμπρή και νικηφόρα θεά της Ευρώπης, που δέχεται από παντού σαρκασμούς και χτυπήματα μίσους, που κλονίζεται και που κινδυνεύει μαζί της ολόκληρο το ηθικό οικοδόμημα του πολιτισμού, τώρα θαρρείς κ’ είναι πολύ πιο όμορφη, πιο γλυκιά, πιο απαραίτητη στην ψυχή μας. Εμείς που νιώσαμε τι σημαίνει η κατάργησή της, δε θα την αρνηθούμε ποτέ, δε θα παρασυρθούμε από τις τυφλές ορμές της φρενιασμένης εποχής μας. Θα προτιμήσουμε να θυσιαστεί οτιδήποτε, παρά η ελευθερία – ακόμα και τα πιο επιταχτικά συμφέροντα της κοινωνίας και του Κράτους. Το πνεύμα πρώτα, ο άνθρωπος πρώτα κι’ όλα τα άλλα έρχουνται κατόπι».
Μπορούν να ειπωθούν πολλά για τη «γενιά του ’30» και την κληρονομιά της –τα λέει στα έξοχα δοκίμιά του ο κ. Γιώργος Γιαννουλόπουλος–, αλλά το γεγονός είναι ότι σημάδεψε την πνευματική αλλά και πολιτική πορεία του τόπου. Ηταν μια γενιά που ήθελε να τα αλλάξει όλα και εν πολλοίς τα κατάφερε.
Βασιζόταν όμως σε σταθερές αξίες, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας. Οι περισσότεροι από τους διανοούμενους της γενιάς του ’30, γράφει ο κ. Κουρκουβέλας, «είχαν ευρωπαϊκή παιδεία κι ένιωθαν ότι είναι μέρος ενός ευρωπαϊκού συνόλου. Σ’ αυτό το ευρωπαϊκό σύνολο απέβλεπαν, θεωρούσαν όμως ταυτόχρονα ότι έπρεπε να οριοθετηθεί, ώστε να μη χάσουν οι ευρωπαϊκές εθνότητες την ιδιοσυστασία τους». «Ξέρουμε», έγραφε το 1937 ο Γ. Θεοτοκάς, «ότι όποιος λαός κλείστηκε στον εαυτό του, αποκτηνώθηκε και στέρεψε, ότι τα μόνα αποτελέσματα κάθε τοπικής αποκλειστικότητας είναι βλοσυρότητα (…) και αποχαύνωση ενώ (…) οι διασταυρώσεις των επιδράσεων ανανεώνουν και γονιμοποιούν απεριόριστα τους εθνικούς χαρακτήρες… Θα κάνουμε ανταλλαγές με την Ευρώπη, στην οποία άλλωστε ανήκουμε. Θα της πάρουμε ό,τι μας χρειάζεται και θα το συγχωνεύσουμε με τα αυτόχθονα στοιχεία. Η ελπίδα μας είναι ότι η Ελλάδα θα μπορέσει μια μέρα να ανταποδώσει».
Αυτή η γενιά έδωσε καινούργιες μορφές έκφρασης και άνοιξε νέες διεξόδους σε μια χώρα που μαράζωνε στην απαισιοδοξία και στη μιζέρια, σε ένα έθνος που είχε χάσει την αυτοπεποίθησή του και τη Μεγάλη Ιδέα στα παράλια της Σμύρνης. «Εμείς δεν ξέρουμε τίποτε», έγραψε για τη γενιά του ο Γ. Θεοτοκάς.
«Δεν παραδεχόμαστε ότι κανένα ζήτημα λύθηκε οριστικά. Ολα τα ζητήματα τα πιάνουμε από την αρχή. Δεν μπορούμε να υποταγούμε σε καμιά από τις πνευματικές πειθαρχίες των δασκάλων μας. Καμμιά από τις λύσεις που δίνουν οι δάσκαλοί μας δεν μας ικανοποιεί. Σκεφτόμαστε χωρίς κανένα περιορισμό, γιατί όλους τους περιορισμούς τούς έσπασε το κανόνι του Μεγάλου Πολέμου τον καιρό που πηγαίναμε σχολείο… Φέρνουμε μέσα μας μια νέα νοοτροπία και μια νέα αισθαντικότητα. Αρχίζουμε ένα νέο αιώνα… Είμαστε μια γενιά τυραννισμένη. Μα αυτός ο ρόλος μάς αρέσει και δεν τον αλλάζουμε με τίποτα. Προτιμούμε την ελευθερία μας απ’ όλους τους επαίνους».
Ιnfo
– Λυκούργος Κουρκουβέλας, «Γιώργος Θεοτοκάς», εκδ. «Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία».
– Γιώργος Θεοτοκάς, «Στοχασμοί και σκέψεις: πολιτικά κείμενα 1925-1966» (επιμ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Μιχάλης Τσαπόγας), εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 27.4.2014