Η κατάσταση το 1990, έπειτα από το σκάνδαλο Κοσκωτά και την περιπέτεια των συγκυβερνήσεων, ήταν περίπου όπως το 2009. Δημοσιονομικός εκτροχιασμός απαξίωση της χώρας στο εξωτερικό και τεράστιο έλλειμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που εξελέγη το 1990 και κυβέρνησε με την εύθραυστη ισορροπία μιας ψήφου, πέτυχε να αποκαταστήσει την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό και να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα μεγάλων μεταρρυθμίσεων. Αλλά έπεσε θύμα του βαθιού κομματικού μηχανισμού. Όπως και άλλα μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα.
Ιωάννης Παλαιοκρασσάς (επιμ.), Μπροστά από την εποχή της. Η Κυβέρνηση της Ν.Δ. 1990-93, πρόλογος: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2013, 204 σελ.
Κάποιος είχε πει ότι αν δεν διαβάζουμε ιστορία είμαστε καταδικασμένοι να επαναλάβουμε τα λάθη μας. Ισχύει και το αντίστροφο: αν δεν διαβάζουμε ιστορία δεν μπορούμε να επαναλάβουμε ούτε τις επιτυχίες μας. Ή έστω να καταλάβουμε πώς, την τελευταία στιγμή, γλιτώσαμε τα χειρότερα. Και το 1990 ήμασταν περίπου όπως το 2009. Η οικονομία μας ήταν χρεοκοπημένη, τα ελλείμματα του Δημοσίου στα ύψη, το χρέος –αν και πιο χαμηλά από τα σημερινά επίπεδα– αυξανόταν με ιλιγγιώδη ρυθμό.
Το βιβλίο Μπροστά από την εποχή της. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας 1990-1993, ξεκινά με κάτι πολύ γνώριμο:
Η κατάσταση στην Ελλάδα επιδεινώθηκε και πάλι σοβαρά, έτσι ώστε να αποτελεί σήμερα η οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση της χώρας σας σοβαρή αιτία ανησυχίας για όλους μας. Οι σημαντικότεροι διαθέσιμοι οικονομικοί δείκτες, καθώς και οι πληροφορίες που συνέλεξε η πρόσφατη αποστολή της Επιτροπής στην Αθήνα, δείχνουν πράγματι ότι η κατάσταση έγινε πολύ ανησυχητική. Η κατάσταση αυτή επιβάλλει τη λήψη, χωρίς καθυστέρηση, δραστικών μέτρων και την εκπόνηση και εφαρμογή πολυετούς προγράμματος ανόρθωσης της οικονομίας το ταχύτερο δυνατόν…
Η δραματική αυτή προειδοποίηση δεν είναι τωρινή. Γράφτηκε τον Μάρτιο του 1990 από τον τότε πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ, σε επιστολή που απευθυνόταν στον τότε πρωθυπουργό Ξενοφώντα Ζολώτα.
Η κατάσταση, όπως περιγράφεται στο βιβλίο, διά χειρός Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που υπογράφει τον πρόλογο, ήταν μελανή:
Η ελληνική οικονομία παγιδεύτηκε στον φαύλο κύκλο των ελλειμμάτων, της υπερχρέωσης, των υποτιμήσεων και των διαρκώς ελλειμματικών ισοζυγίων εξωτερικών συναλλαγών. Το 1988-89, με αποκορύφωμα την περίφημη προτροπή του Ανδρέα Παπανδρέου «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα», οι προσπάθειες εξόδου από τον φαύλο αυτό κύκλο που ξεκίνησαν στην αρχή της δεύτερης θητείας Παπανδρέου, με τότε υπουργό Εθνικής Οικονομίας τον Κώστα Σημίτη, εξανεμίστηκαν και η οικονομική κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Η ολιγόμηνη κυβέρνηση Τζαννετάκη, λόγω του περιορισμένου χαρακτήρα της αποστολής της, δεν έλαβε μέτρα συγκράτησης των δαπανών και έτσι φτάσαμε στα όρια της χρεοκοπίας στις αρχές της κυβέρνησης Ζολώτα, η οποία έλαβε τα πρώτα σχετικά σκληρά –αλλά τελείως ανεπαρκή– μέτρα για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας.
