Οι σοσιαλιστικές διδαχές ότι υπάρχει ένας «κρατικο-μαγικός» τρόπος που θα λύσει όλα τα οικονομικά προβλήματα και θα καταλαγιάσει τις ανασφάλειες των πολιτών, στρώνει τον δρόμο προς τον φασισμό.
Μετά την Ελλάδα ήρθε η ώρα να ανησυχήσει ο κόσμος και για την άνοδο της Ακροδεξιάς στη Γαλλία; Αν και το κόμμα της Μαρίν Λεπέν δεν έχει τα άγρια χαρακτηριστικά των δικών μας νεοναζί, η επιτυχία του στις δημοτικές εκλογές της περασμένης Κυριακής (23.3.2014) ευλόγως δημιουργεί ανησυχία και προβληματισμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Παρά το γεγονός ότι το Εθνικό Μέτωπο κατέβασε μόνο 600 υποψήφιους σε 36.000 δήμους, κατόρθωσε να περάσει στον δεύτερο γύρο σε 61 από αυτούς. Σε 17 πόλεις άνω των 10.000 κατοίκων ο ακροδεξιός υποψήφιος ήρθε πρώτος. Το χειρότερο; Το Εθνικό Μέτωπο κατάφερε πρώτη φορά στην ιστορία του να εκλέξει δήμαρχο από τον πρώτο γύρο, και μάλιστα σε ένα παραδοσιακό προπύργιο της Αριστεράς, το Ενέν Μπομόν του Πα Ντε Καλέ.
Τι συμβαίνει λοιπόν στην πατρίδα του Διαφωτισμού και στρέφεται προς τα ακροδεξιά χωρίς να ζει την ένταση της ελληνικής κρίσης και χωρίς να έχει μνημόνιο; Σύμφωνα με μια αριστερή θεωρία, υπάρχει η παραπλάνηση των μαζών. Το «σύστημα» (γενικώς και αορίστως) επενεργεί μαγικά στο μυαλό των ψηφοφόρων και αυτοί θολώνουν: αντί να ενισχύσουν το κόμμα του Ζαν Λικ Μελανσόν τού δίνουν τη μισή εκλογική δύναμη· από 11-12% που είχε παλιότερα υπολογίζεται, με βάση τα αποτελέσματα της Κυριακής, στο 6%.
Σύμφωνα με μια άλλη αριστερή θεωρία, η άνοδος της Ακροδεξιάς οφείλεται στο γεγονός ότι η Κεντροαριστερά είναι περισσότερο Κέντρο και λιγότερο Αριστερά. Διακινείται, έτσι, ένας περίεργος συλλογισμός: Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα καταψηφίζονται επειδή είναι άπιστα στα αριστερά ιδεώδη. Ετσι, οι λαοί προκειμένου να τιμωρήσουν τους «γιαλαντζί» αριστερούς (δηλαδή τους σοσιαλδημοκράτες), δεν προτιμούν τους αυθεντικούς αριστερούς (κομμουνιστικά και άλλα αριστερά σχήματα), αλλά τους ακροδεξιούς. Με άλλα λόγια, η θεωρία λέει ότι τα λαϊκά στρώματα αγαπούν τόσο πολύ την Αριστερά, ώστε ψηφίζουν Ακροδεξιά.
Οσο και αν φαίνεται περίεργο, αυτό εμπεριέχει σπέρματα αλήθειας. Οι μετακινήσεις από την Αριστερά στην Ακροδεξιά οφείλονται πρωτίστως στον εθισμό των λαϊκών στρωμάτων στον κρατικό προστατευτισμό, που είναι κοινό χαρακτηριστικό και της Αριστεράς και της Ακροδεξιάς· μόνο που η τελευταία υπόσχεται δραστικότερα αποτελέσματα.
