Τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναπτυχθεί ένας «προοδευτικός συντηρητισμός» για κάθε νέα τεχνολογία. Η άρνηση της τεχνολογικής προόδου γίνεται λίγο της μόδας.
Ένας από τους δημοφιλείς παραλληλισμούς της εποχής μας έχει να κάνει με τα μοναστήρια και το internet. Είναι πολλοί εκείνοι που ασπάζονται την ιδέα ότι το διαδίκτυο φέρνει το τρίτο κύμα στην επανάσταση της γνώσης. Το πρώτο ήταν η γραφή, το δεύτερο η τυπογραφία και το τρίτο αυτό που ζούμε τώρα. Υποστηρίζουν ότι όπως η τυπογραφία έσπασε το άβατο των μοναστηριών στη γνώση, πήρε τα βιβλία που ήταν στις βιβλιοθήκες και τις έκανε κοινό κτήμα των επιμέρους κοινωνιών, έτσι και το internet προχωρεί στον περαιτέρω εκδημοκρατισμό της γνώσης σπάζοντας γεωγραφικούς και ταξικούς φραγμούς. Πραγματικά: ένα παιδί από κάποιο χωρίο της Φλώρινας μπορεί, σήμερα, σχετικά εύκολα να έχει πρόσβαση σε βιβλία που πριν είκοσι χρόνια εμείς δεν είχαμε φανταστεί, ακόμη και να παρακολουθήσει βιντεοσκοπημένα μαθήματα των μεγαλύτερων καθηγητών στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου. Υπάρχει πλέον πιο ισότιμη πρόσβαση στη γνώση. Ζούμε ένα επιπλέον κύμα εκδημοκρατισμού της γνώσης.
Σ’ αυτή τη θεώρηση υπάρχουν δύο γκρίνιες. Δεν θα έλεγα κριτικές, διότι δεν είναι τεκμηριωμένες, αλλά θα τις ονόμαζα «γκρίνιες». Η μία έχει να κάνει με την άρνηση της τεχνολογία, εξαιτίας των πιθανών κινδύνων που έχει η ανάπτυξή της. Ο Πολ Βιρίλιο για παράδειγμα μας είπε, για παράδειγμα, ότι η κοινωνία της γνώσης ενέχει κινδύνους, αλλά άγνωστους. Δεν τους ξέρει, αλλά είναι σίγουρος ότι υπάρχουν. «Μεταμοντερνιά», λέγεται επί το λαϊκότερον αυτός ο τρόπος σκέψης.
Η δεύτερη γκρίνια έχει να κάνει με «τα παιδάκια της Αφρικής». Το ακούμε για κάθε νέα τεχνολογία: «τι να το κάνω, ρε, εγώ το εμβόλιο για το Αλτσχάιμερ, όταν τα παιδιά της Αφρικής δεν έχουν ούτε ασπιρίνη για τον πυρετό;» Το επιχείρημα έχει εν μέρει λογική. Πραγματικά «τι να το κάνεις το εμβόλιο για το Αλτσχάιμερ, αν δεν έχεις Αλτσχάιμερ;» Αν όμως αποκτήσεις, το πρώτο που ξεχνάς είναι τα «παιδάκια της Αφρικής».
Εντάξει! Το ψηφιακό χάσμα είναι ένα υπαρκτό και μεγάλο πρόβλημα, αλλά δεν αρκεί να ακυρώσει το πλεονέκτημα της νέας τεχνολογίας -παρ’ όλο που το προσπαθούν πολλοί. Καμιά τεχνολογία, καμιά επανάσταση δεν διαχέεται αμέσως σε όλη την υφήλιο. Ο Γουτεμβέργιος τύπωσε την πρώτη Βίβλο το 1455, στην Ελλάδα η τυπογραφία ήρθε στις αρχές του 19ου αιώνα. Όσο για το τυπωμένο βιβλίο ακόμη πασχίζουμε να γίνει κτήμα του ελληνικού λαού. Το σημαντικό όμως είναι ότι η επανάσταση έγινε και ακόμη προχωρεί. Εξάλλου, αυτοί που μιλούν για ψηφιακό χάσμα στην Αφρική πρέπει να αναλογιστούν ποιο είναι το τυπογραφικό χάσμα του δυτικού κόσμου με την Αφρική.
