Πουλώντας πολιτισμό
Το κράτος αντί μοιράζει όλα τα λεφτά στους δημιουργούς πρέπει να δημιουργήσει υποδομές για την αγορά της τέχνης.
Το κράτος αντί μοιράζει όλα τα λεφτά στους δημιουργούς πρέπει να δημιουργήσει υποδομές για την αγορά της τέχνης.
Το επιχείρημα ότι η κρατική επιδότηση θα ενισχύσει τις πρωτοπορίες είναι έωλο. Η κρατική επιδότηση δεν κάνει καλό. Δυστυχώς δεν είναι καν ουδέτερη. Κάνει κακό.
Η αισθητική ρύπανση των δημοσίων χώρων έχει πολιτική προϊστορία. Ξεκίνησε ως ελευθερία του λόγου για να καταλήξει στη χυδαιότητα.
Την περασμένη δεκαετία άνοιξαν πολλές και έγιναν σφοδρές συζητήσεις για πλείστα όσα θέματα. Τώρα επικρατεί νηνεμία μετά την καταιγίδα. Ούτε ένας καβγάς της προκοπής δεν στήθηκε με αφορμή την «Eurovision».
Το άσχημο στην Ελλάδα δεν είναι ότι υπάρχει αυτή η υποκριτική σεμνοτυφία σε ένα κομμάτι των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Το βασικό πρόβλημα είναι πως οι αντιστάσεις εκείνων, που λαμβάνουν τις αποφάσεις για να λογοκρίνουν, είναι μηδαμινές.
Ποιος είναι και ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της παράδοσης στην ελληνική κοινωνία και μέχρι που φτάνει ο σεβασμός της παράδοσης;
Η έκκληση της Αριστεράς των κινημάτων να σωθεί ένα μικρό βιβλιοπωλείο δείχνει την έκταση της κρατικοδίαιτης λογικής της. Ενώ κάλλιστα μπορεί να το κάνει η ίδια, βάζοντας όμως το χέρι στη τσέπη, απευθύνει ερωτήσεις στον υπουργό Πολιτισμού...
Ο καλλιτεχνικός κόσμος έχει εθιστεί στην προστασία του κράτους. Αντί να γράφει έργα άξια να ανεβούν γράφει επιστολές και άρθρα στον Αθηναϊκό Τύπο ώστε να πιεσθούν οι πολιτικοί που διανέμουν το χρήμα για να προτιμηθούν (ανεξαρτήτως αξίας) τα νεοελληνικά θεατρικά έργα.
Αργά ή γρήγορα η κρατική επιδότηση πρέπει να δημιουργήσει μια στοιχειώδη αγορά. Έστω ιδιωτικούς χορηγούς. Αν δεν δημιουργήσει σημαίνει ότι οι επιδοτήσεις πάνε στο βρόντο. Πολλοί πληρώνουν, λίγοι επωφελούνται και πολιτισμικό κεφάλαιο δεν δημιουργείται στη χώρα.
Είναι ανόητοι όσοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι η Ελλάδα έχει μόνο χθες και όχι αύριο. Σοφά η πολιτική ηγεσία της χώρας δίνει μαθήματα νεωτερισμού σε μια χώρα που κάποιοι την θέλουν φοβισμένη. Μια χώρα που έχει πολύτιμο παρελθόν για να αντλεί έμπνευση αλλά έχει και δυνατότητες για ένα πολύ καλύτερο μέλλον.
Στο δεύτερο κομμάτι του πολυθεάματος αποτυπώθηκε πιστά η σύγχρονη Ελλάδα. Το πανηγύρι και το «σκυλάδικο». Καλώς, ως προς τις προθέσεις. Μόνο που έλειψε το «συν» του καλλιτέχνη. Αυτό που απομυζά τη χυδαιότητα και την κάνει τέχνη.
Το μεγάλο υπερθέαμα της τελετής έναρξης ήταν ένας μεγάλος κόλαφος στην Ελλάδα των καφενέδων και των μεγάλων ανησυχιών. Ήταν ένα χαστούκι στην κοινοτυπία της μιζέριας. Ήταν ένα μάθημα για όλους μας.
Το σκάνδαλο δεν ήταν οι στίχοι του «Shake it». Περισσότερο κόσμο σκανδάλισε η αποστροφή του ιεράρχη ότι δεν «παραγνωρίζει την καλλιτεχνική αξία του ποπ-σταρ Σάκη Ρουβά».
Το διαρκές αίτημα της νεωτερικότητας (όπως εκφράσθηκε από την Αριστερά) που αποδομεί σύμβολα και αξίες της ελληνικής κοινωνίας έχει πάντα ως αποτέλεσμα το «Shake it»;
Παραφράζοντας τον Βρετανό Συγγραφέα Saki μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες παράγουν περισσότερη ιστορία απ' όση μπορούν να κατεδαφίσουν. Ή νομίζουν ότι παράγουν περισσότερη ιστορία...
Εμφανίζεται το εξής παράδοξο: όσο περισσότερο προωθούν την τσόντα διάφορες εφημερίδες και κανάλια, τόσο περισσότερο ανησυχούν για την έκπτωση των αξιών από την τσόντα των άλλων.
Το «Κέντρο Σάιμον Βίζενταλ» ζητά να λογοκριθεί μια έκθεση «τέχνης». Αυτό δεν αντιτίθεται μόνο στις παραδόσεις του Διαφωτισμού, αλλά και του ίδιου του Εβραϊσμού.
«Ποτέ δεν θα γίνουμε οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», δήλωσε η Επίτροπος κ. Βίβιαν Ρέντινγκ. Ας μην γίνουμε. Το ερώτημα βέβαια είναι άλλο. Μπορούμε; Ή μήπως απλώς η δαιδαλώδης γραφειοκρατία της Ε.Ε. μας πουλά εξελιγμένο τον μύθο του Αισώπου με τους όμφακες;
Η σύγκριση με το παρελθόν είναι άδικη. Από τη μια μεριά της ζυγαριάς βάζουμε τα λίγα μεγάλα έργα του παρελθόντος (ξεχνώντας τα πολλά υποπροϊόντα κάθε εποχής) και από την άλλη το σύνολο των σημερινών έργων, από τα οποία δεν ξέρουμε ακόμη ποια θα αντέξουν. Η σύγκριση δεν μπορεί παρά να είναι καταλυτική υπέρ του παρελθόντος.
Ιστορίες νεοελληνικής τρέλας: Κατεδάφισαν βυζαντινό τείχος για να ανοίξουν πόρτα χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων!
Έθιμα τα οποία οι Νεοέλληνες έκρυβαν επιμελώς την δεκαετία του '60, χλεύαζαν την δεκαετία του '70, άρχισαν να θυμούνται την δεκαετία του '80 έγιναν «must» τα τελευταία χρόνια. Kάθε πόλη και ένα (τουλάχιστον) έθιμο, κάθε χωριό και ένα (τουλάχιστον) πανηγύρι.