Βρισκόμαστε σε μια αδιέξοδη κατάσταση. Από τη μία, υπάρχει ένα ζήτημα εφαρμογής των νόμων που πρώτοι οι δικαστές επιζητούν. Από την άλλη, κινδυνεύει να αποδεκατιστεί το δικαστικό σώμα επειδή πολλοί λειτουργοί του αμέλησαν να υποβάλουν δηλώσεις «πόθεν έσχες».
Ο κατηγορούμενος στάθηκε με παρρησία στο εδώλιο. Κοίταξε στα μάτια τους δικαστές και με στεντόρεια φωνή άρχισε την απολογία του: «Κύριοι δικαστές. Επί σειρά ετών υπολειτουργούσε η εφαρμογή του νόμου για την κλοπή. Δεν υπήρξε συστηματική ενημέρωση από τις αρμόδιες υπηρεσίες των υπόχρεων για την εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου. Κι αυτός είναι ο κύριος λόγος που εκατοντάδες από μας τους πολίτες παρέβησαν το νόμο».
Μπορεί αυτού του τύπου η απολογία να προκαλέσει θυμηδία στους δικαστές, αλλά παρόμοιο είναι το πνεύμα της ανακοίνωσης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων για την παράλειψη 440 δικαστών να υποβάλουν δηλώσεις «πόθεν έσχες. «Επί σειρά ετών», αναφέρεται σε δήλωση που υπογράφει ο πρόεδρος της Ένωσης, Π. Αθανασόπουλος, «υπολειτουργούσε η εφαρμογή του νόμου για το “πόθεν έσχες”. Δεν υπήρξε συστηματική ενημέρωση από τις αρμόδιες υπηρεσίες των υπόχρεων για την υποβολή της σχετικής δήλωσης. Αυτός είναι ο λόγος που εκατοντάδες δικαστές και εισαγγελείς, όπως και ο μεγάλος αριθμός υπόχρεων πολιτών, παρέλειψαν να υποβάλουν τέτοιες δηλώσεις».
Είναι βέβαιο πως η συντριπτική πλειονότητα των 440 δικαστών, οι οποίοι κατηγορούνται ότι δεν υπέβαλαν δηλώσεις «πόθεν έσχες», δεν είχαν κάποιο δόλο, αλλά το έκαναν από απλή αμέλεια. Γι’ αυτό είναι και θεμιτό να εξεταστεί κάθε περίπτωση με εξαιρετική επιείκεια. Από την άλλη, λείπουν δικαστές από τη χώρα κι εκτός από άδικο θα είναι και ανοησία να παυθούν κάποιοι, έστω προσωρινά, διότι αμέλησαν να εφαρμόσουν το νόμο.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε μια αδιέξοδη κατάσταση. Από τη μία, υπάρχει ένα ζήτημα εφαρμογής των νόμων που πρώτοι οι δικαστές επιζητούν. Δεν μπορεί το συνδικαλιστικό τους όργανο, η «Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων», να επικαλείται αμνησία ή αχρησία νόμου και να ζητεί παύση των διώξεων κατά εκείνων που αμέλησαν να εφαρμόσουν το νόμο. Από την άλλη, κινδυνεύει να αποδεκατιστεί το δικαστικό σώμα επειδή πολλοί λειτουργοί του αμέλησαν να υποβάλουν δηλώσεις «πόθεν έσχες».
Και αυτή η κατάσταση οφείλεται στον ηθικολογικό λαϊκισμό και στην προχειρότητα με την οποία φτιάχνονται οι νόμοι σ’ αυτή τη χώρα. Όπως συνέβη και με το βασικό μέτοχο και με το ασυμβίβαστο των βουλευτών ο πολιτικός κόσμος πλειοδότησε σε ηθικολογία, διεύρυνε το «πόθεν έσχες» ακόμη και σε ανθρώπους που δεν διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα (π.χ. δημοσιογράφοι) και έκανε το νόμο εξαιρετικά αυστηρό. Προέβλεψε, για παράδειγμα, ποινική δίωξη εναντίον εκείνων που δεν υπέβαλαν δήλωση (που έχει ως αποτέλεσμα την προσωρινή παύση δημόσιων λειτουργών) αντί μιας διοικητικής ποινής και ενδελεχούς ελέγχου για τους λόγους μη υποβολής. Και μετά την ψήφιση του νόμου, με θούριους και παιάνες για την καταπολέμηση της διαφθοράς, το μέτρο πέρασε -ως είθισται- σε αχρησία. Το αποτέλεσμα; Χρειαζόμαστε τώρα νέα νομοθετική ρύθμιση που θα διορθώσει τη νομική ρύθμιση του παρελθόντος, όπως χρειαζόμαστε νέο Σύνταγμα για να διορθώσει τις ηθικολογικές υπερβολές της προηγούμενης αναθεώρησης. Σε δουλειά να βρισκόμαστε δηλαδή…
Εκ των πραγμάτων χρειάζεται νομοθετική ρύθμιση για να υπερβούμε το αδιέξοδο με την εφαρμογή του «πόθεν έσχες». Πρώτα απ’ όλα όμως χρειάζεται να αναλογιστούμε τα προβλήματα που δημιούργησε ο πρότερος ηθικολογικός παροξυσμός. Και να τα διορθώσουμε…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 5.1.2006