Το σημαντικό όμως είναι ότι πολλοί περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να μετέχουν ισότιμα στην κοινωνία της γνώσης, και πλέον όχι μόνο ως αναγνώστες αλλά και ως συγγραφείς. Στον κυβερνοχώρο, οικονομικά και τεχνολογικά όλοι βρίσκονται στο ίδιο σημείο εκκίνησης. Στο διαδίκτυο, το άρθρο ενός δημοσιογράφου είναι εξίσου προσβάσιμο από το άρθρο ενός πιτσιρίκου. Και στην περίπτωση του γνωστού «πιτσιρίκου» έχει και μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα, από ότι τα άρθρα πολλών καθιερωμένων δημοσιογράφων. Δηλαδή, τα δίκτυα επικοινωνιών ισοπεδώνουν παλιές ιεραρχίες της βιομηχανικής κοινωνίας και απομένει να δούμε αν θα συνθέσουν νέες. Και δεν μιλάμε μόνο για το internet. Παρατηρήθηκε στις επιχειρήσεις ότι τα εσωτερικά δίκτυα επικοινωνιών έκαναν παρωχημένες πολλές θέσεις εργασίας εργοδηγών και άλλων εργαζόμενων που χαρακτηρίζονται από τον όρο «middle management». Τα μεσαία στελέχη μιας επιχείρησης χρειάζονται για να μεταφέρουν τις εντολές της διοίκησης από τα πάνω προς τα κάτω. Οι γραφειοκράτες οποιουδήποτε μηχανισμού αυτό το ρόλο επιτελούν. Πολλοί έχασαν την δουλειά τους, επειδή τα ηλεκτρονικά δίκτυα έκαναν τον ρόλο τους παρωχημένο.
Τα δίκτυα υπολογιστών λοιπόν ισοπεδώνουν ιεραρχίες. Στον κυβερνοχώρο λειτουργεί καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες του και καθένας σύμφωνα με τις δυνατότητές του.
Δεν είναι όμως αυτή η μοναδική επίπτωσή τους. Ο Μάρσαλ Μακλούαν είχε επιχειρηματολογήσει ότι χωρίς τυπογραφία δεν θα είχαμε ποτέ εθνική συσσωμάτωση. Πραγματικά η τυπογραφία έκανε δυνατή την καθολική εκπαίδευση, και η εκπαίδευση είναι ο μηχανισμός κοινωνικοποίησης των νέων. Η κοινή εμπειρία, οι κοινοί μύθοι, οι κοινές θεωρίες χρειαζόταν ως όχημα το τυπωμένο κείμενο για να διαχυθούν. Με άλλα λόγια όταν λίγοι μιλούν και πολλοί ακούν δημιουργούνται συλλογικότητες βασισμένες ακόμη και σε παραλογισμούς. Τα μονόδρομα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι χρήσιμα σε κάθε εξουσία, σε κάθε κυρίαρχη ιδεολογία για να αναπαραχθεί. Αυτό συνέβη και με την εθνική ιδεολογία.
Mε τον καιρό όμως, την δικτύωση του κόσμου και τον πολλαπλασιασμό των Mέσων αυτή η τάση άρχισε να αντιστρέφεται. H δημιουργία αυτού που ο Marshal McLuhan ονομάζει «παγκόσμιο χωριό» διαβρώνει σιγά-σιγά τις βάσεις του αμιγούς εθνικού κράτους. H μεταφορά γνώσης και εμπειριών απ’ όλο τον κόσμο μέσω των Δικτύων, της δορυφορικής τηλεόρασης κ.λ.π. δημιουργεί ένα ενιαίο παγκόσμιο πολιτισμό, στον οποίο λόγω ιστορικών συγκυριών κυριαρχεί το αμερικανικό μοντέλο. Oλόκληρος ο κόσμος έχει γίνει ένα απέραντο χωνευτήρι πληθυσμών, όπου στην Nέα Yόρκη τρώνε μουσακά, στην Aθήνα ακούνε ραπ και στην Iερουσαλήμ βλέπουν ταινίες του Mπελίνι. H έννοια του κλειστού έθνους σε ένα ανοιχτό επικοινωνιακό περιβάλλον δεν έχει πια νόημα.
Oι μεγάλες όμως ενοποιητικές έννοιες, όπως είναι το έθνος, που άνθισαν την εποχή και λόγω των Mαζικών Mέσων δέχονται και μια άλλη επίθεση εκ των έσω. H πληθώρα των δίαυλων επικοινωνίας κατακερματίζει την κοινή εμπειρία που λειτουργούσε ως ενοποιητικό στοιχείο και την θέση της παίρνουν αποσπασματικές εμπειρίες. Ήταν διαφορετικά, για παράδειγμα, όταν στην Eλλάδα υπήρχαν δύο τηλεοπτικά κανάλια (με καλό ή κακό πρόγραμμα – δεν έχει σημασία) και ολόκληρη η επικράτεια είχε κοινό σημείο αναφοράς (έστω ως συζήτηση την επόμενη μέρα στο γραφείο) και θα είναι διαφορετικά όταν θα υπάρχουν τα μπουκέτα των 100 δορυφορικών καναλιών, των 50 εφημερίδων και των εκατομμυρίων web sites στο Internet. Tώρα οι κοινές μας (έστω διαμεσολαβημένες) εμπειρίες κατακερματίζονται και η ενοποιητική ιδιότητα των MME αντιστρέφεται. Έτσι λοιπόν με όχημα τα Mέσα Eπικοινωνίας βαδίζουμε προς ένα παγκόσμιο πολιτισμό με μικρές πληθυσμιακές ομάδες που δεν θα βασίζονται σε κάποια κοινή μεγάλη ιδέα, αλλά σε κάποια κοινά ενδιαφέροντα.
