H βαθιά -καθώς φαίνεται- ανάγκη των νέων ανθρώπων να αφήσουν το αποτύπωμά τους στον δημόσιο χώρο δεν μπορεί να λυθεί με αστυνόμευση.
Είναι πράγματι υπέροχες οι απεικονίσεις του Re-think Athens. Τα κομμάτια της πόλης, όπως αποτυπώνονται σ’ αυτές τις μακέτες, τα έχουν όλα: λιθόστρωτα, δένδρα, νερά, παγκάκια κ.λπ. Λείπει μόνο ένα στοιχείο από τις κοντινές αναπαραστάσεις του κέντρου. Απουσιάζουν τα γκράφιτι, αυτά πού ήδη εμφανίστηκαν στη νέα όψη της παραλίας στη Θεσσαλονίκη, δύο μήνες μετά τα επίσημα εγκαίνιά της.
Οπως έγραφε τις προάλλες και ο συνάδελφος κ. Δημήτρης Ρηγόπουλος, «το σημαντικότερο και ίσως πιο αγαπητό έργο δημόσιου χώρου στη Θεσσαλονίκη εδώ και δεκαετίες, προϋπολογισμού 32 εκατομμυρίων ευρώ, υποφέρει ήδη από την κοινή μάστιγα των ελληνικών πόλεων: τα γκράφιτι, τα συνθήματα και τα tags (υπογραφές των λεγόμενων “καλλιτεχνών του δρόμου”) εξαπλώνονται σαν γάγγραινα στο σώμα της παραλίας» (Καθημερινή 19.2.2013).
Η «μάστιγα» αυτή, όσο κι αν την απαξιώσουμε, αποτελεί μια πραγματικότητα όχι μόνο των ελληνικών πόλεων. Σ’ αυτό που διαφέρουν οι δικές μας από τις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις είναι ο βαθμός εξάπλωσής της. Στον υπόλοιπο κόσμο υπάρχουν έστω νησίδες δημόσιου χώρου χωρίς γκράφιτι. Τα ιστορικά κτίρια και τα έργα τέχνης προστατεύονται. Ακόμη και κάποιες γειτονιές, όπου κατοικούν οι εύπορες τάξεις του εξωτερικού, είναι grafiti-free. Αντιθέτως, στην Αθήνα και οι τοίχοι του Κολωνακίου έχουν την ίδια όψη με τους τοίχους στην πλατεία Βάθης. Μπορεί αυτό να είναι δείγμα «εκδημοκρατισμού του δημόσιου χώρου», μπορεί και να δείχνει την παντελή αδιαφορία της ελληνικής ιθύνουσας τάξης για τα κοινά. Αν δηλαδή ο ψόγος για τους πλούσιους άλλων χωρών είναι ότι δεν νοιάζονται για τις φτωχογειτονιές, στην Ελλάδα μοιάζει να αδιαφορούν ακόμη και για ό,τι γίνεται έξω από το κατώφλι του σπιτιού τους.
Οπως και να έχει το ζήτημα όμως, πρέπει να αναστοχαστούμε αυτή τη «μάστιγα». Αν εξαιρέσουμε τα πολιτικά συνθήματα, που είναι ένα από τα απολιθώματα της Μεταπολίτευσης, η εξάπλωση των γκράφιτι δείχνει ότι υπάρχει μια νέα γενιά που θέλει να εκφραστεί στον δημόσιο χώρο. Πολλοί θέλουν να αναδείξουν το ταλέντο τους και να μεγιστοποιήσουν το κοινό τους. Κάποιοι τα καταφέρνουν· έχουμε δει μερικά έργα πραγματικής τέχνης σε τοίχους.
Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη και οι πιο καλοί, μέχρι να φτάσουν στον βαθμό της καλλιτεχνικής αρτιότητας, δοκιμάζουν στου κασίδη το κεφάλι. Μέχρι να γίνουν καλλιτέχνες, οι street artists μουτζουρώνουν ολόκληρη την πόλη. Αφήστε δε που, στις περισσότερες περιπτώσεις, υπάρχουν μόνο οι δυσδιάκριτες υπογραφές χωρίς το έργο τους…
Αυτή η βαθιά -καθώς φαίνεται- ανάγκη των νέων ανθρώπων να αφήσουν το αποτύπωμά τους στον δημόσιο χώρο δεν μπορεί να λυθεί με αστυνόμευση. Οπως δείχνει και η ευρωπαϊκή εμπειρία, τέτοιου τύπου μέτρα πιθανώς να κρατήσουν μόνο μερικούς δρόμους καθαρούς και για ένα χρονικό διάστημα.
Επομένως πρέπει να μελετήσουμε βαθύτερα το φαινόμενο και ίσως να δούμε ότι δεν πρόκειται στη βάση του για ένα αντικοινωνικό φαινόμενο, αλλά απλώς μια κραυγή νέων ανθρώπων να διακριθούν σε μια κοινωνία που δεν τους αφήνει πολλά περιθώρια δημιουργίας, πόσο δε μάλλον διάκρισης.
Οταν το δούμε αυτό, δεν θα βρούμε απλώς λύση στο πρόβλημα, αλλά μπορεί αυτή η νεανική ορμή να λειτουργήσει ευεργετικά στις πόλεις μας.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 25.2.2014