Η κατάσταση λοιπόν το 1990 ήταν περίπου όπως το 2009. Δημοσιονομικός εκτροχιασμός απαξίωση της χώρας στο εξωτερικό και τεράστιο έλλειμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η επιτυχία εκείνης της περιόδου είναι ότι φρενάρισε τον εκτροχιασμό, αποκατέστησε την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό και ξεκίνησε ένα πρόγραμμα μεγάλων μεταρρυθμίσεων, οι οποίες (παρά όσα αναφέρονται στο βιβλίο) συνεχίστηκαν καθ’ όλη την διάρκεια της «χρυσής δεκαετίας» του 1990.
Εδώ χρειάζεται μία παρένθεση: Ακούγεται περίεργο να μιλά κανείς για επιτυχίες της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Για την κοινή γνώμη, αυτή η περίοδος είναι κάτι σαν τους Σκοτεινούς Χρόνους. Δυστυχώς, έτσι χωρίζεται η ελληνική ιστορία στον δημόσιο διάλογο: σε πολύ φωτεινές και πολύ σκοτεινές περιόδους. Κι αυτό δεν είναι καν σταθερό. Για παράδειγμα, η Εθνική Αντίσταση στην Ελλάδα αποτιμήθηκε πριν από το 1974 ως μια πολύ σκοτεινή ιστορία, μετατράπηκε σε πολύ φωτεινή μετά τη μεταπολίτευση. Χάρη σε αυτές τις μονοδιάστατες αναγνώσεις, τα στραβά των «φωτεινών περιόδων» σβήνουν μέσα στην λάμψη της αποτίμησης και τα καλά των «σκοτεινών χρόνων» δεν γίνονται ορατά. Αυτό πιθανώς να οφείλεται στα πολιτικά πάθη που είναι ζωντανά πολύ μετά τους πρωταγωνιστές τους. Μπορεί πάλι να οφείλεται στην αναπηρία της ιστοριογραφίας στην Ελλάδα. Ενώ υπάρχουν οι πηγές, σπανίως προχωράμε στην ψύχραιμη συνθετική ιστοριογραφία. Όμως, η αποτίμηση με όρους άσπρου-μαύρου δεν είναι απλώς λάθος. Αναγκαστικά, είναι και αστήρικτη. Ποτέ δεν συνοδεύεται από στοιχεία και αριθμούς. Ειδικά σε ό,τι αφορά τα τελευταία, όπως απέδειξε και το διαρκές θρίλερ των στατιστικών στοιχείων στην Ελλάδα, μοιάζουν να μην έχουν καμιά σημασία. Είμαστε αλλεργικοί στο μέτρημα και διπλά αλλεργικοί στο σωστό μέτρημα.
Δυστυχώς, και αυτό το βιβλίο που επιμελήθηκε ο Ιωάννης Παλαιοκρασσάς, υπουργός Οικονομικών το διάστημα 1990-92, με μια συντακτική ομάδα, έχει τις ίδιες αδυναμίες. Παρουσιάζει την τριετία 1990-1993 ως μια υπέρλαμπρη περίοδο που ακολούθησε τους Σκοτεινούς Χρόνους της δεκαετίας του 1980 και της πολύ γκρίζας περιόδου μετά το 1993. Σ’ αυτή την προσπάθεια πιθανόν να οφείλεται και μια σειρά λαθών στις στατιστικές που εμφανίζονται στο βιβλίο, χωρίς πηγές, όπως π.χ. για το ύψος του ελλείμματος. Γράφει, φερ’ ειπείν: «Το δημοσιονομικό έλλειμμα είχε φτάσει το 1989 το 17,6% του ΑΕΠ (από 2,7% που ήταν το 1981)». Η αλήθεια είναι ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα το 1980 ήταν 2,6% ενώ το 1981 (χρονιά εκλογών) εκτοξεύθηκε στο 9,2%. Το 1990 φτάνει το 16,1% που είναι και το υψηλότερο της μεταπολίτευσης, ενώ το 1989 είναι λίγο κάτω από το 15%.