Το 1944 ο νομπελίστας οικονομολόγος Φρίντριχ Χάγιεκ εξέδωσε ένα πολύ σημαντικό βιβλίο. «Ο δρόμος προς τη δουλεία» ήταν μια προειδοποίηση προς τους Βρετανούς συναδέλφους του να μην κάνουν τα ίδια λάθη που οδήγησαν την Κεντρική Ευρώπη (με πρώτη τη Γερμανία) στον φασισμό του Μεσοπολέμου. Ο ίδιος ζούσε μέχρι το 1931 στην Αυστρία και ήξερε από πρώτο χέρι πώς κερδίζει ο φασισμός τις μάζες. «Ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός», έγραψε, «αναπτύχθηκαν από την εμπειρία μιας ολοένα και πιο ρυθμισμένης οικονομίας. Η διαδικασία παρακμής του κράτους δικαίου εκτυλισσόταν σταθερά στη Γερμανία και για καιρό πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, καθώς και ότι μια αρκούντως προχωρημένη πολιτική στην κατεύθυνση του ολοκληρωτικού σχεδιασμού (της οικονομίας) είχε κάνει ήδη μεγάλο μέρος δουλειάς που τελείωσε ο Χίτλερ… Η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού δεν ήταν μια αντίδραση στα σοσιαλιστικά ρεύματα της προηγούμενης περιόδου, αλλά αναγκαία συνέπεια αυτών των τάσεων».
Ο «σοσιαλισμός» που ανέφερε ο Χάγιεκ δεν αφορούσε το κράτος πρόνοιας, του οποίου ήταν υποστηρικτής: «Την εποχή που έγραψα τον “Δρόμο προς τη δουλεία”» αναφέρει ο Χάγιεκ στον πρόλογο της επανέκδοσης του 1976, «σοσιαλισμός σήμαινε αναμφίλεκτα την εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής και τον κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό τον οποίο έκανε εφικτό και αναγκαίο η πρώτη. Με αυτή την έννοια, η Σουηδία, για παράδειγμα, είναι σήμερα (σ.σ. το 1976) πολύ λιγότερο σοσιαλιστικά οργανωμένη απ’ ό,τι η Μεγάλη Βρετανία ή η Αυστρία, παρ’ όλο που η Σουηδία θεωρείται εν γένει πολύ περισσότερο σοσιαλιστική. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι σοσιαλισμός κατέληξε να σημαίνει πρωτίστως την εκτεταμένη αναδιανομή του εισοδήματος μέσω της φορολογίας και των θεσμών του κράτους πρόνοιας».
Το βασικό πρόβλημα του Χάγιεκ είναι ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας που προωθούν τα αριστερά κόμματα και αποτελεί την κοινή μήτρα των δύο ολοκληρωτισμών που έζησε η ανθρωπότητα. «Ο οικονομικός έλεγχος δεν είναι απλώς ο έλεγχος ενός τομέα της ανθρώπινης ζωής που μπορεί να χωριστεί από τους υπόλοιπους· είναι ο έλεγχος των μέσων για όλους τους σκοπούς μας. Και όποιος έχει τον αποκλειστικό έλεγχο των μέσων πρέπει επίσης να καθορίζει ποιοι σκοποί πρέπει να υπηρετούνται, ποιες αξίες πρέπει να θεωρούνται υψηλότερες και ποιες κατώτερες – εν ολίγοις, τι πρέπει να πιστεύουν και να επιδιώκουν οι άνθρωποι. (…) Η οικονομική ελευθερία είναι το προαπαιτούμενο κάθε άλλης ελευθερίας». Πιο γλαφυρά το είπε ο μπολσεβίκος Λέων Τρότσκι: «Σε μια χώρα όπου ο μόνος εργοδότης είναι το κράτος, αντιπολίτευση σημαίνει θάνατος από αργή λιμοκτονία. Η παλιά αρχή, όποιος δεν δουλεύει δεν τρώει, έχει αντικατασταθεί από μια νέα: όποιος δεν υπακούει δεν τρώει».
