Το δικαίωμα των πολιτών να ενημερώνονται για τα πεπραγμένα των εντολοδόχων τους υπερτερεί του δικαιώματος κάποιου στην ιδιωτική ζωή σε ό, τι αφορά -αποκλειστικά- τη σχέση του με το κράτος.
Επειδή σ’ αυτή τη χώρα τα έχουμε δει όλα, πρέπει να χαιρετίσουμε το γεγονός ότι δεν μάθαμε την είδηση περί όσων κατηγορούνται για φοροδιαφυγή όπως στο παρελθόν. Δηλαδή δεν επικράτησε η γελοιότητα του στυλ «η 35χρονη παθολόγος» και ο «55χρονος ορθοπεδικός». Διότι στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια τα αποκαλούμενα προσωπικά δεδομένα είχαν γίνει το καινούργιο κοσκινάκι, το οποίο δεν ξέραμε πού να κρεμάσουμε. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και για να αποκρυφτούν από τη Βουλή οι αποδοχές δημόσιων λειτουργών. Και εντάξει: μπορεί να είναι προσωπικό δεδομένο πόσα παίρνει κάποιος, αλλά πρέπει να είναι δημόσιο δεδομένο το πόσα δίνει το κράτος.
Το ίδιο αφορά τις διοικητικές πράξεις και τις διώξεις κάποιων για αδικήματα. Τίποτε δεν είναι προσωπική υπόθεση από τη στιγμή που εμπλέκεται το κράτος. Και αυτό διότι η υποχρέωση της δημοσιοποίησης των πεπραγμένων των δημόσιων υπηρεσιών υπερτερεί του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή κάποιου. Γι’ αυτό υπάρχει και η θεμελιώδης αρχή της δημοσιότητας της δίκης. Προφανώς πολλοί κατηγορούμενοι θα ήθελαν να δικάζονται ιδιωτικώς. Η δημοσιότητα όμως είναι μια επιπλέον εξασφάλιση ότι η δικαστική εξουσία δεν θα αυθαιρετήσει. Το ίδιο ισχύει και με τις υπόλοιπες πράξεις του Δημοσίου σε ό, τι αφορά τις συναλλαγές του με ιδιώτες. Η δημοσιότητα εξασφαλίζει ότι δεν θα μεροληπτήσουν ούτε θα αυθαιρετήσουν. Το δικαίωμα των πολιτών να ενημερώνονται για τα πεπραγμένα των εντολοδόχων τους υπερτερεί του δικαιώματος κάποιου στην ιδιωτική ζωή σε ό, τι αφορά -αποκλειστικά- τη σχέση του με το κράτος.
Φυσικά, κάθε κατηγορούμενος δεν είναι ένοχος. Ούτε όταν ομολογεί ενοχή ούτε καν όταν τελεσιδικεί μια υπόθεση. Υπάρχουν στην ιστορία πολλές λανθασμένες αποφάσεις, ακόμη και ανώτατων δικαστηρίων. Εδώ απαιτείται ο δεοντολογικός κανόνας. Ακόμη και αν κάποιος ομολογεί ενοχή για μια δολοφονία στον δημόσιο λόγο δεν είναι «δολοφόνος» · ασχέτως τι πιστεύει καθένας μέσα του. Είναι «κατηγορούμενος για δολοφονίες» και μετά τη δίκη «καταδικασθείς για δολοφονίες».
Το πρόβλημα όμως ξεκινά από εκεί. Επειδή στο παρελθόν και τα ΜΜΕ δεν μπορούσαν να κάνουν τη διάκριση μεταξύ κατηγορουμένου, καταδικασθέντος και ενόχου (είδαμε αποτρόπαια πρωτοσέλιδα του στυλ «Ιδού ο δολοφόνος»), αποφασίστηκε η βολική για τους δημόσιους λειτουργούς λογοκρισία. Οι αρχές μπορούσαν να ανακοινώνουν ό, τι τους κάπνιζε, χωρίς κανείς να μπορεί αν ελέγξει την αλήθεια ή την αναλήθεια των ανακοινώσεων, και οι δημοσιογράφοι έπαιζαν το μπούλεβαρτ της «35χρονης» κατηγορουμένης που την ήξεραν όλοι.
Το 1989 η δισεκατομμυριούχος Νεοϋορκέζα επιχειρηματίας Leona Helmsley κατηγορήθηκε από το IRS ότι χρησιμοποιούσε στο σπίτι της προσωπικό που πλήρωνε από το ξενοδοχείο, το οποίο επίσης της ανήκε. Η υπόθεση πήρε τεράστια δημοσιότητα· δημοσιοποιήθηκε ακόμη και η φωτογραφία προσαγωγής, εκείνη με το καρτελάκι στο αστυνομικό τμήμα. Ουδείς διανοήθηκε να αποσιωπήσει την είδηση («διότι στο τέλος μπορεί να αθωωνόταν»), αλλά και κανείς δεν την αποκάλεσε «φοροφυγά». Ακόμη και σήμερα στο βιογραφικό της αναφέρεται ότι «ελέγχθηκε και καταδικάστηκε για αδικήματα φοροδιαφυγής το 1989»…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 14.5.2010