Oι δαπάνες δεν μπορούν να αξιολογούνται υποκειμενικά. Πρέπει να ιεραρχούνται πλέον σε σχέση με άλλες δαπάνες, που κρίνονται πιο αναγκαίες και προπαντός με βάση τα λεφτά που έχουμε.
Υπερασπίζοντας την ελευθερία του λόγου, ο ανώτατος δικαστής των ΗΠΑ, Τζον Μάρσαλ, έγραψε στην αιτιολόγηση μιας απόφασης ότι «αυτό που για κάποιον άνθρωπο είναι χυδαιότητα, είναι για κάποιον άλλο ποίηση». Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για τις δαπάνες του κράτους. Αυτό που για κάποιον είναι σπατάλη, για κάποιον άλλον είναι αναγκαιότητα. Υπάρχει μια διαφορά όμως. Η πρόσληψη του λόγου είναι καθαρά υποκειμενικό θέμα. Οι δαπάνες έχουν τον περιορισμό της πραγματικότητας. Ενώ λέξεις μπορούμε να εκστομίσουμε άπειρες, δαπάνες μπορούμε να κάνουμε όσες επιτρέπει το πορτοφόλι μας.
Στην Ελλάδα, ο νέος εθνικός κλαυθμός είναι για τις σπατάλες του κράτους. Ορθώς διότι προκύπτουν με αντικειμενικό τρόπο από τους εθνικούς λογαριασμούς. Οταν επί μακρόν ξοδεύεις περισσότερα απ’ όσα βγάζεις, σημαίνει ότι σπαταλάς, άσχετα αν θεωρείς όλες τις δαπάνες αναγκαίες.
Στην Ελλάδα, λοιπόν, χειριζόμαστε τη νέα αποδιοπομπαία έννοια με τον ίδιο τρόπο που πριν από λίγο καιρό μεμφόμασταν το σύστημα. Ετσι μόλις πάμε να εξειδικεύσουμε το πρόβλημα, αρχίζουν τα «ναι μεν, αλλά». Παλιότερα, κάθε απόπειρα διόρθωσης του συστήματος συναντούσε δύο τύπων αρνήσεων: η διόρθωση είναι μικρή (άρα δεν υπάρχει λόγος να γίνει) ή είναι πολύ μεγάλη και συνεπώς ενέχει κινδύνους για το μέλλον. Ακούγαμε για παράδειγμα: «Μα, οι αιώνιοι φοιτητές είναι το πρόβλημα των πανεπιστημίων;» ή «η αξιολόγηση των πανεπιστημίων ενέχει τον κίνδυνο της εμπορευματοποίησης της παιδείας» (σ.σ.: οπότε τα ΑΕΙ θα πάψουν να βγάζουν καλούς ανθρώπους).
Το ίδιο ακριβώς σκεπτικό υπάρχει και με τις σπατάλες. Ολοι ξέρουμε ότι φταίνε, αλλά όταν πάμε «γραμμή γραμμή τον προϋπολογισμό» αρχίζουν οι ίδιες ενστάσεις. «Μα οι δαπάνες του ΕΟΜΜΕΧ θα σώσουν το κράτος;» ή «εντάξει, ο ΟΣΕ μάς βάζει ένα δισεκατομμύριο τον χρόνο μέσα, αλλά η περικοπή των δαπανών του ενέχει τον κίνδυνο να μην έχει η Ελλάδα σιδηρόδρομο» (σ.σ.: λες και τώρα έχει).
Ολοι ξέρουμε ότι υπάρχουν τρομαχτικές σπατάλες στον χώρο της Υγείας. Προκύπτει και από τις συγκρίσεις των στατιστικών στοιχείων με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οποτεδήποτε, όμως, πάει να γίνει κάτι είτε υπάρχει «αναλγησία: αφήνουν τους ασθενείς χωρίς φάρμακα!», είτε πλήττεται ο «κοινωνικός ρόλος των φαρμακοποιών», είτε (αν απελευθερωθούν τα γενόσημα και όπως στην Ευρώπη πέσει η τιμή τους στο 20% των επώνυμων σκευασμάτων, αντί του 72% που διοικητικά ορίζει το υπουργείο… Ανταγωνιστικότητας) θα κλείσουν ελληνικές επιχειρήσεις και θα αυξηθεί η ανεργία. Αφήστε δε που κάθε περικοπή δαπάνης αφαιρεί ρευστότητα από την αγορά και αρχίζει ο άλλος κλαυθμός για τη χαμένη ανάπτυξη της ελληνικής μεταπρατικής τάξης, η οποία απλώς ανακύκλωνε στις σπατάλες του κράτους ή έστω τις δαπάνες.
Σε ένα σύστημα άπειρων πόρων, αντικειμενικά δεν μπορεί να υπάρξει σπατάλη. Κάθε δαπάνη είναι αναγκαία. Μέχρι τώρα έτσι νομίσαμε ότι είναι το ελληνικό κράτος. Το πρόβλημα όμως είναι μόλις διαπιστώσαμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο περιορισμένων πόρων, οπότε οι δαπάνες δεν μπορούν να είναι σαν τις λέξεις. Δεν μπορούν να αξιολογούνται υποκειμενικά. Πρέπει να ιεραρχούνται πλέον σε σχέση με άλλες δαπάνες, που κρίνονται πιο αναγκαίες και προπαντός με βάση τα λεφτά που έχουμε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 14.10.2010