Όπως και να έχει όμως, παρά τις κοινωνικές κατακτήσεις της δεκαετίας του 1980, ο εκτροχιασμός της οικονομίας ήταν πραγματικός, η δημοσιονομική κατάσταση απελπιστική και ο πληθωρισμός κατέτρωγε κάθε χρόνο το ένα πέμπτο της αγοραστικής δύναμης των πολιτών. Το 1990, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, «η χώρα χρειαζόταν κατ’ αρχήν μια τεράστια προσπάθεια για να σπάσει τον φαύλο κύκλο ελλείμματος-πληθωρισμού-δημοσίου χρέους, μεγέθη τα οποία αυξάνονταν δραματικά και ήταν τα βασικά συμπτώματα του δημοσιονομικού εκτροχιασμού». Η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρά την ισχνή της κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ενός βουλευτή κατόρθωσε έναν άθλο. Σταθεροποίησε την οικονομία: μηδένισε σχεδόν τα πρωτογενή ελλείμματα (από το 6% του ΑΕΠ που ήταν το 1990) για να φτάσουμε μετά το 1993 στα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία χρειάστηκαν για την ένταξή μας στην ΟΝΕ.
Το σημαντικότερο όμως επίτευγμα ήταν οι βαθιές μεταρρυθμίσεις και η στροφή της χώρας προς το λιγότερο κράτος. Όπως γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα ο επιμελητής της έκδοσης Ιωάννης Παλαιοκρασσάς: «Η στήριξη της αναπτυξιακής προσπάθειας θα βασιζόταν κυρίως στην παραγωγική πρωτοβουλία του ιδιωτικού τομέα με την ταυτόχρονη απαλλαγή από το σύμπλεγμα του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομική ζωή της χώρας. Το εύρος και το βάθος των μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν μέσα στο σύντομο διάστημα των 3,5 ετών είναι εντυπωσιακό, ιδίως αν συγκριθεί με τις μεταρρυθμίσεις που αναλάβαμε δεσμευτικά στα Μνημόνια και που επί 2,5 χρόνια τώρα καρκινοβατούν και είναι η κύρια αιτία απώλειας της αξιοπιστίας μας ως κράτους. […] Ορισμένες από τις πλέον ενδεικτικές μεταρρυθμίσεις της περιόδου που έφεραν αποτέλεσμα στην ελληνική οικονομία είναι, μεταξύ άλλων: η απελευθέρωση των αγορών και του τραπεζικού συστήματος που έφερε νέες τράπεζες στη χώρα και χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας. Η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και σε άλλους τομείς, όπως οι τηλεπικοινωνίες με τη δημοπράτηση δύο αδειών κινητής τηλεφωνίας. Η καινοτόμος αναμόρφωση της φορολογίας με μειώσεις συντελεστών, διασταυρώσεις και μηχανοργάνωση με το σύστημα TAXIS. Η αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος που το διέσωσε για μια 20ετία. Η μετατροπή των ΔΕΚΟ σε Ανώνυμες Εταιρείες με δικαίωμα του Κράτους να πωλεί μέχρι και το 49% του κεφαλαίου τους…».
Πάνω σ’ αυτές τις μεταρρυθμίσεις στηρίχτηκε η μετά το 1993 προσπάθεια, έστω μερικής, απελευθέρωσης της οικονομίας με τις μετοχοποιήσεις διάφορων ΔΕΚΟ, αποκρατικοποιήσεις τραπεζών και πήρε μια μεγάλη ανάσα το ασφαλιστικό σύστημα που τότε παρέπαιε. Δυστυχώς, το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη έσβησε άδοξα το 2001 με αφορμή το ασφαλιστικό. Τότε ξεκίνησε ο κατήφορος της ελληνικής οικονομίας, που επιταχύνθηκε δραματικά την περίοδο 2004-2009 για να φτάσουμε στη μεγάλη κρίση.
