Το γεγονός ότι η Δημοκρατία δίνει το δικαίωμα σε όλους να λένε το κοντό και το μακρύ τους, πολλοί το βλέπουν ως υποχρέωση να λένε το κοντύτερο και το μακρύτερο.
Περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα κι επομένως ο προλογίζων το βιβλίο «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» κ. Νίκος Γιαννόπουλος μπορεί να το βλέπει ως «φωτεινό δείγμα λαϊκότητας και λογιοσύνης». Ετσι κι αλλιώς σ’ αυτή τη χώρα οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους. Το γεγονός ότι η Δημοκρατία δίνει το δικαίωμα σε όλους να λένε το κοντό και το μακρύ τους, πολλοί το βλέπουν ως υποχρέωση να λένε το κοντύτερο και το μακρύτερο. Συνεπώς ακόμη και ένα βιβλίο που εξιστορεί μια σειρά φόνων μπορεί να «αποπνέει μια σπάνια τρυφερότητα». Ναι, το γράφει κι αυτό στον πρόλογό του ο κ. Γιαννόπουλος…
Υπάρχουν όμως κι άλλα ζητήματα με τον πρόλογο στο βιβλίο του κ. Κουφοντίνα. Πρώτον ενοχοποιεί την Αριστερά και όλως παραδόξως η Αριστερά δεν έβγαλε άχνα και γι’ αυτήν την ενοχοποίηση. Αν δηλαδή κάποιος δεξιός τολμούσε να πει ότι το βιβλίο «πραγματοποιεί μία από τις ενδελεχέστερες διεισδύσεις στις αντιφάσεις, τα μετέωρα, τις κακοδαιμονίες της Αριστεράς – όλης της Αριστεράς, των “άλλων”, της “δικής μας”, της δικής του…» θα μας είχε ζαλίσει τα αυτιά ο κ. Σκουρλέτης για την απόπειρα να αμαυρωθεί με αίμα η Αριστερά. Τώρα που ο κ. Γιαννόπουλος μιλάει για όλη την Αριστερά (συμπεριλαμβανόμενης εκείνης του κ. Κουφοντίνα, χωρίς, μάλιστα, να βάζει εισαγωγικά) – κανείς δεν λέει κουβέντα. Η Ν.Δ. τσακώνεται με τον ΣΥΡΙΖΑ αν ο κ. Γιαννόπουλος είναι μέλος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ή όχι.
Βεβαίως, για να πούμε και του κ. Γιαννόπουλου το δίκιο, αυτά που πρεσβεύει ο ίδιος και τα χειρότερα που πρεσβεύει ο κ. Κουφοντίνας είναι συνιστώσες της αριστερής σκέψης -έστω καρκινώματά της- κι ας σκούζουν όσο θέλουν περί ενοχοποίησης οι «της (εντός εισαγωγικών) Αριστεράς». Αυτό δεν προκύπτει μόνο από τη σιωπή για όσα έγραψε ο προλογίζων το βιβλίο, προκύπτει κι από το newspeak που χρησιμοποιεί. Διαβάζουμε για παράδειγμα στον πρόλογο ότι «ο Κουφοντίνας είναι ένας απολύτως κανονικός και, παράλληλα, εντελώς διαφορετικός άνθρωπος…»! Ή ότι «διακατέχεται από τη λογική του “ταξικού μίσους… Ομως δεν μισεί…»! Ή ότι τον διακρίνει μια «οξεία συναισθηματική ευφυΐα»!
Σ’ αυτόν τον πρόλογο ο κ. Γιαννόπουλος απαριθμεί 16 «ιδιαιτερότητες του βιβλίου». Η πρώτη είναι η πλέον οργουελιανή. «Ο Κουφοντίνας γράφει ένα βιβλίο από τη φυλακή, την εξοντωτική, εκδικητική φυλακή…» σημειώνει ο προλογίζων. «Εκδικητική» μια φυλακή που επέτρεπε σε ένα «σύντροφό του στα όπλα», δηλαδή τον κ. Χριστόδουλο Ξηρό, να μπαινοβγαίνει μέχρις ότου εξαφανίστηκε; «Εξοντωτική» μια φυλακή που η παλιά γενιά τρομοκρατών έκανε πρωτοχρονιάτικα πάρτι μαζί με τη νέα; «Εκδικητική και εξοντωτική» μια φυλακή που επιτρέπει σε ένα καθ’ ομολογία serial killer να εκδίδει τα απομνημονεύματά του, παρά το γεγονός ότι το βιβλίο δημιουργεί άφατο πόνο στις οικογένειες των θυμάτων του;
Είπαμε ότι για την Αριστερά -«όλη την Αριστερά, των “άλλων”, της “δικής μας”, της δικής του…»- η τρομολαγνεία αφαιρεί από τις λέξεις το νόημά τους, αλλά ούτε η πραγματικότητα δεν έχει πλέον την παραμικρή σημασία; Ισως όχι, αν προσμετρήσουμε και το γεγονός ότι ο κ. Γιαννόπουλος διαπιστώνει ότι «τις σελίδες αυτού του βιβλίου δεν τις διακρίνει καμιά (κατανοητή) οίηση». Να έχει οίηση -και δη κατανοητή- ο κ. Κουφοντίνας; Για ποιον λόγο; Επειδή σκότωνε πισώπλατα άοπλους ανθρώπους;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 13.3.2014