Οι σοσιαλιστικές διδαχές ότι υπάρχει ένας «κρατικο-μαγικός» τρόπος που θα λύσει όλα τα οικονομικά προβλήματα και θα καταλαγιάσει τις ανασφάλειες των πολιτών, στρώνει τον δρόμο προς τον φασισμό. Ο Χάγιεκ δεν καταφέρεται κατά των κρατικοπαρεμβατιστών οι οποίοι «ήταν άνθρωποι με καλές προθέσεις (αλλά ήταν επίσης) εκείνοι που άνοιξαν τον δρόμο –αν δεν τις δημιούργησαν έμπρακτα– στις δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν τώρα όλα όσα απεχθάνονται», δηλαδή τον φασισμό και τον ναζισμό. Σύμφωνα με τον ίδιο, «ο δημοκράτης πολιτικός που θα καταπιαστεί να σχεδιάσει την οικονομική ζωή θα βρεθεί σύντομα με το δίλημμα είτε να πάρει στα χέρια του δικτατορικές εξουσίες είτε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του… Μολονότι τα σοσιαλιστικά κόμματα είχαν τη δύναμη να πετύχουν τα πάντα εάν είχαν θελήσει να χρησιμοποιήσουν βία, δίστασαν να το κάνουν. Χωρίς να το αντιλαμβάνονται, είχαν θέσει στον εαυτό τους ένα καθήκον το οποίο μπορούσαν να επιτελέσουν μόνο οι αδίστακτοι (σ.σ. φασίστες), οι οποίοι ήταν έτοιμοι να αγνοήσουν τους φραγμούς της κρατούσας ηθικής… Τα παλιά σοσιαλιστικά κόμματα εμποδίστηκαν από τα δημοκρατικά ιδεώδη τους: δεν διέθεταν την απαιτούμενη αγριότητα για την εκτέλεση της αποστολής που είχαν επιλέξει».
Εν τω μεταξύ, όμως, η ζημιά στην κοινωνία έχει γίνει. Ενα μεγάλο μέρος των πολιτών έχει πεισθεί ότι υπάρχει εκείνος ο μαγικός κρατικοπαρεμβατικός τρόπος για να λυθούν όλα τα προβλήματά του και απλώς κάποιοι «προδότες πολιτικοί» δεν τον εφαρμόζουν. Ετσι στρέφονται προς τους κρατικοπαρεμβατιστές ακροδεξιούς, οι οποίοι δεν έχουν ηθικούς φραγμούς να χρησιμοποιήσουν όλα τα εργαλεία του κράτους (πρωτίστως την καταπίεση και τη βία) για να προσφέρουν την «οικονομική ασφάλεια», αυτή που οι σοσιαλιστές έχουν διδάξει ότι είναι «κοινωνικό δικαίωμα».
Ο Χάγιεκ έζησε την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία. Κατανόησε ότι το τέρας δεν ήταν γερμανικό προϊόν, αλλά το τελευταίο στάδιο μιας κοινωνίας που έφτασε να λατρεύει τον κοινωνικό σχεδιασμό, ξεκινώντας από τον κρατικό παρεμβατισμό: «Αυτό που έδινε στην κοινωνική δομή της Γερμανίας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ήταν ότι μεγαλύτερο μέρος της ζωής των πολιτών απ’ ό,τι σε άλλες χώρες ήταν συνειδητά οργανωμένο άνωθεν· ήταν ότι τόσο μεγάλο μέρος Γερμανών δεν θεωρούσαν εαυτούς ανεξάρτητους, αλλά διορισμένους υπαλλήλους. Οπως κόμπαζαν οι ίδιοι οι Γερμανοί, η χώρα τους ήταν επί μακρόν ένα Beamtenstaad, ένα “υπαλληλικό κράτος”, στο οποίο, όχι μόνο στον στενό δημόσιο τομέα, αλλά σχεδόν σε όλες τις σφαίρες της ζωής, το εισόδημα και την κοινωνική θέση τα απένεμε και τα εγγυόνταν κάποια Αρχή».
Μήπως, λοιπόν, να ψάξουμε προς τα εκεί τις -όχι και τόσο απρόσμενες- επιτυχίες των ακροδεξιών στα «υπαλληλικά κράτη», όπως είναι η Ελλάδα και η Γαλλία;
Ιnfo
F.A. Hayek, «Ο δρόμος προς τη δουλεία», εκδ. Παπαδόπουλος.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 30.3.2014