Η οργάνωση της ελληνικής Παιδείας είναι το τελευταίο απομεινάρι του αλήστου μνήμης Κεντρικού Προγραμματισμού που έχει απομείνει στην Ευρώπη.
Ωραία! Κάναμε τα εννιά εξεταστέα μαθήματα έξι (για όσους γνωρίζουν μαθηματικά, αυτό είναι ευθέως ανάλογο του τρία, δύο).
Πριν τέσσερα χρόνια ο κ. Ευθυμίου είχε κάνει τα δεκατρία-εννιά, ενώ ο αυστηρός κ. Γεράσιμος Αρσένης αύξησε το 1997 σε δεκατρία τα τέσσερα που είχε θεσμοθετήσει ο κ. Γιώργος Παπανδρέου.
Εν τω μεταξύ η κ. Μαριέττα Γιαννάκου καταργεί τις εξετάσεις στη Β’ Λυκείου, που είχε επαναφέρει ο κ. Γεράσιμος Αρσένης το 1997, τις οποίες είχε καταργήσει το 1980 ο κ. Γιάννης Βαρβιτσιώτης, που είχε θεσπίσει πριν απ’ αυτόν ο κ. Γεώργιος Ράλλης.
Κάτι με τραγούδι του Κηλαήδόνη μοιάζει πλέον η Παιδεία, αλλά το ερώτημα παραμένει: με τις εξετάσεις τα βάζουμε με τις εξετάσεις τα βγάζουμε, τι έχουν τα έρμα και μένουν αγράμματα;
Οι εξετάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ είναι διαχρονικά το προσφιλές πεδίο άσκησης πολιτικής των υπουργών Παιδείας. Κι αυτό είναι ευεξήγητο: τέτοιου τύπου αλλαγές είναι εύκολες και θεαματικές. Μεταβάλλοντας τον τρόπο εισαγωγής σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, λίγο ενοχλείται το αντιπαραγωγικό σύστημα Παιδείας που χρόνια τώρα σιτίζουμε. Ταυτόχρονα, επειδή το θέμα καίει γύρω στις 150.000 ελληνικές οικογένειες, η προβολή του υπουργού είναι δεδομένη.
Έτσι έχουμε πάντα το γνωστό σενάριο. Η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του ΥΠ.Ε.Π.Θ. ισχυρίζεται ότι κάνει τομές στην Παιδεία, κάθε αντιπολίτευση λέει πως «τα μέτρα δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών», η Αριστερά πιστεύει ότι υλοποιείται βήμα-βήμα το κρυφό σχέδιο για ιδιωτικοποίηση της παιδείας και οι γονείς τρέχουν να αλλάζουν τις ώρες και τα μαθήματα που κάνουν στα φροντιστήρια οι βλαστοί τους. Μέχρι να κάτσει ο κουρνιαχτός αυτής της «δομικής» αλλαγής για να ξεκινήσει η επόμενη…
Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι κόσμος μπαίνει στα πανεπιστήμια, κόσμος βγαίνει (είτε δίνοντας 4, είτε 6, είτε 13 μαθήματα) αλλά η παιδεία υποβαθμίζεται χρόνο με το χρόνο. Κι αυτό γιατί η οργάνωση της ελληνικής Παιδείας είναι το τελευταίο απομεινάρι του αλήστου μνήμης Κεντρικού Προγραμματισμού που έχει απομείνει στην Ευρώπη.
Όλα -μα όλα!- ρυθμίζονται από το υπουργείο: Από τα νηπιαγωγεία μέχρι τα Γυμνάσια κι από τις εξετάσεις μέχρι τα Πανεπιστήμια. Κι επειδή καμιά γραφειοκρατία δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει τις ανάγκες ενός Λυκείου στον Ασπρόπυργο, ή τις δυνατότητες μιας πανεπιστημιακής σχολής στη Θράκη όλα τα γενικά μέτρα που εξαγγέλλει ο υπουργός είναι καταδικασμένα σε αποτυχία. Μπορεί να λύνουν κάποιες δυσλειτουργίες σε κάποιο μέρος, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν νέα προβλήματα σε άλλα μέρη.
Μία λύση υπάρχει. Η αποκέντρωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ένα πρώτο και μικρό βήμα θα είναι να μεταφερθεί στα ΑΕΙ η επιλογή των φοιτητών που θα δεχθούν ανά έτος. Το υπουργείο θα πρέπει να περιοριστεί στην διεξαγωγή αδιάβλητων εισαγωγικών εξετάσεων. Όχι σε έξι, αλλά σε πολλά περισσότερα μαθήματα. Κάθε πανεπιστημιακό τμήμα μπορεί να δέχεται φοιτητές οι οποίοι θα έχουν εξετασθεί σε ένα συνδυασμό μαθημάτων, μαθήματα που φυσικά θα έχει προσδιορίσει (και θα σταθμίζει) η σχολή. Κάθε υποψήφιος θα επιλέγει τα μαθήματα που θα δώσει αναλόγως των σχολών που στοχεύει. Το υπουργείο θα κάνει τις εξετάσεις και τα ΑΕΙ θα επιλέγουν από τους εξετασθέντες όποιους τους κάνουν. Έτσι, αν μη τι άλλο, θα γλιτώσουμε την κάθε τρεις και λίγο αλλαγή του εξεταστικού συστήματος.
Το νέο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ που εξήγγειλε προχθές η κ. Γιαννάκου θα αποτύχει. Όπως και τα προηγούμενα. Ναι μεν, ελαφρύνει μαθητές και γονείς από το άγχος για κάποια μαθήματα, αλλά υπονομεύει ταυτόχρονα την διαδικασία αξιολόγησης. Στις εξετάσεις ισχύει ότι και στη θεωρία πιθανοτήτων. Όσες περισσότερες φορές γίνει η δοκιμή τόσο πι αντικειμενική εικόνα της πραγματικότητας έχουμε.
Αλλά το ζήτημα είναι ότι όσο λάθος είναι τα έξι μαθήματα άλλο τόσο είναι και τα εννιά. Η εκπαιδευτική αξιολόγηση παραμένει επί σειρά ετών μια προκρούστεια κλίνη συγκεκριμένης εξεταστέας ύλης, αδιάφορης για τους μαθητές κι ανίκανης να δώσει αντικειμενική εικόνα για τις γνώσεις των εξεταζόμενων. Οι πανελλήνιες (ανεξαρτήτως αριθμού μαθημάτων) δεν αξιολογούν σχεδόν τίποτε. Γίνονται επειδή η ζήτηση ξεπερνά την προσφορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών και η λοταρία δεν είναι σικ διαδικασία αποκλεισμού όσων δεν χωρούν. Όλοι ξέρουν ότι χρειάζονται τομές στην εκπαιδευτική διαδικασία και όχι ανακατανομή της σημερινής εξεταστικής μιζέριας. Να δούμε ποιος θα τις κάνει…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 21.6.2004