Και τα λεφτά λείπουν απ’ αυτή τη χώρα και οι ώρες και κυρίως το μυαλό. Κάποιοι θέλουν την κοινωνία όμηρο στο ρυθμό της συντεχνίας τους.
Έχει δίκιο ο φιλελεύθερος (;) ευρωβουλευτής της Ν.Δ. κ. Χρήστος Φώλιας ο οποίος δήλωσε: «Τα λεφτά λείπουν από τους Έλληνες κι όχι οι επιπλέον ώρες» (Σ.Σ.: των καταστημάτων).
Έχει δίκιο, γιατί αν ήμασταν όλοι πλούσιοι δεν θα αναγκαζόμασταν να δουλεύουμε το πρωί της Δευτέρας, άρα δεν θα χρειαζόταν να ψωνίζουμε το απόγευμα που τα μαγαζιά είναι κλειστά. Αν μάλιστα είχαμε τόσα πολλά λεφτά δεν θα βγαίναμε καν να ψωνίζουμε. Θα στέλναμε τους υπηρέτες μας να αγοράζουν τα χρειώδη και τα είδη πολυτελείας τις ώρες που βολεύει τον κ. Φώλια.
Αυτές τις μέρες γίνονται συσκέψεις επί συσκέψεων στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας με ένα στόχο: Την απαγόρευση. Στύβουν το μυαλό τους για να βρουν τρόπους να κρατήσουν την μίζερη ρωμαίικη πραγματικότητα ανέπαφη. Πως δεν θα απελευθερώσουν τους καταναλωτές από το άγχος του ωραρίου των καταστημάτων. Κι εντάξει! Η κομουνιστική λογική που οδηγεί τα συνδικάτα έχει στον πυρήνα της το «απαγορεύεται». Η φιλελεύθερη όμως που ευαγγελίζεται η «Νέα Δημοκρατία»; Οι επιχειρηματίες -στους οποίους εναποθέτουμε τις ελπίδες μας για ανάπτυξη- πως γίνεται να βλέπουν μονίμως μπαμπούλες στο μέλλον και ποτέ ευκαιρίες;
Το πράγμα είναι απλό. Το σημερινό ωράριο βολεύει τους πάντες πλην των καταναλωτών. Δεν θα υπήρχε καμία αντίρρηση να μείνει ανέπαφο αν όλοι οι καταστηματάρχες μπορούσαν να συνεννοηθούν (και να εφαρμόσουν ιδίοις εξόδοις) για το πότε θα ανοίγουν και πότε θα κλείνουν τα μαγαζιά τους. Δικά τους είναι ότι θέλουν τα κάνουν. Η βασική αντίρρηση είναι ότι θέλουν να χρησιμοποιήσουν το κράτος για την επιβολή των δικών τους συμφερόντων. Θέλουν δηλαδή να χρησιμοποιήσουν τον μηχανισμό που χρηματοδοτείται από εμάς εναντίον μας, διότι οι ίδιοι φοβούνται τον ανταγωνισμό. Και ταυτόχρονα μας πουλούν λαϊκισμό του στιλ: «τα λεφτά λείπουν από τον κόσμο, όχι οι ώρες».
Ε! λοιπόν, και τα λεφτά λείπουν απ’ αυτή τη χώρα και οι ώρες και κυρίως το μυαλό. Κάποιοι θέλουν την κοινωνία όμηρο στο ρυθμό της συντεχνίας τους. Εμείς όμως τι κάνουμε; Θα το ανεχθούμε;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 26.6.2003