Τι ερώτημα είναι τι θα συνέβαινε αν το 1993 δεν έπεφτε η κυβέρνηση Μητσοτάκη. «Ο δρόμος που χαράξαμε, εάν η κυβέρνηση είχε συνεχίσει το έργο της, θα οδηγούσε τη χώρα στο επίπεδο των ευρωπαϊκών χωρών οι οποίες σήμερα δεν αντιμετωπίζουν κίνδυνο πτώχευσης», γράφει ο πρώην πρωθυπουργός, ενώ ο Ι. Παλαιοκρασσάς συμπληρώνει:
[Ε]ίκοσι χρόνια μετά την πρόωρη και ανώμαλη πτώση της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας 1990-93, ο Henning Christophersen, τότε Αντιπρόεδρος και Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με αφορμή την πρωτοφανή σημερινή κρίση της χώρας μας, προέβη πρόσφατα στην ακόλουθη δήλωση: «Αν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του είχαν αφεθεί να ολοκληρώσουν το μεταρρυθμιστικό τους έργο, η σημερινή Ελλάδα θα ήταν στις πρώτες θέσεις των οικονομικά πετυχημένων χωρών της ευρωζώνης». Τελευταία, ακόμη και στην Ελλάδα, αρχίζουν να πληθαίνουν οι φωνές «μας τα είχε πει αυτά ο Μητσοτάκης» ή «αν τον ακούγαμε τότε που τα έλεγε, άλλη χώρα θα ήταν η Ελλάδα τώρα». Αυτή είναι μια εντυπωσιακή στροφή της κοινής γνώμης, στην οποία επί δεκαετίες επικρατούσε μια «κατασκευασμένη» και στρεβλή εικόνα για το έργο εκείνης της Κυβέρνησης και τη συμβολή της στην αποτροπή της χρεοκοπίας της χώρας.
Η ιστορία, φυσικά, δεν γράφεται με «αν», αλλά είναι αλήθεια πως αν η μεταρρυθμιστική προσπάθεια δεν φυλλορροούσε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας η Ελλάδα θα ήταν σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση και είναι σίγουρο ότι δεν θα ζούσαμε τα σημερινά. Υπήρχε όμως περίπτωση να μη φυλλορροήσει;
Η ιστορία δείχνει ότι η χώρα κινείται με κύκλους. Υπάρχουν περίοδοι εκσυγχρονισμού της και περίοδοι υπαναχώρησης. Περίοδοι νοικοκυρέματος και δημοσιονομικού συμμαζέματος και περίοδοι σοβαρών εκτροχιασμών. Ο πολιτικός κύκλος εμφανίζεται πολύ καθαρά στην καμπύλη του δημοσιονομικού ελλείμματος. Με μόνη εξαίρεση το 1996, κάθε φορά που έχουμε εκλογές το έλλειμμα αυξάνει και λόγω παροχών και λόγω χαλάρωσης των φορολογικών ελέγχων.
Το βασικό πρόβλημα σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια είναι το κράτος, που λειτουργεί ως «μαύρη τρύπα» στο κέντρο της ελληνικής κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έπεσε από τη λυσσώδη αντίδραση της αντιπολίτευσης και των συντεχνιών των ΔΕΚΟ η οποία, όπως γράφει ο Ι. Παλαιοκρασσάς, ήταν «βίαιη και πρόστυχη». Έπεσε «εκ των ένδον, σε μια κρίσιμη τελική φάση της προσπάθειας για την αποκρατικοποίηση των ΔΕΚΟ και τον περιορισμό του δημόσιου τομέα».
Η βασική αναπηρία της χώρας είναι η θέση που έχει το κράτος όχι μόνο στην οικονομία (και τα συνεπακόλουθα μεγάλα επενδεδυμένα συμφέροντα σ’ αυτό) αλλά και στο μυαλό και στην καρδιά των ελλήνων πολιτών. Η κρατικιστική ιδεολογία παρέμεινε κυρίαρχη στη χώρα και κατά τη δεκαετία του 1990. Ο αντικρατισμός του Κ. Μητσοτάκη, όπως και ο εκσυγχρονισμός του Κ. Σημίτη, ήταν ξένα ιδεολογικά ρεύματα στα κόμματά τους. Αποτελεί ειρωνεία, αλλά δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο εκλέχτηκαν από τα κόμματά τους με μόνο στόχο την κατάκτηση ή τη διατήρηση της κρατικής εξουσίας. Υπό την έννοια αυτή, το πείραμα Μητσοτάκη δεν μπορούσε να μακροημερεύσει. Η Νέα Δημοκρατία δεν ήθελε λιγότερο κράτος, ήθελε το δικό της κράτος για να συνεχίσει ό,τι έκανε πριν το 1981. Η συρρίκνωση του κράτους, που προσπάθησε να επιτύχει ο κ. Μητσοτάκης, ήταν σαφώς μπροστά από την εποχή της. Ερχόταν σε αντίθεση με τις βαθιές παραδόσεις του κόμματος στο οποίο εκλέχτηκε αρχηγός. Γι’ αυτό κι έπεσε από το κόμμα του…
Δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Books’ Journal τ. 29, Μάρτιος 2013