Αυτό ο κατακερματισμός της εμπειρίας τρομάζει πολλούς. Είναι διαφορετικά και πολύ πιο εύκολα τα πράγματα να έχεις τρεις εφημερίδες να ορίζουν την πολιτική ατζέντα, να έχεις δύο κανάλια που σου επισημαίνουν τι είναι σημαντικό να δεις και (γιατί όχι;) να σκεφτείς και να έχεις δέκα βιβλία τον χρόνο για να διαμορφώσεις φιλοσοφία ζωής, αντί αν έχεις εκατομμύρια από δαύτα και να ψάχνεις να βρεις άκρη. Σίγουρα, οι παρέες, οι κοινότητες δένονται πάρα πολύ όταν όλοι έχουν δει τον «Άγνωστο Πόλεμο» κι έχουν ένα κοινό θέμα συζήτησης, αντί να πας την επόμενη μέρα στο γραφείο και ο ένας να έχει δει Αντενα, ο άλλος MTV, ο τρίτος CNN, ο τέταρτος ένα βίντεο στο YouTube κ.λπ. Η κοινότητα χρειάζεται την κοινή εμπειρία για να είναι κοινότητα. Από την άλλη, όλη αυτή η πληθώρα διαθέσιμων πληροφοριών μετατρέπεται σε άγχος. «Πληροφοριακό άγχος» το ονομάζουν κάποιοι ψυχολόγοι: να προλάβω να δω το ένα, να διαβάσω το άλλο, να μην χάσω το τρίτο κ.λπ. ώστε να μην είμαι εκτός θέματος και εκτός της κοινότητας που ζω και λειτουργώ. Αυτό το άγχος είναι λογικό να υπάρχει και να μεγεθύνεται, όσο μεγαλώνει το ποσό των πληροφοριών που όλοι έχουμε διαθέσιμες.
Η μία λύση για να αντιμετωπιστεί αυτό το άγχος είναι να αρνηθείς την επανάσταση. Να γίνεις κάτι σαν τους «Άμις» της Μασαχουσέτης, μια θρησκευτική σέχτα που ζει χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς τηλέφωνο, όπως ζούσαν οι άνθρωποι στον 19ο αιώνα. Αυτή είναι η πρόταση του Άντριου Κιν ενός βρετανού τεχνογκουρού που αποφάσισε να απόσχει από τα ψηφιακά εγκόσμια. Στο βιβλίο του «The Cult of the Amateur – How Today’s Internet is Killing Our Culture and Assaulting Our Economy» γράφει για την «επέλαση των ορδών της μετριότητος» που ισοπεδώνει τον πολιτισμό μας, «θολώνοντας τις γραμμές μεταξύ παραδοσιακών αναγνωστών και συγγραφέων, θεατών και σκηνοθετών, ακροατών και συνθετών, δημιουργού και καταναλωτή, ειδήμονα και ερασιτέχνη». Τα επιχειρήματα του Κιν συνόψισε ο Χρήστος Μιχαηλίδης στην Ελευθεροτυπία «”ΜΠΛΟΓΚΑΡΟΥΜΕ με πιθηκίσια ξεδιαντροπιά για θέματα που ‘χουν να κάνουν με την ιδιωτική μας ζωή, τη σεξουαλική μας ζωή, τα όνειρά μας, την έλλειψη ζωής, την… άλλη μας ζωή”, γράφει ο Κιν. Υπολόγισε ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 53 εκατομμύρια μπλογκ στο Ιντερνετ και ότι αυτός ο αριθμός διπλασιάζεται κάθε 6 μήνες. Μέχρι το 2010, θα έχουμε, λέει, περισσότερα από 500 εκατομμύρια μπλογκ, τα οποία “συλλογικά θα διαφθείρουν και θα επιφέρουν σύγχυση στην κοινή γνώμη για τα πάντα, από την πολιτική και το εμπόριο, μέχρι τις τέχνες και την κουλτούρα”. Ο Κιν πιστεύει ότι τα μπλογκ έχουν υπονομεύσει “την αίσθησή μας για το τι είναι αληθές και τι όχι, τι είναι πραγματικό και τι φανταστικό”. Εκατομμύρια νέα παιδιά σήμερα, συνεχίζει, δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τη διαφορά μεταξύ αξιόπιστων ειδήσεων, γραμμένων από επαγγελματίες δημοσιογράφους, και τυχαίων ειδήσεων που διαβάζουν σε διάφορα “ειδησεογραφικά» μπλογκ, που δεν διασταυρώνουν ποτέ τις ειδήσεις τους, δεν αναφέρονται ποτέ στις πηγές τους, δεν τηρούν κανέναν κανόνα δεοντολογίας στη συλλογή και παρουσίασή τους”.»
Όλα αυτά είναι πραγματικά, αλλά το ίδιο θα έλεγε και ένας μοναχός του μεσαίωνα βλέποντας την πλημμύρα των αιρετικών κειμένων που άρχισαν να βγαίνουν από τις τυπογραφικές μηχανές. Δεύτερον δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πληροφορική επανάσταση είναι σε μετάβαση, και κάθε επανάσταση σε μετάβαση διασπείρει σύγχυση. Το παλιό δεν έχει πεθάνει και το καινούργιο δεν έχει γεννηθεί. Είναι η περίοδος που στην μελέτη των επιστημονικών επαναστάσεων ο Τόμας Κουν ονομάζει «περίοδο της ιδιόρρυθμης επιστήμης». Τότε γράφει όλοι οι επιστήμονες νιώθουν ότι έχουν χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια τους και υπήρχαν πολλά ιστορικά παραδείγματα επιστημόνων που εγκατέλειψαν την θεραπεία της επιστήμης επειδή ακριβώς δεν είχαν που να σταθούν. Τρίτον ακόμη και στον παλιό κόσμο της τυπογραφίας τα ΜΜΕ είχαν υπονομεύσει με πολύ επιτυχία «την αίσθησή μας για το τι είναι αληθές και τι όχι, τι είναι πραγματικό και τι φανταστικό». Μην θυμηθούμε πολλά ελληνικά παραδείγματα, π.χ. το «Στάλιγκραντ-Βαγδάτη», να θυμηθούμε την εκπληκτική ρήση του Χίρστ «Δώσε μου εσύ τις εικόνες και θα σου δώσω εγώ τον πόλεμο». Για την ιστορία αναφέρουμε ότι ο ζωγράφος Frederick Remington, είχε πάει το 1895 στην Kούβα για να εικονογραφήσει τον πόλεμο των Iσπανών με τους Kουβανούς αντάρτες. Δεν βρήκε πόλεμο και σκέφθηκε να γυρίσει. O εκδότης του τον απέτρεψε λέγοντάς του «Δώσε μου εσύ τις εικόνες και θα σου δώσω εγώ τον πόλεμο». Kι έτσι έγινε. Oι εικόνες του Remington δημοσιευόταν πρωτοσέλιδες στις εφημερίδες του Hearst, η κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε, οι HΠA μπήκαν στον πόλεμο κατά της Iσπανίας.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναπτυχθεί ένας «προοδευτικός συντηρητισμός» για κάθε νέα τεχνολογία. Ο πιο εμφανής εκφράζεται από τα οικολογικά κινήματα, ή τέλος πάντων από πολλές εκφράσεις των οικολογικών κινημάτων. Η άρνηση της τεχνολογικής προόδου γίνεται λίγο της μόδας. Την δεκαετία του 1970 το τρομερό παιδί του «Μάη του ‘68», ο σκιτσογράφος Reiser είχε φτιάξει ένα κόμικ για να διακωμωδήσει αυτή την άρνηση του εκδημοκρατισμού που φέρνει η τεχνολογία. «Οταν (παλιά) οι πλούσιοι είχαν αυτοκίνητο, ήταν σημαντικό γεγονός. Τώρα που οι φτωχοί έχουν αυτοκίνητο, είναι καταστροφή». «Οταν οι πλούσιοι πήγαιναν για μπάνιο στη θάλασσα, ήταν κάτι αξιοπερίεργο. Οταν οι φτωχοί πάνε για μπάνιο στη θάλασσα, είναι επιδρομή». «Οταν οι πλούσιοι πήγαιναν σε εξωτικά μέρη, γίνονταν βιβλία και συζητήσεις. Τώρα που πηγαίνει και η μεσαία τάξη, καταστρέφεται ο πλανήτης».
Θα μπορούσαμε να το συμπληρώσουμε, λέγοντας «όταν έγραφαν μόνο …λίγοι, είχαμε πρόοδο. Τώρα που γράφουν πολλοί, έχουμε καταστροφή της κουλτούρας».
Εισήγηση στο συνέδριο του ΙΣΤΑΜΕ «Οι εξελίξεις στο χώρο των Μέσων Επικοινωνίας: Νέα Φαινόμενα και Κοινωνική Δυναμική», Αθήνα 21.1.2009